Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Από την πόλη… στο νησί!

Χαρά Χατζηκωνσταντίνου

1o Βραβείο στην Κατηγορία Γυμνασίου-Λυκείου του έτους 2014

Ο Ανδρέας, ένας δωδεκάχρονος έφηβος από την Αθήνα, ζούσε μια φυσιολογική ζωή, μέχρι που μια μέρα, ένα αναπάντεχο γεγονός ήρθε να ταράξει τη γαλήνια καθημερινότητά του. Η ανακοίνωση της μαμάς του του ήρθε τελείως ξαφνική. Τώρα την ξαναφέρνει στο νου του. «Αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στη Σάμο», του ανακοίνωσε, λες και του έλεγε κάτι το οποίο κάνουν κάθε μέρα. Αρχικά νόμιζε πως ήταν μια συνηθισμένη πλάκα της μαμάς του –πράγμα που έκανε αρκετά συχνά– όμως, η σοβαρότητα του προσώπου της δεν έλεγε το ίδιο. Του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει πως ό,τι άκουσε ίσχυε.

Η μητέρα του μάλλον το κατάλαβε κι έτσι δεν άργησε να του εξηγήσει: «Ο πατέρας σου πήρε προαγωγή στη δουλειά του κι έγινε διευθυντής του παραρτήματος στη Σάμο. Εννοείται πως δεν μπορούσε να αφήσει αυτήν την ευκαιρία να χαθεί, πόσο μάλλον αφού την περίμενε τόσο καιρό. Το συζητήσαμε κι αποφασίσαμε να μετακομίσουμε μόνιμα στη Σάμο, όσο το δυνατό γρηγορότερα. Έχουμε ήδη κλείσει τα εισιτήρια κι έχουμε ξεκινήσει μια μικρή έρευνα για σπίτι. Φεύγουμε σε δύο εβδομάδες. Ελπίζουμε να μην σε πειράζει το όλο γεγονός. Εξάλλου, είσαι πλέον μεγάλο παιδί και μπορείς να καταλάβεις κάποια πράγματα».

Ο Ανδρέας ταράχτηκε. Άλλωστε, πώς ήταν δυνατόν να μείνει ψύχραιμος στη σκέψη πως μόλις είχε αλλάξει όλη του η ζωή; Το μόνο που του απέμενε ήταν να αποσυρθεί στο δωμάτιό του και να κλειστεί στις σκέψεις του. Λίγος χρόνος με τον εαυτό του του ήταν απολύτως απαραίτητος. Αρχικά, ήταν πολύ αναστατωμένος, έπειτα όμως, κι αφού το σκέφτηκε βαθύτερα, βρήκε αυτήν την αλλαγή σαν μια ευκαιρία να ξανοιχτεί, να αλλάξει φόντο και εικόνα, να ξεφύγει απ’ τη μουντάδα της καθημερινότητας. Φαντάστηκε τον εαυτό του να τσαλαβουτά στο ποτάμι ή να ψαρεύει με τον πατέρα του, να τρέχει στα διάσπαρτα λιβάδια, να ψήνεται κάτω απ’ τον καυτό ήλιο… Ένιωθε τρισευτυχισμένος.

Εκείνο το βράδυ τού φάνηκε ατελείωτο. Χίλιες δυο σκέψεις και ερωτήματα τον τριβέλιζαν, χωρίς να τον αφήνουν σε ησυχία. Προσπαθούσε να φανταστεί το νησί. Τα κύματα να τον σκουντάνε σε μια πρόταση για παιχνίδι, ο ήλιος να παιχνιδίζει στα κρυστάλλινα νερά της παραλίας και ένα χρυσαφένιο στρώμα άμμου να συμπληρώνει το τοπίο. Καθώς κοιμόταν, ένα χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του, μαζί όμως με μια αγωνία για τη νέα του πραγματικότητα.

Το επόμενο πρωινό, ο Ανδρέας ξύπνησε με αλλαγμένη διάθεση κι άποψη. Πήγε στο σχολείο κι εξιστόρησε στους φίλους του τα καθέκαστα. Οι φίλοι του του συμπαραστάθηκαν και όλη την υπόλοιπη ημέρα τον έκαναν να ξεχαστεί. Όμως, ο Ανδρέας δεν χρειαζόταν τη συμπαράστασή τους, καθώς δεν στενοχωριόταν και τόσο που θα έφευγε. Εντάξει, στενοχωριόταν κάμποσο που θα έχανε τους φίλους του, αλλά η χαρά του για την νέα του αυτή εμπειρία ήταν τόσο μεγάλη, που κάλυψε κάθε αίσθημα ανασφάλειας. Τις μέρες που απέμειναν ως την αναχώρηση του φρόντισε να τις περάσει με τους φίλους του. Έπαιξε, γέλασε και διασκέδασε με την ψυχή του.

Χωρίς να το καταλάβει, οι δυο βδομάδες ήρθαν κι έφυγαν κι έφτασε η μέρα του αποχαιρετισμού στο σχολείο του Ανδρέα. Τα παιδιά τον χαιρέτησαν με βαριά καρδιά και του υποσχέθηκαν πως θα επικοινωνούσαν μαζί του με κάθε δυνατό τρόπο και όσο συχνότερα μπορούσαν. Ήταν φορτισμένοι όλοι συναισθηματικά και κάποια δάκρυα κύλησαν ακούσια στα μάτια τους.

Την άλλη μέρα το πρωί, το φορτηγό των μετακομίσεων μούγκριζε καθώς φόρτωναν τα πράγματα. Ο Ανδρέας φυσούσε και ξεφυσούσε, κουβάλαγε κούτες χωρίς σταματημό, έως ότου κάποια στιγμή εκείνο το γιγαντιαίο βουνό πακέτων εξαφανίστηκε αργά το μεσημέρι.

«Θα κάνουμε ένα διάλειμμα, έπειτα θα ετοιμαστούμε και στη συνέχεια θα ξεκινήσουμε. Σαλπάρουμε το βράδυ», ανακοίνωσε η μαμά του φανερά κουρασμένη. Ο Ανδρέας, όμως, δεν έκανε καν τον κόπο να απαντήσει, καθώς ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Το μυαλό του ήταν τόσο θολωμένο, που αρχικά δεν την άκουσε καν. Δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει πως θα μετακόμιζαν στ’ αλήθεια. Το μόνο που ήλπιζε ήταν όλα να πάνε καλά.

Ετοιμάστηκαν, μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν. Ξεκίνησαν για μια νέα ευκαιρία, για μια νέα ζωή. Ο Ανδρέας ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό του, ενώ έβλεπε το σπίτι τους για τελευταία φορά. Η αλήθεια ήταν πως το είχε συνηθίσει και του ήταν κάπως δύσκολο να το αποχωριστεί. Ξαφνικά, τον έπιασε μια απερίγραπτη λύπη. Σύντομα, όμως, ο ενθουσιασμός του την έκανε πέρα. Έτσι ενθουσιασμένο τον σκέπασε το πέπλο του ύπνου. Ήταν τόσο κουρασμένος από τη μετακόμιση, που θέλησε να γεμίσει τις μπαταρίες του.

Τον ξύπνησε η φασαρία του λιμανιού. Μπήκαν στο καράβι. Το ταξίδι τους μόλις άρχισε. Το ταξίδι ήταν ευχάριστο και γαλήνιο, με καλό καιρό, ξάστερο ουρανό κι ατάραχη θάλασσα. Ήταν το πρώτο του ταξίδι με καράβι και πραγματικά ενθουσιάστηκε. Στη διάρκεια του ταξιδιού, δεν πήρε τα μάτια του από το παράθυρο, ενώ ο πατέρας του του εξηγούσε τον τρόπο λειτουργίας. Παρακολουθούσε τα λικνίσματα των κυμάτων όλο ενδιαφέρον. Όταν το πλοίο πλησίασε στο λιμάνι, βγήκαν έξω και είδαν το πλοίο να δένει. Κατέβηκαν στο λιμάνι και πήραν τον δρόμο για το νέο τους σπίτι. Ο Ανδρέας δεν ήξερε τίποτα για το νέο τους σπίτι, καθώς οι γονείς του δεν του είχαν πει και πολλά πράγματα. Μάλλον του το κρατούσαν για έκπληξη. Ανυπομονούσε, λοιπόν, να αντικρίσει το κτήριο, μήπως και είναι καλύτερο από το παλιό .

Άφησαν πίσω τους το πολύβουο λιμάνι και κατευθύνθηκαν προς τον κεντρικό δρόμο του νησιού. Ο Ανδρέας αποσβολωμένος έμεινε να κοιτάζει τους ανθρώπους, οι οποίοι μιλούσαν, γελούσαν, κρατούσαν σακούλες με ψώνια. Διασκέδαζαν. Όλος ο πεζόδρομος έσφυζε από ζωή. Ο Ανδρέας, στην Αθήνα, δεν είχε δει ποτέ του τόσο χαρούμενους ανθρώπους. Μετά από αρκετή ώρα μέσα στον πεζόδρομο, ο πατέρας του Ανδρέα έστριψε σχετικά απότομα και μπήκε σε έναν πολύ στενό χωματόδρομο. Ο δρόμος ήταν τόσο ανώμαλος, που το αμάξι αναπηδούσε συνεχώς, σαν να πετά. Έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα που αντίκριζαν μόνο χωράφια, άρχισαν να ξεπηδούν τα πρώτα σπίτια. Τα περισσότερα έμοιαζαν με εξοχικά, είχαν σφαλισμένες πόρτες και παράθυρα και κατεβασμένα ρολά. Σε ελάχιστα σπίτια διακρίνονταν σημάδια κατοίκησης. Ο Ανδρέας κοιτούσε και προσπαθούσε να μαντέψει σε ποιο σπίτι θα έμεναν από δω και μπρος. Κάθε φορά που έβλεπε ένα αξιόλογο κτήριο, ευχόταν να ήταν αυτό το νέο τους σπίτι, όμως έχανε κάθε ελπίδα, καθώς έβλεπε το αυτοκίνητο να συνεχίζει ακάθεκτο. Τέλος, το αυτοκίνητο πάρκαρε μπροστά σε ένα μεγάλο κτήριο, το οποίο φαινόταν περιποιημένο. Ο Ανδρέας δεν πίστευε με τίποτα πως θα κατάφερνε να συνηθίσει αυτό το σπίτι. Σίγουρα δεν θύμιζε σε τίποτα το μικρό διαμέρισμά τους. Όμως, όφειλε να πει πως τούτο δω ήταν σαφώς καλύτερο. Διέθετε μια μεγάλη αυλή, στρωμένη με φρεσκοκουρεμένο χορτάρι. Ανυπομονούσε να κυλήσει την τυχερή του μπάλα ποδοσφαίρου πάνω του. Το σπίτι έδειχνε επίσης φρεσκοβαμμένο, με δροσερά χρώματα, χαρούμενα στην όψη. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, με καλογυαλισμένα τζάμια, και το σπίτι δεν είχε ούτε ένα ίχνος φθοράς, σαν κουκλόσπιτο που μόλις έχει βγει από το κουτί του.

«Ωραίο, έτσι;», η μητέρα του διέκοψε τις σκέψεις του. Ο Ανδρέας απλώς χαμογέλασε και μπήκε μέσα, γεμάτος ενθουσιασμό.

Το σπίτι ήταν ευρύχωρο, με ένα φωτεινό σαλόνι και μια άνετη κουζίνα. Ανέβηκαν όλοι μαζί πάνω και είδαν έναν μακρύ και φαρδύ διάδρομο, αριστερά και δεξιά του οποίου ήταν τα υπνοδωμάτια. Ο Ανδρέας έτρεξε να τα εξερευνήσει και πρόσεξε πως το ένα ήταν μεγαλύτερο από το άλλο. Οι γονείς του τον ακολουθούσαν αμίλητοι, έως ότου έφτασαν στο μεγαλύτερο δωμάτιο, που ήταν και το τελευταίο. Τότε οι γονείς του τον ρώτησαν αν του άρεσε.

«Αστειεύεστε; Αυτό το δωμάτιο είναι υπέροχο!» αναφώνησε.

«Ωραία. Χαίρομαι που σου αρέσει το δωμάτιό σου», είπε ο πατέρας του χωρίς κάποιον ιδιαίτερο τόνο στη φωνή του.

Ο Ανδρέας δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Τόσο μεγάλο δωμάτιο μόνο γι’ αυτόν! Μάλλον ήθελαν να του κάνουν ένα δώρο, εφόσον χρειάστηκε να φύγει από το σπίτι του… Ο Ανδρέας κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια, για να διώξει αυτή τη στενάχωρη σκέψη απ’ το μυαλό του. Δεν ήθελε με τίποτα να χαλάσει αυτήν την τόσο ευχάριστη στιγμή. Ευχαρίστησε θερμά τους γονείς του κι έπειτα έτρεξε έξω για να εξερευνήσει το χώρο.

«Να προσέχεις και να μην αργήσεις!» ακούστηκε απόμακρη η φωνή της μαμάς του.

Ο Ανδρέας έτρεχε σαν ρουκέτα, με ανοιχτά τα χέρια του, σαν ταξιδιάρικο πουλί. Ένιωθε τον αέρα να του χαϊδεύει τα μάγουλα. Χοροπηδούσε ψηλά, τόσο χαρούμενος ήταν. Ο ήλιος έκαιγε και συγχρόνως γελούσε βλέποντας τα καμώματά του. Ο Ανδρέας δεν πίστευε τι έχανε τόσα χρόνια, κλεισμένος μέσα σε ένα διαμέρισμα και συνήθως μπροστά σε μια οθόνη τηλεόρασης ή υπολογιστή. Μπορεί η Αθήνα να είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας και να διαθέτει όσα βάζει ο νους, μεγάλα εμπορικά, θέατρα, πάρκα αναψυχής και χίλια δυο άλλα πράγματα, όμως την ελευθερία που ένιωσε εδώ δεν την είχε ξανανιώσει ως τώρα. Η φύση ήταν τόσο αναζωογονητική! Επιτέλους άκουγε τα κελαϊδίσματα των πουλιών, ανάσαινε τις μυρωδιές των λουλουδιών, την αύρα της θάλασσας… Όλα εδώ φάνταζαν διαφορετικά Ακόμα και τα φαγητά της μαμάς του νόμιζε πως είχαν καλύτερη γεύση. Ένιωθε υπέροχα. Απολάμβανε την μεσημεριανή καλοκαιρινή ησυχία, με ανοιχτά τα παράθυρα χωρίς να τρελαίνεται από το βουητό των αυτοκινήτων και τα ξέφρενα κορναρίσματα. Ήταν σωστός παράδεισος!

Το υπόλοιπο του καλοκαιριού, ο Ανδρέας διασκέδασε όσο μπορούσε. Όλοι προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα και η αλήθεια είναι ότι δεν δυσκολεύτηκαν και πολύ. Κάποιες φορές, βέβαια, που έβλεπε τα μηνύματα των φίλων του στον υπολογιστή, μελαγχολούσε και νοσταλγούσε τα παλιά του καλοκαίρια. Όμως, καθησυχαζόταν γρήγορα, σκεπτόμενος την αρχή της νέας σχολικής χρονιάς, και τους φίλους που επρόκειτο να αποκτήσει. Έλπιζε να κάνει γρήγορα φίλους στο σχολείο και να τον αποδεχτούν, όπως έγινε και με τους γείτονές τους από τα διπλανά σπίτια. Άνθρωποι απλοϊκοί, με καθαρό βλέμμα και χαμογελαστά πρόσωπα. Τους καλοδέχτηκαν και τους έκαναν να νιώσουν οικεία από την πρώτη κιόλας ημέρα. Είναι, τελικά, τόσο απλά τα πράγματα στις ανθρώπινες σχέσεις όταν υπάρχει ειλικρίνεια και καλοπροαίρετη διάθεση ανάμεσα στους ανθρώπους… Όταν υπάρχει αλληλεγγύη και σεβασμός. Χωρίς, λοιπόν, να το καταλάβει ο Ανδρέας, το καλοκαίρι γλίστρησε μέσα από τα χέρια του και, πριν το συνειδητοποιήσει, βρέθηκε μπροστά στο κατώφλι του μελλοντικού σχολείου του.

Το σχολείο ήταν ολοκαίνουριο, ευχάριστο για τους μαθητές. Βαμμένο σε απαλούς τόνους, με περιποιημένα φυτά και λουλούδια, το σχολείο έδειχνε δροσερό και χαρούμενο. Είχε επίσης γήπεδα για όλα τα αθλήματα και ένα προαύλιο, το οποίο ξεχείλιζε με παιδιά, μεγάλα και μικρά. Το σχολείο ήταν γυμνάσιο και λύκειο, γι’ αυτό βρίσκονταν εκεί και μεγάλα παιδιά. Οι φωνές και τα γέλια των παιδιών βούιζαν, μπερδεύονταν και χάνονταν στον αέρα. Ήταν όλα χωρισμένα σε παρέες και φαίνονταν να περνούν καλά. Όλοι εκτός από τον Ανδρέα. Αισθανόταν λιγάκι αμήχανα, καθώς κανείς δεν είχε γυρίσει να τον προσέξει. Δεν πείραζε, όμως. Θα τους έκανε αυτός να γυρίσουν. Πέρασε την αυλόπορτα και προχώρησε ανάμεσα στο πλήθος των μαθητών. Εξέταζε τα παιδιά, σε μια προσπάθεια να βρει κάποιον να ταιριάζει στον δικό του χαρακτήρα. Μάταια όμως. Έπειτα, έκανε μια δοκιμή να μπει σε μια παρέα. Πλησίασε ένα πηγαδάκι από το οποίο ακούγονταν πολλά γέλια. Δοκίμασε αρκετές φορές να τους τραβήξει την προσοχή, χωρίς να τα καταφέρει. Στο τέλος, αρκέστηκε στο να πει ένα ενθουσιώδες: «Γεια χαρά, παιδιά!»

Όλα τα παιδιά γύρισαν και τον κοίταξαν παράξενα, σαν μόλις να τους είχε προσβάλει. Επικράτησε ολιγόλεπτη σιωπή, μέχρι που ο Ανδρέας αποφάσισε να πάρει το λόγο για ακόμη μια φορά.

«Με λένε Ανδρέα και είμαι απ’ την Αθήνα», τους πληροφόρησε.

«Α, ωραία», απάντησαν με απάθεια τα παιδιά, γυρίζοντας στην κουβέντα τους. Συνέχισαν να μιλούν, αγνοώντας επιδεικτικά τον Ανδρέα.

Εκείνος έμεινε να περιμένει κάποια αντίδραση, ώσπου εγκατέλειψε την προσπάθεια κι απομακρύνθηκε. Έκανε να προσπαθήσει και με κάποιες άλλες παρέες, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. Στο τέλος, αποσύρθηκε απ’ την προσπάθεια να κάνει νέους φίλους και κατευθύνθηκε προς το πλησιέστερο άδειο παγκάκι. Έκατσε κι έβαλε τα γόνατα στο σαγόνι του, κλείνοντας για λίγο τα μάτια του. Αυτή δεν ήταν σίγουρα η ανταπόκριση που περίμενε. Ποτέ δεν του ήταν δύσκολο να κάνει φίλους. Ίσως όμως κάτι δεν είχε κάνει σωστά. Τέλος πάντων, μπορούσε να περιμένει μέχρι το διαχωρισμό των τμημάτων, κι εκεί να έκανε μια ακόμη προσπάθεια. Και…

«Είναι πιασμένη η θέση;» μια φωνή τον διέκοψε από τις σκέψεις του.

«Ω! μα φυσικά και όχι. Κάτσε!» ανταπάντησε ο Ανδρέας.

«Πρώτη μέρα, ε; Τρομερή αμηχανία», σχολίασε ο άγνωστος.

«Δεν λες τίποτα», συμφώνησε ο Ανδρέας. «Με λένε Ανδρέα κι έρχομαι απ’ την Αθήνα», συστήθηκε.

«Αλήθεια; Κι εγώ από εκεί έρχομαι! Είμαι ο Χρήστος. Τα παιδιά εδώ γύρω δεν είναι και πολύ ευγενικά», είπε με μια ανάσα.

«Ούτε κι εμένα με υποδέχτηκαν πολύ θερμά», είπε ο Ανδρέας.

Τους έκοψε το κουδούνι. Όλα τα παιδιά μαζεύτηκαν μπροστά στην είσοδο για τον αγιασμό ανακατεμένα, ο καθένας με την παρέα του. Ο Ανδρέας συνέχισε να είναι με τον Χρήστο. Χαιρόταν που βρήκε κάποιον για παρέα. Αμέσως μετά τον αγιασμό, έγινε ο διαχωρισμός των τμημάτων. Ενθουσιάστηκε, όταν έμαθε πως θα ήταν στο ίδιο τμήμα με τον Χρήστο. Κοίταξε γύρω τους συμμαθητές του. Φαίνονταν καλά παιδιά, όχι σαν εκείνα που συνάντησε πριν λίγο. Ο Ανδρέας πίστευε πως θα τα πήγαινε καλά μαζί τους.

Υπεύθυνη του τμήματος ορίστηκε η κυρία Βενέτη, η καθηγήτρια των Μαθηματικών. Ήταν μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, μετρίου ύψους και βάρους, με κάτι πολύ μικρά γυαλιά. Το πρόσωπό της ήταν ζαρωμένο από τα χρόνια και έμοιαζε μάλλον κουρασμένη. Είχε ένα βλοσυρό βλέμμα, ένα βλέμμα που την έκανε να φαίνεται κακιά, αν και ο Ανδρέας είχε ένα προαίσθημα πως έκανε λάθος. Ένιωσε λίγο ανήσυχος που θα την είχε καθηγήτρια. Το ίδιο και οι υπόλοιποι μαθητές. Ανέβηκαν στον πρώτο όροφο, έστριψαν δεξιά και σταμάτησαν μπροστά στην τάξη. Η Βενέτη άνοιξε βιαστικά κι έσπρωξε μηχανικά την πόρτα. Τα παιδιά ξεχύθηκαν στην αίθουσα προσπαθώντας να προλάβουν τα καλύτερα θρανία. Η Βενέτη τα κοιτούσε με απάθεια. Ο Ανδρέας με τον Χρήστο έκατσαν μαζί στο τρίτο θρανίο της μεσαίας σειράς. Είχαν πολύ καλή θέα του πίνακα και της έδρας καθώς και όλης της τάξης. Η αίθουσα ήταν βαμμένη σε ένα έντονο πράσινο χρώμα και είχε μεγάλα παράθυρα.

«Καλημέρα σε όλους σας», ξεκίνησε να μιλά η καθηγήτρια.

«Καλημέρα», απάντησαν τα παιδιά πρόθυμα.

«Ονομάζομαι Άννα Βενέτη και μαζί θα κάνουμε μαθηματικά. Αυτή είναι η πρώτη σας μέρα στο γυμνάσιο», συνέχισε, «και το ξεκίνημα μιας ξεχωριστής φάσης της ζωής σας, αυτή της εφηβείας. Δεν είστε πια παιδιά αλλά ούτε και μεγάλοι. Τώρα πια μπορείτε να αποφασίζετε για κάποια θέματα μόνοι σας αλλά όχι για τα πάντα.»

Η Βενέτη σταμάτησε να μιλά. Περίμενε έτσι αμίλητη για κάποια ώρα. Τα παιδιά στην αίθουσα περίμεναν τη συνέχεια. Και πρόσθεσε: «Ο στόχος σας λοιπόν κατά την παραμονή σας στο γυμνάσιο θα πρέπει να είναι βέβαια η απόκτηση γνώσης, αλλά πιο χρήσιμο ακόμα είναι το να μάθετε να σκέφτεστε λογικά, έτσι ώστε να μπορείτε να αποφασίζετε μόνοι σας για τα θέματα που σας αφορούν. Και αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μαθαίνεται από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά αποκτάται με την πάροδο του χρόνου, με το διάβασμα βιβλίων, με συζητήσεις με άλλους ανθρώπους…» Ανησυχία επικράτησε στην αίθουσα. Ήταν, λοιπόν, τόσα πολλά αυτά που έπρεπε να κάνουν κατά την παραμονή τους στο γυμνάσιο; Η Βενέτη χαμογέλασε κι είπε: « Όμως ξέρετε ποιο είναι ακόμα πιο σημαντικό από όλα όσα σας είπα πιο πριν; Το να ζήσετε όσο πιο χαρούμενα και ξένοιαστα μπορείτε αυτά τα χρόνια, τα γυμνασιακά! Να κάνετε παρέες, πλάκες και να μην βιάζεστε να μεγαλώσετε, γιατί κάποτε θα σας λείψει αυτή η ηλικία….»

Πολλά παιδιά στην αίθουσα μουρμούριζαν μεταξύ τους. Έδειχναν να συμφωνούν με όσα έλεγε η Βενέτη. Ο Ανδρέας αναγνώριζε κι αυτός τις δικές του σκέψεις στα λεγόμενα της καθηγήτριας:

«Θέλω λοιπόν να σας καλωσορίσω στο γυμνάσιο και να σας ευχηθώ καλή χρονιά», είπε καθώς το κουδούνι χτυπούσε για διάλειμμα.

Τα παιδιά σηκώθηκαν φουριόζικα να βγουν στην αυλή. Ο Ανδρέας και ο Χρήστος, προχώρησαν κι αυτοί προς το προαύλιο. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και λαμπερή!

«Είστε οι καινούργιοι απ’ την Αθήνα;» τους ρώτησε ένα παχουλό αγόρι.

«Ναι! Με λένε Χρήστο κι αυτός είναι ο Ανδρέας,» είπε ο Χρήστος.

«Ψάχνουμε άτομα για ποδόσφαιρο, είστε μέσα; Εγώ είμαι ο Αλέκος».

«Φυσικά! Ε, Ανδρέα;»

Ο Ανδρέας κοίταξε τα παιδιά στο προαύλιο και σκέφτηκε όλα αυτά που είχε πει η Βενέτη νωρίτερα. Ναι, είχε να κάνει πολλά πράγματα στο γυμνάσιο, και τώρα του δινόταν η ευκαιρία να κάνει το σπουδαιότερο.

«Είμαι πολύ καλός στο τέρμα», απάντησε στον Αλέκο.

Βιογραφικό συγγραφέα

Η Χαρά Χατζηκωνσταντίνου γεννήθηκε στην Κατερίνη δεκατρία χρόνια πριν. Σήμερα είναι μαθήτρια της Α΄ Γυμνασίου στο 6ο Γυμνάσιο της πόλης. Εύθυμη κι εξωστρεφής, είναι το δεύτερο παιδί μιας τετραμελούς οικογένειας.

Όταν δεν είναι απασχολημένη με τις σχολικές της υποχρεώσεις, τους φίλους και τα μαθήματα αγγλικών, είναι χωμένη σε κάποιο μυθιστόρημα. Η αγάπη της για τη λογοτεχνία ήταν και ο λόγος που συμμετείχε στο διαγωνισμό και η τελική νίκη της, το κίνητρο για να συνεχίσει να γράφει.



Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης