Πριν ξεκινήσεις θυμήσου πως δεν υπάρχει επιστροφή... Περπατάω. Η ζέστη έχει καταντήσει αποπνικτική. Ζαλίζομαι, νομίζω πως θα λιποθυμήσω. Δεν ξέρω αν οφείλεται στην ατμόσφαιρα, στο γύρω περιβάλλον ή στην προχωρημένη εγκυμοσύνη μου. Ω! και αυτή η σιγή δεν βοηθάει καθόλου. Νεκρική. Χμ, μα τι ειρωνεία, νεκρική η σιγή μέσα σ’ ένα νεκροταφείο!
Να, αυτός είναι. “Ο τάφος του πατέρα σου, γιε μου”, ψιθυρίζω στην κοιλιά μου και δακρύζω. Τα μάτια μου τσούζουν, τα οξέα στο στομάχι μου με καίνε. Πρέπει να φύγω από την Ελλάδα για πάντα, θα κάνει καλό και στην ψυχική και στην σωματική μου υγεία. Αλλά πώς να φύγει κανείς από αυτόν τον τόπο και να μην ξαναγυρίσει ποτέ; Τα απομεινάρια απ’ ό,τι αγάπησα βρίσκονται εδώ.
Θα σας πω την ιστορία μου. Όχι, δεν είναι μια συμβατική ιστορία αγάπης που εξυμνεί τη δύναμη του έρωτα. Δεν είναι μια ιστορία που στο τέλος όσο και αν έχουν παρεκτραπεί οι ήρωες εξιλεώνονται. Όχι, αναμφισβήτητα δεν είμαι ο Ρασκόλνικωφ. Η ιστορία μου αφορά τη ματαιοδοξία και την έπαρση που με κατακλύζουν.
Το όνομα μου είναι Λουκία. Είμαι εικοσιπέντε χρονών και ασχολούμαι με τη μουσική από τα εννιά. Το πάθος μου είναι το τραγούδι, το μεγαλύτερο όνειρό μου είναι να γίνω μια μέρα η πιο γνωστή σοπράνο της εποχής μου. Απλώς, όταν σε τέτοιες περιπτώσεις εμπλέκονται και άλλα άτομα που νοιάζονται για σένα, υπάρχουν θύματα –οι παράπλευρες απώλειες. Πριν ένα χρόνο και τρεις μήνες περίπου, έχοντας πτυχίο μονωδίας, έχοντας συνεργαστεί με την Εθνική Λυρική Σκηνή άρα και έχοντας γίνει γνωστή, μου έγινε μία πρόταση, να πρωταγωνιστήσω σε μια όπερα που θα ανέβαινε στο Royal Opera House του Λονδίνου. Ήταν η περίφημη “Αΐντα” του Ιταλού συνθέτη Τζουζέπε Βέρντι. Ένα πανέμορφο έργο στο οποίο πάντα ήθελα να συμμετάσχω, πόσο μάλλον να πρωταγωνιστήσω. Σιγά-σιγά οι κόποι μου ανταμείβονταν. Φυσικά και θα απαιτούνταν μήνες ίσως και παραπάνω για να προετοιμαστεί. Αλλά, έτσι γίνεται με όλα τα μεγάλα έργα.
Την επόμενη μέρα βγήκα για φαγητό με τον σύντροφό μου, τον Αλέξανδρο. Με τον Αλέξανδρο γνωριστήκαμε στο λύκειο. Στην τρίτη τάξη αυτός, στην πρώτη εγώ. Υπήρξε χημεία από την πρώτη στιγμή. Ταλαιπωρούσαμε, βέβαια, ο ένας τον άλλον. Πέρασαν τέσσερις μήνες για να αποφασίσουμε ότι θα είμαστε μαζί. Δεν είμαι άνθρωπος που εμπιστεύεται και εκδηλώνεται εύκολα, αλλά με τον Αλέξανδρο όλα μου έβγαιναν φυσικά. Μαζί του γινόμουν κάποια άλλη. Εκείνο το βράδυ είχε κλείσει τραπέζι σε ένα φημισμένο και ακριβό εστιατόριο. Μου είχε πει να ντυθώ καλά και εγώ νόμιζα πως είχε μάθει για την πρόταση και ήθελε να μου κάνει έκπληξη. Μα όχι, όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν αυτό. Όταν μπήκαμε μέσα, είδα πως υπήρχε ένα τραπέζι μόνο για μας και γύρω κεριά και ροδοπέταλα. Υπήρχε μια μικρή ορχήστρα, πιάνο και βιολί –ήξερε πόσο αγαπούσα τον ήχο αυτού του οργάνου. Το τραπέζι μας ήταν λιτό, αλλά όμορφα διακοσμημένο. Όλα ήταν υπέροχα.
Φάγαμε, σηκωθήκαμε να χορέψουμε και αργότερα ο Αλέξανδρος γονάτισε μπροστά μου και πέρασε ένα λευκόχρυσο μονόπετρο στον παράμεσό μου. «Από την πρώτη στιγμή που σε είδα σε ερωτεύτηκα. Σε σκεφτόμουν για μέρες και όταν σε έβλεπα έχανα τα λόγια μου. Εφτά χρόνια τώρα ο έρωτας μου για σένα δεν έχει καταλαγιάσει ούτε στο ελάχιστο. Τρομάζω, όταν σκέφτομαι τη ζωή μου μακριά σου. Είσαι αυτή που κάνει το “για πάντα” να μοιάζει λίγο και πλέον είμαι σίγουρος ότι θέλω να μοιραστώ τη ζωή μου μαζί σου», μου είπε και μου ζήτησε να τον παντρευτώ. Ξαφνιάστηκα από τα λόγια του. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν ρομαντικός και σπάνια μιλούσε για τα συναισθήματά του, γι’ αυτό και ταιριάζαμε. Ωστόσο, απόψε ήταν διαφορετικός και όχι μόνο για ό,τι είχε να κάνει με την πρόταση γάμου. Και ενώ σκεφτόμουν τα λεγόμενά του, συνειδητοποίησα πως έπρεπε να του απαντήσω. Εντάξει, ήξερα πως κάποια στιγμή θα γινόταν. Και το ήθελα, όμως, όχι τώρα. Πήρα τα χέρια του στα δικά μου, τον φίλησα, του είπα πως τον αγαπάω με όλη μου την καρδιά και πως θέλω να γίνω γυναίκα του αλλά όχι ακόμη. Και ύστερα του μίλησα για την όπερα. Η αντίδρασή του δεν ήταν η καλύτερη. Για πρώτη φορά μου είπε την αλήθεια έξω από τα δόντια. Είδα τα μάτια του να σκοτεινιάζουν και τις κόρες τους να διαστέλλονται. Ήταν θυμωμένος. Η ατμόσφαιρα έχασε τη ρομαντικότητα της. Ενός λεπτού σιγή και ξαφνικά… Άρχισε να φωνάζει. «Βάζεις το τραγούδι πάνω από την οικογένειά σου και μένα. Όλα αυτά τα χρόνια δεν μιλάω, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν βλέπω κιόλας. Ναι, να το αγαπάς, αλλά όχι παραπάνω από τους ανθρώπους. Αυτό που με πονάει περισσότερο, όμως, είναι ότι δεν σκέφτηκες στιγμή τι αφήνεις πίσω σου. Δεν σκέφτηκες τα αρνητικά και τα θετικά. Δεν στενοχωρήθηκες που θα είσαι έναν χρόνο σχεδόν μακριά μου. Μα, κοίτα τον εαυτό σου. Δεν είναι φιλοδοξία αυτό… ματαιοδοξία είναι που σε πνίγει», τον άκουσα να μου λέει. Ακόμα θυμάμαι τα δάκρυα και τον πόνο στα μάτια του και τον πληγωμένο τόνο στη φωνή του.
Τι να έλεγα; Ψέματα ήταν σάμπως; Είχε δίκιο. Δεν υπερέβαλε ούτε στιγμή. Δεν είχα σκεφτεί ότι θα τον αφήσω, δεν είχα στενοχωρηθεί για αυτό. Όχι επειδή δεν τον αγαπούσα, όχι επειδή δεν θα μου έλειπε, απλώς νόμιζα ότι θα ήταν εντάξει. Ήξερε ότι αυτό ήταν το όνειρό μου και θεωρούσα πως θα ήταν ευτυχισμένος που το πραγματοποιώ. Τόλμησα να του πω αυτές τις σκέψεις. Με κοίταξε και είδα την αηδία στο βλέμμα του. Ντράπηκα… «Πήρες την απόφαση μόνη σου και ήρθες τώρα να μου το ανακοινώσεις. Αλλά, βέβαια, γιατί να το συζητήσεις μαζί μου, γιατί να σκεφτείς το ενδεχόμενο να αρνηθείς; Λειτουργείς λες και είσαι μόνη σου σ’ αυτόν τον κόσμο. Να φανταστώ ούτε η οικογένειά σου το ξέρει ακόμη. Κουράστηκα, Λουκία. Κουράστηκα να περιμένω, να μπαίνω δεύτερος, να φοβάμαι μη με αφήσεις», είπε και ήπιε το κρασί που είχε απομείνει στο ποτήρι του. «Σου εύχομαι καλή επιτυχία στην παράστασή σου. Τελικά έχεις ό,τι ονειρεύτηκες στη ζωή σου: δόξα, χρήματα και επιτυχίες… Σε λυπάμαι, όμως, γιατί δεν θα έχεις κάποιον να τα μοιραστείς. Συγχαρητήρια!» πρόσθεσε με ειρωνεία και έφυγε.
Έμεινα να τον κοιτάζω, καθώς έφευγε. Πρώτη φορά μου μιλούσε έτσι. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Ένιωσα τα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια μου. Κρατήθηκα, ωστόσο, και φώναξα τη σερβιτόρα να την ρωτήσω για τον λογαριασμό και εκείνη μου απάντησε πως ήταν ήδη τακτοποιημένος. Δεν είχα αμφιβολίες, άλλωστε. Απλώς, έπρεπε να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Δεν άντεχα όμως. Άρπαξα το παλτό μου και βγήκα έξω. Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ποτάμι στα μάγουλά μου. Άρχισα να κλαίω με λυγμούς, λυγμούς που έρχονταν μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου. Δεν είχα κλάψει έτσι ούτε στο θάνατο του πατέρα μου. Πήρα μια ανάσα, έβγαλα το κινητό μου από την τσάντα μου και τηλεφώνησα στον αδερφό μου, τον Στέφανο, να έρθει να με πάρει. Έφτασε σε δέκα λεπτά. Έπεσα στην αγκαλιά του και με έπιασε το παράπονο. Έκλαψα ξανά, αλλά η αγκαλιά του με συνέφερε γρήγορα. Μου σκούπισε τα μάτια, με έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο και οδήγησε προς το πατρικό μας σπίτι. Σε όλη τη διαδρομή δεν είπε τίποτα. Ήξερε, έπρεπε να περάσει λίγη ώρα πρώτα και μετά μιλούσα.
Πήγαμε σπίτι. Η μητέρα μου, σαν με είδε κλαμένη, με αγκάλιασε και με έβαλε να καθίσω κοντά της στον καναπέ. Τους διηγήθηκα τα πάντα. Για την πρόταση να τραγουδήσω, για την πρόταση γάμου του Αλέξανδρου και για το πώς εξελίχθηκε η βραδιά. Καθόντουσαν σιωπηλοί και με κοιτούσαν. Τους κοίταξα και έφερα στο μυαλό μου ό, τι είχε γίνει και τους ανακοίνωσα πως… θα πάω στην Αγγλία. Δεν μετάνιωσα ποτέ για την απόφασή μου. Ήξερα πως αν δεν το έκανα θα μισούσα τον εαυτό μου. Όσο για τον Αλέξανδρο, «θα έμπαινε δεύτερος», σκέφτηκα, και ξέσπασα σε νευρικό γέλιο. Ο αδερφός μου και η μητέρα μου με κοίταξαν τρομαγμένοι. Τους διαβεβαίωσα πως είμαι καλά και τους ζήτησα τη γνώμη τους για την απόφασή μου. Με γνώριζαν καλά και όσο και αν ήξεραν ότι ο Αλέξανδρος είχε δίκιο, ήξεραν επίσης ότι αν έμενα εδώ δεν θα του το συγχωρούσα ποτέ. Οπότε, τα άφησαν όλα στην κρίση μου.
Σε μία εβδομάδα λοιπόν ήμουν έτοιμη να φύγω. Είχα στείλει μήνυμα στον Αλέξανδρο να του πω ότι φεύγω, ότι εύχομαι να είναι καλά και ότι τον αγαπάω. Αλλά όπως περίμενα, δεν απάντησε. Όπως και να είχε, η απόφασή μου δεν άλλαζε. Χαιρέτησα τους δικούς μου και έφυγα. Οκτώ μήνες μετά, όλα πήγαιναν κατ’ ευχή. Οι πρόβες ήταν πολύ απαιτητικές και κουραστικές, αλλά αυτή η κούραση ήταν η γλυκύτερη που είχα βιώσει ποτέ μου. Οι συνεργάτες μου ήταν όλοι καταπληκτικοί και είχα ήδη κάνει κάποιες φιλίες. Ένιωθα πολύ όμορφα και οικεία. Γεγονός βέβαια που με έκανε να νιώθω ακόμη περισσότερες ενοχές. Από τη μια ζούσα το όνειρο της ζωής μου, από την άλλη μου έλειπε φριχτά ο Αλέξανδρος. Δεν είχαμε μιλήσει από εκείνο το βράδυ και σκεφτόμουν να γυρίσω για λίγες μέρες στην Ελλάδα. Ώσπου, συζήτησα το θέμα της άδειας με τον διευθυντή ορχήστρας και με την πρόφαση ότι είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό οικογενειακό ζήτημα τον έπεισα να με αφήσει για πέντε μέρες να έρθω στην Αθήνα. Ήμουν πάρα πολύ αναστατωμένη και τα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα.
Ο Στέφανος ήρθε να με πάρει εκείνο το κρύο βράδυ του Νοεμβρίου. Χάρηκε πολύ όταν με είδε, με αγκάλιασε και με ρώτησε πώς ήμουν. Του απάντησα πως από τότε που πήγα στο Λονδίνο ήμουν διχασμένη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας και των προβών ήμουν αρκετά χαρούμενη, αλλά μόλις ερχόταν το βράδυ σκεφτόμουν τον Αλέξανδρο. Με κοίταξε λυπημένα και άρχισε να μιλάει για άσχετα πράγματα. Πήγαμε σπίτι, άφησα τα πράγματά μου, χαιρέτησα την μητέρα μου και αποφάσισα να πάω να δω τον Αλέξανδρο το ίδιο κιόλας βράδυ.
Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι του. Ένα όμορφο νεοκλασικό που είχε κληρονομήσει από τους γονείς του. Τους είχε χάσει στα δεκαεννιά του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, δικηγόροι και οι δύο, μοναχοπαίδι αυτός, του είχαν αφήσει μια μεγάλη κληρονομιά με την οποία μπόρεσε να σπουδάσει και να ζήσει μέχρι να βρει δουλειά σε μια εφοπλιστική εταιρία. Έξω από την πόρτα του, όσο σκεφτόμουν την ζωή του, κατάλαβα πως είναι ο ιδανικός άνδρας. Πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, άνοιξε την πόρτα και έπεσε επάνω μου. Με κοίταξε σα να έβλεπε φάντασμα. Τον παρακάλεσα να με αφήσει να μπω μέσα για να του μιλήσω. Εκείνος χωρίς να αντιδράσει, έκανε χώρο από την πόρτα, για να περάσω. Όταν μπήκαμε μέσα, έπεσα στην αγκαλιά του και άρχισα να τον φιλάω. Εκείνος αιφνιδιασμένος παρασύρθηκε κι ανταποκρίθηκε περισσότερο και από όσο περίμενα… Αργότερα κουλουριασμένη στη ζεστή αγκαλιά του, του υποσχέθηκα πως αυτό ήταν το τελευταίο και πως αργότερα θα έβρισκα δουλειά στην Αθήνα και του ζήτησα να με συγχωρέσει. Εκείνος με αγκάλιασε, μου είπε πως με συγχωρεί και μου ζήτησε συγνώμη, γιατί τάχα είχε παραφερθεί εκείνο το βράδυ. Τον κοίταξα και ευχαρίστησα από μέσα μου τον Θεό, που ένας τέτοιος άνθρωπος με αγαπούσε.
Τις επόμενες μέρες τις πέρασα στην αγκαλιά του Αλέξανδρου. Ξαναζούσαμε τον έρωτά μας από την αρχή. Το τελευταίο βράδυ, πριν γυρίσω στην Αγγλία, καθόμασταν αγκαλιασμένοι μπροστά στο τζάκι του σπιτιού του. «Σ’ αγαπάω», του ψιθύρισα. «Και εγώ και όταν επιστρέψεις θα παντρευτούμε», μου απάντησε και μου ξαναφόρεσε το δαχτυλίδι που εκείνη τη βραδιά πριν οκτώ μήνες είχα αρνηθεί. Τον κοίταξα και δάκρυσα. Δεν ήθελα να φύγω. Την επομένη με πήγε στο αεροδρόμιο και με χαιρέτησε με βαριά καρδιά. Είδα τα μάτια του βουρκωμένα. «Υπομονή, δύο μήνες είναι, θα περάσουν… σκέψου πως είμαι ευτυχισμένη εκεί. Και μην ξεχνάς πως θα έρθεις στην παράσταση», του είπα σε μια προσπάθεια να τον παρηγορήσω.
Έφτασα στο Λονδίνο και πήγα με το ζόρι στην πρόβα. Όταν όμως ξανατραγούδησα μετά από πέντε μέρες, ένιωσα για πρώτη φορά το τραγούδι να παίρνει συναίσθημα. Να ενανθρωπίζεται, κατά κάποιον τρόπο. Τραγουδούσε η ψυχή μου. Είχα κλειστά τα μάτια και σκεφτόμουν τον Αλέξανδρο να με κρατάει αγκαλιά και να μου λέει πόσο μ’ αγαπάει. Όταν άνοιξα τα μάτια όλοι με κοιτούσαν με δέος. Μου είπαν ότι ήταν ό,τι πιο όμορφο είχαν ακούσει ποτέ. Τότε κατάλαβα, ζώντας το όνειρο με τον Αλέξανδρο, μπορούσα να ζήσω το όνειρο με το τραγούδι. Δεν χρειαζόταν να είμαι ανάμεσα στα όνειρα, μπορούσα να τα ζήσω και τα δύο. Δύο μήνες αργότερα όλα ήταν έτοιμα. Η μεγάλη συναυλία θα δινόταν στις δεκαεφτά Ιανουαρίου. Είχα αγχωθεί και είχα ένα κακό προαίσθημα. Αλλά ήξερα πως όλα θα πάνε καλά. Η μεγάλη νύχτα έφτασε. Όταν βγήκα στη σκηνή και είδα τόσο κόσμο από κάτω νόμιζα πως θα λιποθυμήσω. Έψαχνα απεγνωσμένα τον Αλέξανδρο, τον Στέφανο και τη μητέρα μου. Τα βλέμματά μας συναντηθήκαν ένα δευτερόλεπτο πριν αρχίσει να παίζει η μουσική. Πρόλαβα να δω ένα χαμόγελο και έκλεισα τα μάτια μου. Αφέθηκα ελεύθερη και τραγούδησα όπως δεν τραγούδησα ποτέ. Όλα πήγαν καλά και άκουσα πολλά συγχαρητήρια.
Όταν επιτέλους γυρίσαμε με τον Αλέξανδρο στο ξενοδοχείο, αποφάσισα να του ανακοινώσω κάτι. Αφού μου έδωσε ένα φιλί, για να με συγχαρεί, και μου είπε πόσο του άρεσε το έργο, του είπα πως είμαι έγκυος. Χαμογέλασε, με φίλησε και μου είπε πως αυτό ήταν ό, τι πιο όμορφο του είχα προσφέρει. Είχε συγκινηθεί. Πρώτη φορά τον έβλεπα τόσο χαρούμενο. Επέμενε μάλιστα να αλλάξει τα εισιτήριά του, για να μείνει μαζί μου για τη μία εβδομάδα που είχα παραστάσεις. Του θύμισα, όμως, πως δουλεύει και πως σε λίγες μέρες θα ήμασταν ξανά μαζί και τον έπεισα εντέλει να γυρίσει στην Ελλάδα. Και έτσι έγινε. Περίπου δηλαδή. Όταν έφτασε στην Ελλάδα, πήρε το αυτοκίνητό του για να γυρίσει στο σπίτι του. Ήταν βράδυ και καθώς γυρνούσε έπεσε επάνω του ένα αυτοκίνητο που το οδηγούσε κάποιος μεθυσμένος. Ήταν μοιραίο.
Μία εβδομάδα μετά, επέστρεψα χαρούμενη στην Αθήνα, έτοιμη να πάω να τον επισκεφτώ. Στο αεροδρόμιο, όμως, με περίμενε ο Στέφανος, που μου ανήγγειλε το νέο που επισκίασε τη χαρά μου. Ήταν σε κώμα, δεν υπήρχε ελπίδα. Λιποθύμησα και ξύπνησα στο αυτοκίνητο του αδερφού μου. Για τις επόμενες μέρες δεν είχα επαφή με το περιβάλλον. Ήμουν στα χαμένα. Ο Αλέξανδρος δεν τα κατάφερε. Τον αποσύνδεσαν από τα μηχανήματα και τέλος. Η κηδεία έγινε σε έναν πολύ κλειστό και φιλικό κύκλο, αλλά δεν βρήκα το κουράγιο να πάω. Το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να παρηγορήσω τον εαυτό μου με τον μόνο τρόπο που ήξερα, το τραγούδι και τη μουσική. Ναι, ήταν τραγελαφικό, γιατί, αν δεν είχε έρθει να με ακούσει να τραγουδάω ή αν δεν επέμενα να φύγει, τώρα θα ζούσε. Εξαιτίας μου έγιναν όλα.
Και είμαι τώρα εδώ εφτά μηνών έγκυος στο παιδί του, να επισκέπτομαι τον τάφο του. Αν τότε δεν είχα πάει, όλα θα ήταν διαφορετικά. Θα ήμασταν μαζί, παντρεμένοι και θα περιμέναμε το παιδί μας. Αλλά όχι, η επιλογή μου καθόρισε το μέλλον μου. Πόσο δίκιο είχε τότε. Πνιγόμουν στη ματαιοδοξία. Και ακόμη πνίγομαι, γιατί η μουσική είναι η μόνη που απαλύνει τον πόνο μου. Χάθηκε όμως το όνειρο. Χάθηκε η φωνή που έβγαινε από την ψυχή μου.
«Αντίο αγάπη μου… εύχομαι να μας προσέχεις από εκεί πάνω, εμένα και τον γιο μας, τον μικρό Αλέξανδρο», ψιθύρισα, χαϊδεύοντας την κοιλιά μου και κοιτώντας προς τον ουρανό.
Γεννήθηκα στις 3 Μαΐου του 1999 και πηγαίνω Γ΄ γυμνασίου. Κάνω μαθήματα μουσικής εδώ και εφτά χρόνια και στο μέλλον θέλω να ασχοληθώ και επαγγελματικά. Καθώς όμως αγαπώ και κλίνω στις θετικές επιστήμες, επιθυμώ παράλληλα να σπουδάσω και οικονομικά.
Η συγγραφή είναι κάτι που με εκφράζει απόλυτα, παρόλο που έχω κλίση στις θετικές επιστήμες. Ελπίζω κάποια στιγμή να γράψω ένα κανονικό μυθιστόρημα. Αυτή η σύντομη ιστορία είναι η πρώτη που ολοκληρώνω. Δεν είναι ιδιαίτερα χαρούμενη και αυτό είναι ορατό από τις πρώτες κιόλας σειρές. Δεν έδωσα ένα συμβατικό ευτυχές τέλος, γιατί κατά τη γνώμη μου σε μια ιστορία πρέπει να υπάρχει ρεαλισμός, η αίσθηση του μέτρου (δεν μπορεί να πηγαίνουν όλα καλά) και γεγονότα μέσα από τη ζωή, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο θάνατος.
Θέλω να περάσω στον αναγνώστη την αίσθηση πως στην ζωή δεν μπορούμε να έχουμε ό,τι επιθυμούμε, ότι πρέπει να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε ό,τι άσχημο προκύψει χρησιμοποιώντας αυτά που μας εκφράζουν, πως οφείλουμε να είμαστε ευχαριστημένοι με αυτό που τελικά μένει, αλλά και πως πρέπει να κυνηγάμε τα όνειρα αν και πολλές φορές αυτό κοστίζει.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης