Όλυμπος, ένα μνημείο του κόσμου, γνωστό από τη μυθολογία ως κατοικία των δώδεκα θεών. Όνειρο κάθε παιδιού στον τόπο μας από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, όταν μαθαίνει ότι η πόλη μας είναι χτισμένη στους πρόποδες του Ολύμπου, είναι να κατακτήσει μια μέρα τις ψηλότερες κορφές του. Γι’ αυτόν τον λόγο, το όνειρό μου δεν διέφερε από αυτό των φίλων μου. Έτσι, μια μέρα αποφασίσαμε να λάβουμε μέρος σε έναν σύλλογο ορειβατών που σκοπός του ήταν να κατακτήσει τον Μύτικα. Το όνειρό μας, επιτέλους, θα πραγματοποιούνταν.
Μία βδομάδα έμεινε μέχρι την εκδρομή και ενθουσιασμένες κουβεντιάζαμε, η Ελένη, η Αλεξάνδρα-Μαρία, η Αντωνία και εγώ, η Ελένη. Κάναμε σχέδια, πλάθαμε φανταστικά γεγονότα και σαρώναμε όλη την αγορά για να αγοράσουμε τα απαραίτητα. Όπως καταλαβαίνετε, ήμασταν ανυπόμονες, ίσως το παρατραβούσαμε και λιγάκι, αν σκεφτείτε ότι μετρούσαμε το κάθε λεπτό! Tο πρωί του Σαββάτου ήρθε κι ένιωθα μαγικά. Σαν κάποιος να με μάγεψε με ένα μαγικό ραβδάκι να χαμογελάω όλο το πρωί. Τελικά, μετά από λίγη ώρα προετοιμασίας, ξεκίνησα για το βουνό.
Από το χάραμα είχαμε μαζευτεί στην τοποθεσία Πριόνια του Ολύμπου, όπου σε λίγα λεπτά μαζί με την υπόλοιπη ομάδα θα ξεκινούσαμε την ορειβασία. Περιπλανιόμουνα στις σκέψεις μου, όταν άκουσα ένα σφύριγμα. Ήταν ο αρχηγός μας, που μας καλούσε να κάνουμε δυάδες. Ξέχασα να σας το αναφέρω πιο πριν ότι τον αρχηγό μας τον λένε Κώστα και είναι ο πρόεδρος των ορειβατών, ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος με μεγάλη πείρα στους ώμους του. Αφότου μας μάζεψε, άρχισε να μας δίνει οδηγίες και πληροφορίες για την ορειβασία και τον Όλυμπο. Ακούγαμε προσεκτικά τις πληροφορίες, ώσπου ο αρχηγός τελείωσε και ξεκινήσαμε την ορειβασία.
Ξεκινήσαμε την ορειβασία και όλοι μαζί δεμένοι, ο ένας με τον άλλο, σκαρφαλώναμε στο βουνό. Μετά από δύο ώρες είχαμε σκαρφαλώσει το ένα τέταρτο του βουνού. Πυκνή ομίχλη σκέπαζε τα πάντα. Ήμασταν όλοι εξαντλημένοι, γι’ αυτό και ο αρχηγός μας μας πρότεινε να ξεκουραστούμε σε ένα ξέφωτο που υπήρχε λίγο πιο μακριά. Όλοι συμφωνήσαμε και κουρασμένοι συνεχίσαμε να περπατάμε. Καθώς προχωρούσαμε προς το ξέφωτο, μας μέθυσαν οι υπέροχες μυρωδιές των φυτών. Ο Κώστας μας εξήγησε ότι αυτές οι μυρωδιές ανήκουν στα αρωματικά φυτά, τη ρίγανη και το θυμάρι, δύο χαρακτηριστικές ευωδίες του Ολύμπου. Οικοδεσπότες του υπέροχου αυτού ξέφωτου ήταν μικρά ζωάκια με υπέροχα ματάκια. Ξαποστάσαμε σε μία περιοχή, μέσα στο ξέφωτο, με πολλά πυκνά δέντρα, ώστε να μην μας χτυπάει ο ήλιος. Είχαμε δέκα λεπτά ξεκούρασης και αποφασίσαμε να τα αξιοποιήσουμε μιλώντας. Τη συζήτηση άρχισε η Αντωνία:
«Λοιπόν, κορίτσια, πώς σας φαίνεται η εκδρομή;»
«Εμμ… δεν είναι και όπως την φαντάστηκα», είπα. «Θα ήθελα να ζήσω μια περιπέτεια!»
«Κι εγώ! Αυτό δεν είναι όνειρο, είναι εφιάλτης! Τα πόδια μου πρήστηκαν από το σκαρφάλωμα και με έχουν φάει τα κουνούπια», παραπονέθηκε η Μαρία.
«Μην παραπονιέστε! Εσείς θέλατε να πάμε!» της αντιμίλησε η Αλεξάνδρα.
«Ναι… δίκαιο έχει! Έτσι κι αλλιώς το ξέρατε ότι θα πάμε σε βουνό! Και όλοι ξέρουνε ότι το βουνό έχει και τα αρνητικά και τα θετικά του, γι’ αυτό μην παραπονιέστε!» συμπλήρωσε η Ελένη.
Την έντονη συζήτησή μας διέκοψε η φωνή του ομαδάρχη μας, που μας καλούσε να μαζευτούμε, για να συνεχίσουμε την αναρρίχηση.
Έπεφτε η νύχτα και αρχίσαμε να νυστάζουμε. Είχαμε φτάσει στην τοποθεσία στεφάνι-θρόνος του Δία, μια μυθολογική περιοχή του βουνού, που πάνω σε έναν βράχο με το πρωινό φως σχηματίζεται το πρόσωπο του Δία. Βέβαια, θέλει και φαντασία, για να το δεις και όχι μόνο μάτια! Ο αρχηγός μας μας διέταξε να σταματήσουμε και να στήσουμε τις σκηνές μας στη μέση του μπροστινού μας οικοπέδου, για να βγάλουμε εκεί τη νύχτα. Μετά από δέκα λεπτά οι σκηνές ήτανε έτοιμες. Και όλοι, μικροί και μεγάλοι, μπήκαμε στις σκηνές για να ξεκουραστούμε. Η δικιά μας σκηνή ήταν μεγάλη, όπως και η παρέα μας, που αποτελούνταν από εμένα, την Αλεξάνδρα, την Ελένη, τη Μαρία, την Αντωνία, τον Αλέξανδρο, τον Παναγιώτη και τον Ηλία. Αφού εγκατασταθήκαμε στη σκηνή, αποφασίσαμε να μιλήσουμε μεταξύ μας. Τη συζήτηση αυτή την φορά την ξεκίνησε η Μαρία.
«Πω πω! Εδώ είναι πολύ βαρετά! Και να μην αναφέρω ότι δεν υπάρχει μπάνιο σε αυτό το μέρος! Δηλαδή, αν η Αντωνία, για παράδειγμα, θέλει τουαλέτα το βράδυ που θα πάει;»
«Πού λες να πάει; Στη φύση φυσικά! Αλλά ξέχασα ότι εσείς οι «γυναίκες» δεν μπορείτε να επιβιώσετε ούτε μία μέρα μακριά από το σπίτι σας!» είπε ο Αλέξανδρος
«Τι ψέματα είναι αυτά που ξεστομίζεις, Αλέξανδρε!» του αντιμίλησε η Αλεξάνδρα.
«Έχεις δίκιο. Λέω ψέματα… Ούτε μία ώρα δεν θα αντέχατε χωρίς να γκρινιάξετε!»
«Α, ναι! Λοιπόν, αν θέλεις να ξέρεις, κύριε, οι γυναίκες είναι πιο ικανές από τους άνδρες!» του απάντησε θυμωμένη η Αντωνία.
«Δεν το νομίζω!» πετάχτηκε ο Παναγιώτης. «Από την αρχαιότητα οι άνδρες είχαν το πρώτο χέρι, ενώ οι γυναίκες ήταν μόνο για τις δουλειές του σπιτιού και τις γέννες! Δεν χρησίμευαν σε τίποτα άλλο!»
«Ναι, αλλά τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Οι γυναίκες είναι ίσες με τους άνδρες!» είπα.
«Ό, τι και να γίνει πάντα θα είστε κατώτερες!» είπε.
«Καλά, όπως νομίζεις. Δεν θα ασχοληθούμε άλλο με τις ανοησίες σου! Καλό βράδυ!»
Και αυτή ήτανε η τελευταία λέξη που είπανε και πέσανε σε έναν γλυκό ύπνο με πολύχρωμα όνειρα.
Ήρθε το πρωί. Δεν θα το είχαμε αντιληφθεί μέχρι ο ήλιος να τεντώσει τις ακτίνες του και να φωτίσει με το πλούσιο πορτοκαλοκόκκινο χρώμα του τη σκηνή μας. Ξυπνήσαμε, ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε για την κορυφή, αλλά αυτή τη φορά από ένα μονοπάτι με τα πόδια. Στο δρόμο το κάθε παιδί είχε την παρέα του. Γελούσε με αυτήν, έκανε αστεία, σχολίαζε καταστάσεις. Αυτά μάλλον θα κάναμε κι εμείς, αν δεν είχαμε μαλώσει μεταξύ μας. Αντί για αυτά, λοιπόν, θαυμάζαμε τη θέα και το τοπίο. Παντού τριγύρω μας υπήρχαν όμορφα και χρωματιστά λουλούδια, πελώρια δέντρα και ποικίλες ευωδίες. Ξαφνικά, είδα ένα αμυδρό φως μέσα από τα δέντρα. Πλησίασα ανάμεσα στα δέντρα να δω τι είναι και τότε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου εξαφανίστηκε και στη θέση του υπήρχε μια τεράστια τρύπα που οδηγούσε στο υπέδαφος. Έπεσα μες στην τρύπα φωνάζοντας για βοήθεια. Οι μόνοι που με άκουσαν ήταν οι φίλοι μου που τρομοκρατημένοι από τις φωνές μου, έτρεξαν να με βοηθήσουν. Όμως κι αυτοί γελάστηκαν κι έπεσαν μαζί μου στη τρύπα. Μετά από μία δίλεπτη υπόγεια τσουλήθρα φτάσαμε σε αδιέξοδο. Ήμασταν φοβισμένοι μήπως μας τελείωνε το οξυγόνο. Έπρεπε να βρούμε μια έξοδο σύντομα. Τότε άρχισαν και οι γκρίνιες.
«Αυτή η εκδρομή είναι καταστροφή!» παραπονέθηκε η Μαρία. «Τι άλλο θα πάθουμε; Πέσαμε σε μία τρύπα, τραβήξαμε μεγάλη αγωνία και λαχτάρα και δεν ξέρουμε αν θα βγούμε από εδώ ζωντανοί! Χάσαμε την υπόλοιπη ομάδα και είμαστε στα έγκατα της γης. Τι έχει στη συνέχεια; Θα έρθουν τα στρουμφάκια να μας πάνε στη χώρα του Πίτερ Παν;»
«Τώρα γίνεσαι υπερβολική!» της είπα.
«Πρέπει να βρούμε ένα σχέδιο», είπε ο Ηλίας.
Είχανε περάσει ήδη πενήντα λεπτά και ακόμη να βρούμε μια έξοδο. Ξαφνικά, η Αντωνία άρχισε να τρελαίνεται και να φαντάζεται πράγματα.
«Παιδιά, γιατί γυρίζουν οι τοίχοι;»
«Δεν γυρίζουν, μη λες ανοησίες!» της απάντησα.
«Το οξυγόνο τελειώνει και ζαλίζομαι».
«Τι λέει αυτή;» ρώτησε ο Ηλίας.
«Ωχ…» είπα.
«Τι έγινε;»
«Η Αντωνία είναι κλειστοφοβική!»
Και μόλις το είπα αυτό, άρχισε να χτυπιέται και να παρακαλεί να φύγει. Προσπαθούσαμε να την ηρεμήσουμε αλλά μάταια. Ήταν σε κατάσταση πανικού. Φώναζε και χτυπούσε τους τοίχους. Μάλιστα έφτασε στο σημείο στο τέλος να καταρρεύσει. Τελικά, μετά από δύο ώρες, συνήλθε και συνεχίσαμε να ψάχνουμε για μια έξοδο. Την έξοδο την βρήκε ο Παναγιώτης. Είχε αποκοιμηθεί πάνω σε έναν τοίχο που διαλύθηκε αποκαλύπτοντας μυστικές σκάλες. Αμέσως, ξεκινήσαμε να τις ανεβαίνουμε.
Οι σκάλες τελείωσαν μπροστά από μια πόρτα με φως. Την ανοίξαμε και αυτό που αντικρίσαμε ήταν φανταστικό. Υπέροχες εικόνες και μαγικά τοπία ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια μας. Η ομορφιά της φύσης σε όλο της το μεγαλείο! Κρυστάλλινοι καταρράκτες, πολύχρωμα λουλούδια με ξεχωριστές ευωδίες το καθένα, παράξενα ζώα όπως ο κοκκινολαίμης, δέντρα ανθισμένα και ένας υπέροχος γαλαζοπράσινος ουρανός. Είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό, όταν θυμηθήκαμε την αποστολή μας. Να βρούμε την ομάδα μας. Ξεκινήσαμε να περπατάμε μήπως και τους συναντήσουμε, αλλά κάτι παράξενο συνέβαινε. Προχωρούσαμε και καταλήγαμε συνέχεια στο σημείο όπου ξεκινούσαμε. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Το μέρος ήταν μαγεμένο! Ξαφνικά, από το πουθενά εμφανίστηκε ένα κουνάβι. Άρχισα να τσιρίζω και να τρέχω, αλλά αυτό με ακολουθούσε. Πήγα να στρίψω δίπλα από ένα μεγάλο ροζ δέντρο, για να ξεφύγω, όταν ξαφνικά, χτύπησα κάπου. Μεμιάς σηκώθηκα πάνω και προσπάθησα να δω τι με χτύπησε, αλλά δεν υπήρχε τίποτα μπροστά μου. Απορημένη προχώρησα ένα βήμα. Την ίδια στιγμή κατά λάθος πάτησα μια πέτρα που δημιούργησε ομίχλη. Τρομαγμένη τινάχτηκα πίσω και η ομίχλη εξαφανίστηκε. Τότε, από το πουθενά εμφανίστηκε μια μεγάλη σπηλιά μπροστά μου. Φώναξα και τα άλλα παιδιά, για να διαπιστώσω ότι δεν έβλεπα κάποια παραίσθηση. Για καλή μου τύχη η σπηλιά ήταν αληθινή. Χωρίς να χάσουμε λεπτό αποφασίσαμε να την εξερευνήσουμε. Και ποιος ξέρει, ίσως, να ήταν το κλειδί για την έξοδο από αυτήν την παράξενη ιστορία.
Μέσα στη σπηλιά είχε σκοτάδι και κρύο. Μόνο το φως του ήλιου που φαινόταν αμυδρά φώτιζε κάπως τη σπηλιά. Στα τοιχώματά της ήτανε γραμμένη με λέξεις η ιστορία των δώδεκα θεών. Όμως κάτι παράξενο υπήρχε. Η ιστορία αναφερόταν και σε μία ακόμη θεά! Τα παιδιά είπανε ότι κάποιο λάθος έγινε και έτσι δεν το δώσαμε σημασία. Προχωρώντας υπήρχαν εικόνες των θεών. Σε μία, μάλιστα, υπήρχαν σκαλισμένοι οι θεοί όλοι στη σειρά και από πάνω τους σε έναν θρόνο μία άλλη θεά, την οποία προσπάθησαν να σβήσουν από τη ζωγραφιά. Πίστευα πως τα πράγματα δεν μπορούσαν τα γίνουν πιο αλλόκοτα, αλλά έκανα λάθος. Ο Ηλίας, προσπαθώντας να βρει μια μπαταρία για τον φακό του, έπεσε πάνω σε έναν σβησμένο δαυλό, που υπήρχε πάνω στον τοίχο και άνοιξε μια μυστική υπόγεια καταπακτή με σκάλες. Φοβισμένοι όλοι θέλαμε να βγούμε από τη σπηλιά, αλλά η περιέργεια μας εμπόδιζε. Τελικά, καταλήξαμε στην απόφαση της εξερεύνησης.
Στο τέλος της σκάλας υπήρχε μια παλιά ατσάλινη πόρτα. Προσπαθήσαμε να την ανοίξουμε, αλλά ήταν κλειδωμένη. Για καλή μας τύχη, όμως, το κλειδί ήτανε κρεμασμένο στον τοίχο. Ανοίξαμε την πόρτα αργά, γιατί φοβόμασταν για το χειρότερο. Σιγή θανάτου επικρατούσε τριγύρω. Τι θα ήταν άραγε στην άλλη μεριά αυτής της πόρτας; Μήπως κάποιο τέρας; Ανοίξαμε την πόρτα και προς μεγάλη μας έκπληξη μέσα στο δωμάτιο, ένα παλιό δωμάτιο με μόνο ένα κρεβάτι, υπήρχε ένα κορίτσι! Το κορίτσι αυτό φορούσε παλιά διαλυμένα λευκά ρούχα, ήταν ξυπόλυτο, με μακριά καστανά μαλλιά και ένα πανέμορφο πρόσωπο. Όταν μας είδε έμεινε σιωπηλή.
«Καλωσορίσατε, ξένοι, στην φυλακή μου. Από πού έρχεστε;» μας είπε στη συνέχεια.
«Ερχόμαστε από την Κατερίνη», απάντησα.
«Καλά.»
«Εσείς ποια είστε;» ρώτησε ο Ηλίας.
«Είμαι η πρώτη θεά.»
«Ποια;»
«Η ισχυρότερη από όλους τους θεούς.
«Μα αυτός δεν ήταν ο Δίας;»
«Όχι, δεν ήταν μέχρι τη μέρα της παγίδας.»
«Ποιας παγίδας λέτε;» ρώτησε η Αντωνία.
«Κάποτε ήμουν η αρχηγός των θεών. Αλλά αυτή είναι μια μεγάλη ιστορία χαμένη στα βάθη της αιωνιότητας που μάλλον δεν θέλετε να ακούσετε. Έτσι και αλλιώς καταλαβαίνω αν δεν με πιστεύετε.»
«Αντιθέτως, μετά από όλα αυτά που ζήσαμε σήμερα σας πιστεύουμε και ανυπομονούμε να ακούσουμε την ιστορία σας!»
«Αλήθεια το λέτε αυτό;»
«Φυσικά!»
«Εντάξει, τότε, ξεκινώ. Πριν πολλά χρόνια στον Όλυμπο ζούσαμε οι δεκατρείς θεοί. Εγώ ήμουν η αρχηγός από μικρή. Είχα όλες τις δυνάμεις των θεών μαζί και ακόμη περισσότερες. Γι’ αυτό όλοι οι θεοί με ζήλευαν και με μισούσαν. Ζήλευαν που οι θνητοί με λάτρευαν και μου αφιέρωναν ύμνους και ναούς, επειδή εγώ σε αντίθεση με τους άλλους θεούς έφερνα ειρήνη στον κόσμο και όχι πολέμους και καβγάδες. Όλοι είχαν τον λόγο τους που με ζήλευαν. Η Αθηνά, γιατί ήμουν πιο έξυπνη από αυτή, η Αφροδίτη, επειδή ήμουν πιο όμορφη από αυτή, η Άρτεμις, επειδή της πήρα το χρυσό της ελάφι, για να το προστατέψω, η Δήμητρα, γιατί της πρότεινα καινούριες καλλιέργειες, η Εστία, επειδή πρότεινα να χτιστούν πολυκατοικίες και η Ήρα, επειδή ήταν ζηλιάρα και δεν άντεχε να έχει κάποια άλλη γυναίκα την αρχηγία και τη δόξα εκτός από την ίδια. Οι θεοί, πάλι, επειδή θεωρούσαν ότι δεν έπρεπε να έχουν γυναίκα για αρχηγό. Γιατί, βλέπετε, εκείνη την εποχή οι γυναίκες δεν είχαν δικαιώματα, μόνο οι άνδρες και επιπλέον τις γυναίκες τις χρησιμοποιούσαν μόνο για το σπίτι και τις γέννες και, αν μάλιστα γεννιόταν κορίτσι, απογοητεύονταν! Εγώ προσπαθούσα να βοηθήσω τη γυναίκα να αποκτήσει ελευθερία και ισότητα με τους άνδρες. Γι αυτό δεν με ήθελαν οι θεοί. Όλοι με εξαίρεση τον Ήφαιστο, που επειδή μια φορά με υπερασπίστηκε, ο Δίας τον πέταξε από τον Όλυμπο, αλλά μετά εγώ τον τιμώρησα. Έτσι, μια μέρα οι θεοί έφτιαξαν μια συνωμοσία, με παγίδεψαν στη σπηλιά λέγοντάς μου ότι χάθηκαν οι κεραυνοί του Δία. Μου αφαίρεσαν τις δυνάμεις, αφού με χτύπησαν πισώπλατα και με κλείδωσαν εδώ μέσα. Από τότε βρίσκομαι εδώ. Οι θεοί, μάλιστα, έσβησαν και τις μνήμες των ανθρώπων, για να μη με θυμούνται. Ακόμη, κατέστρεψαν ό,τι είχε σχέση με εμένα (ναούς, πάπυρους, ύμνους κ.ά.) γι’ αυτό κανένας δεν με θυμάται!»
«Τρομερή ιστορία!« είπε η Μαρία.
«Είναι πράγματι», απάντησε.
«Και τι θα κάνεις τώρα που σε ελευθερώσαμε; Θα πας να πάρεις πίσω τις δυνάμεις σου και θα συνεχίσεις τον πόλεμό σου για τα δικαιώματα της γυναίκας;»
«Μέσα στο σκοτάδι που ζούσα τόσους αιώνες, έβλεπα ότι η γυναίκα εξελισσόταν και ότι το δωδεκάθεο χάθηκε. Η γυναίκα πια είναι ανεξάρτητη και δεν με χρειάζεται άλλο να την βοηθήσω. Θα πάω να ζήσω στη γη σαν θνητή, για να εξελιχτώ και να φέρω δόξα στο είδος. Ευχαριστώ, που με βοηθήσατε να ξεφύγω. Μακάρι, να σας πάνε όλα καλά στη ζωή σας! Και πάντα να θυμάστε αυτό: Να πολεμάτε για τα δικαιώματά σας.»
Αυτά ήτανε τα τελευταία λόγια της. Το επόμενο λεπτό που πέρασε πετούσαμε μαζί της πάνω από το βουνό. Μας άφησε στον Μύτικα, όπου εκπληρώσαμε το όνειρό μας, και συναντήσαμε την υπόλοιπη ομάδα. Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε και έχουμε χάσει τα ίχνη της. Το όνομά της δεν μας το είπε, αλλά κάποιοι λένε ότι ονομαζόταν Marie Curie, άλλοι πάλι την λένε Indira Gandhi και κάποιοι άλλοι την φωνάζουν Eva Peron. Δεν ξέρω ποιο από αυτά είναι αλήθεια και δεν αποκλείω κανένα. Το μόνο που ξέρω, σίγουρα, είναι ότι ήταν μια σημαντική γυναίκα στην ιστορία και πως το όνομά της θα μείνει πάντα χαραγμένο στην μνήμη μου ως η πρώτη θεά.
Γεννήθηκα στις 3 Φεβρουαρίου του 2001 και είμαι δεκατριών ετών. Πηγαίνω στην Α΄ γυμνασίου στο σχολείο «Πλάτων». Ασχολούμαι με τον αθλητισμό, τη μουσική και τη συγγραφή. Η ασχολία μου στον ελεύθερό μου χρόνο είναι η δημιουργία κοσμημάτων και η ανάγνωση βιβλίων.
Πηγή έμπνευσής μου για το διήγημά μου είναι οι ατελείωτες ομορφιές του νομού μας και ιδιαίτερα ο Όλυμπος, που αποτελεί ένα παγκόσμιο μνημείο.
Τέλος το διήγημά μου το αφιερώνω στην οικογένειά μου που είναι πάντα δίπλα μου.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης