Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι τα πραγματικά αστέρια βρίσκονται μόνο στον τόπο που μεγαλώσαμε, στις παραλίες που ξαπλώσαμε τα βράδια. Έτσι και η Ελίζα Λαέρτη, η ζωή της είναι κενή χωρίς τον τόπο της. Χάνεται συνεχώς στα βιβλία της και ξεχνάει πως, αν δεν κυνηγήσουμε τα όνειρα μας, εκείνα θα μας προσπεράσουν.
Κάθε βράδυ είναι τόσο δύσκολο, ακόμη κι αν πέρασαν δύο χρόνια.
Ο καιρός περνάει και η Ελίζα ακόμη δεν μπορεί να πιστέψει ότι κατάφερε να πατήσει μόνη της στα πόδια της. Είναι όμορφο που οι φίλοι και η οικογένεια της την στηρίζουν σε όλα. Είναι πολύ όμορφο που πιστεύει και η ίδια στον εαυτό της, αλλά ακόμη και τώρα τα μάτια της είναι υγρά.
«Ελίζααα!» της φώναξε γελώντας μια φίλη, «πού είσαι, πού ταξιδεύεις;»
«Μου λείπει ο ουρανός μου, η θάλασσά μου, τα στέκια μου, όλα μου λείπουν», αποκρίθηκε εκείνη.
Η Ξένια πήγε και την αγκάλιασε σφιχτά, χωρίς να μιλήσει.
Η ζωή της κυλούσε ήρεμα και εκείνη έκανε αυτό που ήθελε: μπήκε στο μεγάλο δικηγορικό γραφείο για την άσκησή της και τα σχόλια που άκουγε ήταν ολοένα και πιο ενθαρρυντικά.
«Είναι μεγάλο προσόν η πειθώ, δεσποινίς Λαέρτη», της έλεγε συνεχώς ο μεγαλοδικηγόρος κύριος Αρετόπουλος, «θα κάνετε μεγάλη καριέρα μια μέρα, το μέλλον σας διαγράφεται λαμπρό».
Κάθε μέρα η ίδια ρουτίνα: δουλειά σπίτι-σπίτι δουλειά. Τους τελευταίους τρεις μήνες δεν έβγαινε πολύ, είχε ξεχάσει πόσο όμορφος είναι ο αέρας της Θεσσαλονίκης όταν περπατάς στην υπέροχη παραλία της. Στην αρχή τα φανταζόταν όλα αλλιώς, αλλά τελικά «όταν κάνουμε σχέδια ο Θεός γελάει», όπως λέει συχνά πυκνά και εκείνη.
«Ναι; Α, όχι, Μάρκο, όχι σήμερα, ίσως το Σαββατοκύριακο, έχω πολύ διάβασμα.., έλα μη λες τέτοια, σας αγαπώ όλους...., μη με στενοχωρείς. Έγινε, έγινε ,θα τα πούμε και σύντομα από κοντά...»
«Πάλι ο Μάρκος», ψιθύρισε.. Ήταν μαζί της στο ξεκίνημά τους για την άσκηση, αλλά τελικά τον κέρδισε το θέατρο και τα παράτησε. «Καλό παιδί αλλά ανώριμο», λένε όλοι και η ίδια προσπαθούσε να τον αποφύγει. Η ώρα περνάει αργά για εκείνη.
«Ακόμη οχτώ είναι», είπε δυνατά.
Σήμερα όμως νιώθει διαφορετικά, θέλει να βγει. Φόρεσε φόρμες, τα αγαπημένα της αθλητικά, πήρε τα ακουστικά της και βγήκε βόλτα στο κέντρο.
Όταν ο Θεός έχει κέφια, η φύση οργιάζει.
Έχει ήδη βασιλέψει ο ήλιος κι όμως ο ουρανός έχει ακόμη ένα υπέροχο χρώμα, κάτι που το νιώθεις σαν χάδι. Φτάνοντας στην παραλία άρχισε να κάνει τζόκινγκ νευρικά, θαρρείς κι αυτή την πόλη την μισεί, θαρρείς και της έχει κάνει κάποιο μεγάλο κακό. Ο ρυθμός της χαλάρωσε τη στιγμή που συνάντησε κάποιους φίλους από τη σχολή και κοντοστάθηκε για τα τυπικά. Βλέπεις η Ελίζα δεν θέλησε να ζήσει την φοιτητική ζωή, αλλά προτίμησε να πηγαινοέρχεται Κατερίνη-Θεσσαλονίκη εξαιτίας της μεγάλης αγάπης για την πόλη της.
Αργά το βράδυ επέστρεψε στο σπίτι και άνοιξε τον υπολογιστή της. Κανένα e-mail από τον Παύλο, ο οποίος έχει δώσει σημεία ζωής τον τελευταίο μήνα μετά από έναν μεγάλο καυγά. Άλλωστε και για εκείνον η ζωή στον Καναδά δεν ήταν το πιο εύκολο. Δεν του κρατάει κακία όμως.
Κάθε εμπόδιο για καλό.
Μιλούσε καθημερινά στο τηλέφωνο με τους γονείς της και τους ένιωθε υπερήφανους για εκείνη. Οι κόποι που έκαναν για να την μεγαλώσουν και οι δυσκολίες που πέρασαν για να την σπουδάσουν και να μην της λείψει τίποτα είναι το κίνητρο για όλα όσα κάνει.
«Την Κυριακή πρέπει να έρθεις στο σπίτι μου, θέλω να σου ανακοινώσω κάτι πολύ σοβαρό», έλαβε μήνυμα στο κινητό της από την Ξένια. «Τι να έγινε άραγε;» αναρωτήθηκε. Την πήρε αμέτρητες φορές τηλέφωνο, αλλά εκείνη δεν απάντησε ούτε μία. Ήταν Παρασκευή πρωί και την είχε φάει η αγωνία. Εκείνη την ημέρα στην δουλειά τα σχόλια που άκουγε για την αφηρημάδα της ήταν αρκετά σκληρά.
«Δεσποινίς Λαέρτη», έλεγε κάθε τόσο ο κύριος Αρετόπουλος, «όταν θα αγορεύετε, αν είστε τόσο αφηρημένη, να είστε σίγουρη ότι η φήμη σας από τα πηγαδάκια θα φτάσει ως την άλλη άκρη της Ελλάδος».
«Η δυσφήμιση δεν λειτουργεί πάντα τόσο αρνητικά», κύριε Αρετόπουλε. Παρ’ όλ’ αυτά με συγχωρείτε, γιατί πρέπει να φύγω». Εκείνος την κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. «Θα γίνει μεγάλη δικηγόρος!» σκέφτηκε και χαμογέλασε πίσω από το επιβλητικό του γραφείο.
Όταν οι ώρες δεν περνούν.
Μετά το μήνυμα της Ξένιας, η Ελίζα δεν μπορούσε να σταματήσει να κάνει διάφορες σκέψεις για το τι μπορεί να συμβαίνει.. Η Ξένια ήταν όμορφη και νεαρή κοπέλα, προσφάτως διαζευγμένη, αλλά παράλληλα τόσο τσαμπουκάς που σκεφτόταν να αφήσει την δουλειά στην πόλη της και να φύγει στο εξωτερικό. Το πιο αγαπητό παιδί της παρέας, η “μαμά” όλων στα δύσκολα. Όλες οι προσπάθειες της Ελίζας για να την βρει στο τηλέφωνο έπεφταν στο κενό ακούγοντας συνεχώς “η κλήση σας προωθείται”.
Έφτασε σπίτι, βγήκε στο μπαλκόνι με το βιβλίο της και ξεκίνησε να το διαβάζει μανιωδώς σα να ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που θα είχε την δυνατότητα να το κάνει. Άκουγε γέλια, φωνές και πολλές κόρνες από τον κεντρικό δρόμο, χωρίς όμως αυτό να μπαίνει εμπόδιο στις σκέψεις της.
Κάθε νύχτα είναι αλλιώτικη.
Πήρε τηλέφωνο δύο φίλους της να περάσουν από το σπίτι της να πιουν καμιά μπίρα και εκείνη όλο και κάτι θα τους ετοίμαζε για φαγητό. Πρόθεσή της ήταν να δει αν κάποιος γνωρίζει κάτι για την Ξένια. Πήγε δέκα και το κουδούνι χτύπησε. Αγκαλιές και φιλιά με τον Βασίλη και την Ελεάνα. Κάθισαν στο τραπέζι να φάνε και σιγά-σιγά πήγαινε το θέμα προς τα εκεί.
«Έπαιρνα και την Ξένια, αλλά δεν απαντάει σήμερα».
«Θα ετοιμάζεται», είπε ο Βασίλης.
Με μια κίνηση του αγκώνα της τον αφοπλίζει η Ελεάνα.
«Τι ξέρετε; πείτε μου», είπε θυμωμένη η Ελίζα.
«Άσε τα δικηγορίστικα, φιλενάδα, και φέρε καμιά μπιρίτσα να χαλαρώσουμε», αποκρίθηκε αστειευόμενη η φίλη της.
Περίεργα πράγματα συμβαίνουν, σκέφτηκε καθώς σηκώθηκε να φέρει μπίρες. Το βράδυ περνούσε χαζολογώντας και λέγοντας διάφορες ιστορίες τους. Η ώρα πέρασε αρκετά κι ο Βασίλης Σάββατο πρωί δουλεύει οπότε θα έπρεπε να την αφήσουν να βυθιστεί και πάλι στις σκέψεις της.
«Καληνύχτα και σας ευχαριστώ πολύ για την παρέα.»
«Καληνύχτα, φίλη, να κοιμηθείς καλά, αργεί η Κυριακή», της είπε η Ελεάνα μπαίνοντας βιαστικά στο ασανσέρ..
Ένα περίεργο ξημέρωμα.
Παραδόξως ένιωθε ότι κάτι θα αλλάξει στη ζωή της. Ήταν ένα δυνατό συναίσθημα που της είχε δημιουργηθεί καιρό πριν μετά από κάποιους εφιάλτες. Τα όνειρα είναι για τους αδύναμους, σκεφτόταν και έτσι πολεμούσε τους φόβους της που πάντα είχαν να κάνουν με την απώλεια και τη μοναξιά, τη μοναξιά που όλοι μας λίγο πολύ βιώνουμε κατά καιρούς. Το ρολόι έδειχνε πέντε παρά είκοσι και εκείνη είχε κάνει αμέτρητα χιλιόμετρα στα δωμάτια του σπιτιού της. Κάποιες φορές η Ελίζα είναι λίγο υπερβολική, λένε οι φίλοι της, παθιάζεται με αυτό. Έκατσε για λίγο στον καναπέ και τελικά κούρνιασε πάνω στα μεγάλα μαξιλάρια του.
Το πιο ωραίο ξύπνημα.
Πήγε τέσσερις και το κινητό της χτυπούσε από το πρωί σαν δαιμονισμένο. Ο κύριος Αρετόπουλος είχε φάει όλο τον κόσμο για να την βρει. Ξύπνησε, έβαλε καφέ και κοντοστάθηκε στο παράθυρο. Έπειτα πήρε βαθιά ανάσα και τον κάλεσε πίσω.
«Μα πού είστε, δεσποινίς Λαέρτη;» ανησυχήσαμε.
«Να με συγχωρείτε, ήμουν, δηλαδή είμαι λίγο αδιάθετη και χρειαζόμουν ύπνο και ξεκούραση».
«Ελπίζω να τα απολαύσατε και τα δύο, γιατί πρέπει να σας ανακοινώσω κάτι».
«Μα τι έγινε; Συγγνώμη για χθες, εγώ δεν...» έτρεμε η φωνή της.
«Η πρώτη σας δίκη σας περιμένει. Θα είμαι στο γραφείο μέχρι τις οχτώ, αν σας ενδιαφέρει. Καλό απόγευμα!»
Η Ελίζα άρχισε να χορεύει και να τραγουδάει. Η αναγνώριση που περίμενε επιτέλους ήρθε. Έτρεξε και ξεκίνησε να ετοιμάζεται πολύ γρήγορα, αλλά πάντα καλόγουστα. Στο μυαλό της περνούσαν διάφορες υποθέσεις που θα ήθελε να είχε αναλάβει και σκεφτόταν τι θα μπορούσε να της είχε τύχει.
Ήρεμο Σάββατο με πολλές εκπλήξεις.
Φτάνοντας στο γραφείο, χτύπησε επιβλητικά την πόρτα.
«Ήρθατε κιόλας, δεσποινίς;»
«Είναι αυτό που περίμενα μήνες τώρα, κύριε Αρετόπουλε, και δεν θα έχανα ούτε ένα λεπτό!»
«Καθίστε», της είπε εκείνος. «Είναι πολύ δύσκολη υπόθεση και δεν το έχω ξανακάνει αυτό, είστε η πρώτη ασκούμενη σε αυτό το γραφείο που θα αναλάβει κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν παρακολουθήσατε ειδήσεις, υπάρχει ένας φόνος εκ προ μελέτης».
Τα μάτια της γούρλωσαν και κάνει να ανοίξει το στόμα της.
«Μη με διακόψετε, είναι φόνος εκ προ μελέτης, όπως σας είπα, και το γραφείο μας θα αναλάβει την οικογένεια του θύματος. Αύριο θα πρέπει να είστε Πάτρα για να μιλήσετε με τους συγγενείς».
«Αύριο;» σκέφτηκε φωναχτά εκείνη.
«Ναι, δεσποινίς Λαέρτη, η δουλειά μας δεν έχει ωράρια και αργίες».
«Πρέπει να το σκεφτώ, κύριε Αρετόπουλε, υπάρχει ένα οικογενειακό θέμα για αύριο και καταλαβαίνετε...»
«Ναι, καταλαβαίνω», της είπε κοιτάζοντάς την υποτιμητικά, «δεν κάνετε γι’ αυτή την δουλειά, περάστε έξω!»
Αυτό ήταν, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Έπιασε το κινητό της και κλαίγοντας καλούσε επίμονα την Ξένια. «Αυτή φταίει, τι έκανα, είμαι τρελή!»
Μπήκε μέσα στο αμάξι της και έκλαιγε σπαραχτικά. Το βράδυ δεν άργησε να έρθει και η Ελίζα ήταν πιο πτώμα από ποτέ. Ήξερε ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο και ήλπιζε να είναι για καλό αυτή την φορά. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι της κοιτώντας την οροφή του που είχε αστέρια που φώτιζαν όπως έχουν τα μικρά παιδιά. «Ο ουρανός αυτής της πόλης δεν έχει αστέρια», είπε και κοιμήθηκε γλυκά.
Η Κυριακή των αποκαλύψεων.
Ξύπνησε αργά, είχε πάει κιόλας έντεκα. Ντύθηκε σπορ, έβαλε καφέ και ήταν πλέον έτοιμη να πάει στο σπίτι της φίλης της, για να μάθει το μεγάλο αυτό μυστικό που την έκανε να χάσει την ευκαιρία της αλλά και ίσως την δουλειά της. Έβαλε μπρος το αμάξι και ξεκίνησε για Ρετζίκι. Είχε τη μουσική τέρμα και το βλέμμα της ήταν τόσο άδειο, θαρρείς και είχε χαθεί όλη της η ζωή μέσα σε ένα απόγευμα. Παραδόξως ο δρόμος ήταν τόσο άδειος, λες και συνωμοτούσαν όλοι για να φτάσει στον προορισμό της πιο γρήγορα. Άναψε ένα τσιγάρο, κάτι που είχε να κάνει μήνες τώρα. Ένιωθε τόσο περίεργα.
Μετά από μισή ώρα περίπου έφτασε, πάρκαρε και βγήκε αργά από το αμάξι. Η Ξένια την παρακολουθούσε από το παράθυρο και πήγε βιαστικά στην πόρτα για να ανοίξει. Με το που ανοίγει την πόρτα, η Ελίζα μπήκε στην αγκαλιά της και ξέσπασε σε κλάματα. Είχε φοβηθεί πάρα πολύ και τώρα χαιρόταν που είδε την φίλη της σε άρτια κατάσταση.
«Παίρνω την τσάντα μου και φύγαμε», είπε η Ξένια ενώ άρπαξε την τσάντα της και την τράβηξε να μπει γρήγορα στο διθέσιο αμάξι της
«Μα πού πάμε;»
«Στον τόπο σου, αλλά έχε λίγη υπομονή.»
«Πού, είπες; Τι να κάνουμε; Θα πάρω τηλέφωνο τους γονείς μου για να πάμε και από εκεί.»
«Ηρέμησε, σε παρακαλώ, και απόλαυσε την διαδρομή.»
«Μα είχες να μου πεις κάτι σοβαρό, έχασα την δουλειά μου, τον ύπνο μου, την ηρεμία μου.»
Η Ξένια απλά γύρισε την κοίταξε και χαμογέλασε. Η Ελίζα από την άλλη είχε κουραστεί πολύ, οπότε κοιτούσε με τα μεγάλα της μάτια έξω από το παράθυρο.
«Έλα, Ξένια, πες μου», είπε γελώντας λίγο έξω από την Κατερίνη.
«Περίεργη είσαι, φίλη, φτάσαμε σχεδόν.»
Η αγωνία άρχισε να κορυφώνεται χωρίς και η ίδια να το θέλει.
«Ξένια, τι κάνεις; Γιατί πάμε προς Παραλία, δεν είπες ότι..»
«Ξέρω τι κάνω, ησύχασε λίγο.»
Μετά από δέκα λεπτά έφτασαν έξω από ένα ωραίο καινούριο μαγαζί και πάρκαραν.
«Έλα, ρε Ξένια, δεν έχω διάθεση για τέτοια. Γιατί το έκανες αυτό;»
«Εγώ πάω προς τα μέσα. Όταν αποφασίσεις, κλείδωσε και έλα.»
Παρατηρώντας καλύτερα γύρω της, έβλεπε πολύ γνώριμα αυτοκίνητα. Να εκείνο το jeep για παράδειγμα μοιάζει με εκείνο του κυρίου Αρετόπουλου σκέφτηκε, το πράσινο μοιάζει με εκείνο που είχε ο Παύλος. Άρπαξε τα κλειδιά και βγήκε με μιας από το αμάξι. «Τι περίεργη η ονομασία του μαγαζιού! Ποιος είχε την ιδέα να το ονομάσει Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ;» συλλογίστηκε.
Άνοιξε την πόρτα και όλοι ήταν εκεί, οι γονείς, οι φίλοι, ο κύριος Αρετόπουλος, ο Παύλος που της χάρισε μια αγκαλιά λουλούδια και την καλωσόρισε «ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ».
«Γι’ αυτό χάθηκα, Ελίζα μου, ήθελα να φτιάξω κάτι μοναδικό για σένα. Δεν άντεχα στον Καναδά, γι’ αυτό ήρθα στον ΤΟΠΟ ΣΟΥ για να είμαι ευτυχισμένος.»
«Παύλο, εγώ δεν ξέρω αν....»
«Καλορίζικο!» της φώναζαν όλοι.
«Καλές δουλειές!»
«Η δικηγορία σας πάει, δεσποινίς Ελίζα. Θα σας περιμένω στο γραφείο, της είπε γλυκά ο κύριος Αρετόπουλος.»
«Χαμογέλα, παιδί μου», της λέγανε οι γονείς της.
Η Ξένια την πλησίασε και της έδειξε την οροφή του μαγαζιού. Έναν γαλάζιο ουρανό γεμάτο αστέρια που έγραφε:
“ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ, ΣΕ ΕΝΑΝ ΟΥΡΑΝΟ ΓΕΜΑΤΟ ΑΣΤΕΡΙΑ.”
Επίλογος
Μερικές φορές οι άνθρωποι που μας πλαισιώνουν είναι οι καλύτεροι σύμμαχοι για τη ζωή μας. Ας κρατήσουμε αγνά συναισθήματα στην ψυχή μας και η δικαίωση αλλά και η πραγματοποίηση των ονείρων μας θα έρθει για όλους, στον χρόνο και στον τόπο που θα είναι ο πιο κατάλληλος.
H Σοφία Ευαγγέλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1991, όπου κατοικεί και τα τελευταία δύο χρόνια.
Αποφοίτησε από την Επαγγελματική Σχολή Κατερίνης, όπου σπούδασε στο τμήμα “Διακοσμητών Εσωτερικών και Εξωτερικών Χώρων”.
Μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά. Έχει εργαστεί ως σύμβουλος πωλήσεων στην εταιρία “Express Service” και μεγάλη της αγάπη είναι η συγγραφή διηγημάτων.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης