Γλυφάδα. Μια περιοχή ονειρεμένη που αποτελεί πόλο έλξης για πολλούς, γι’ αυτούς που δεν έχουν δει την άλλη της μεριά. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ πλήθος κόσμου παρελαύνει στους πλακόστρωτους πεζόδρομους της Γλυφάδας. Τις ίδιες ώρες ο δύσμοιρος Μέλιος, ηλικίας 42 ετών, παρατηρεί τα τακούνια των πλούσιων κυριών ευχόμενος να του δώσουν λίγη σημασία. Εδώ και πολλά χρόνια, μόνος στη ζωή περιπλανιέται εδώ κι εκεί προκειμένου να αντισταθεί στην απειλή της πείνας, της ασθένειας, του αργού θανάτου...
Κατακερματισμένος ψυχικά, προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του με την ελπίδα να δει το φως της επόμενης μέρας. Το μόνο που τον κρατάει στη ζωή είναι εκείνο το μικρό κοριτσάκι που καθημερινά του αφιερώνει λίγο χρόνο από τη σκληρή καθημερινότητά της. Πολλά κοινά συνδέουν αυτούς τους δύο ανθρώπους, τα κυριότερα από τα οποία είναι η μοναξιά, η έλλειψη οικογενειακής εστίας και αγάπης.
Η Αρετή, η μικρή φίλη του Μέλιου, κατοικεί κι αυτή στη Γλυφάδα, σε ένα παλιό και μικρό σπίτι. Ζει με τη θεία της, την Ευφροσύνη. Είναι ορφανή, ο μόνος κοντινός της άνθρωπος είναι αυτή η δύστροπη αδερφή της μαμάς της. Η μικρή βιώνει τη σκληρή πραγματικότητα, καθώς έρχεται καθημερινά αντιμέτωπη με τη βίαιη και απάνθρωπη συμπεριφορά της αδίστακτης θείας της, η οποία αδιαφορεί πλήρως για τις ανάγκες του δύστυχου κοριτσιού. Φωνές, φασαρίες και απειλές γεμίζουν τα ντουβάρια του μικρού σπιτιού, που δε δείχνει καθόλου να στεγάζει ένα τρυφερό πλάσμα στην ηλικία της νιότης. Η απαιτητική Ευφροσύνη τής δίνει συνεχώς εντολές, τις οποίες είναι υποχρεωμένη να εκτελέσει, καθώς, σε περίπτωση άρνησης, η ανταπόδοση είναι ο ξυλοδαρμός και ο αποκλεισμός της από εξόδους. Συχνά, οι γείτονες καλούν την αστυνομία προκειμένου να σώσουν την Αρετούλα.
Η μόνη διέξοδός της είναι να μάθει πού οφείλεται αυτή η στάση της θείας της. Θα μάθει άραγε; Ίσως όχι. Ίσως πάλι ναι. Η ζωή εξάλλου μάς έχει αποδείξει ότι παίζει πολλά παιχνίδια και ότι επιφυλάσσει εκπλήξεις για τον καθένα. Πώς μπορεί να αλλάξει η ζωή της;
Πολλά χρόνια πριν, όταν η Αρετή ήταν 5 χρονών, η μαμά της την άφησε μόνη... Ήταν ένα χειμωνιάτικο ξημέρωμα όταν πλήθος κόσμου είχε κατακλύσει την οικία της οικογένειας και αστυνομικοί είχαν περικυκλώσει το σπίτι προσπαθώντας να διώξουν τους περίεργους γείτονες. Μα πώς να μην έχουν περιέργεια, όταν μέσα στα άγρια χαράματα άκουσαν τον εκκωφαντικό πυροβολισμό και το ουρλιαχτό της κ. Δροσούλας, μητέρας της Αρετής; Άγνωστη η αιτία τότε και ίσως για κάποιους ακόμη και σήμερα. Η σορός της άτυχης γυναίκας μεταφέρθηκε άμεσα στο νοσοκομείο, όπου και διαπίστωσαν ότι ήταν νεκρή. Το ζήτημα ήταν τι εξήγηση μπορούσε κανείς να δώσει στη μικρή της κόρη. Ευτυχώς έτυχε τη μέρα εκείνη να κοιμηθεί στη γιαγιά της, διότι, καθώς της είχε πει η μαμά της, ήθελαν να συζητήσουν με τη θεία Ευφροσύνη.
«Μα τι μυστικά θέλετε τόσο να πείτε;» ρωτούσε με περιέργεια η μικρή. «Τα μικρά παιδάκια δεν κάνει ν’ ακούνε τις συζητήσεις των μεγάλων», αποκρίθηκε με ειρωνικό τόνο η θεία.
«Πήγαινε, αγάπη μου, σήμερα στη γιαγιά και αύριο θα κοιμηθείς με τη μανούλα», συμπλήρωσε η μητέρα της.
Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις της μαμάς προς το μικρό αγγελούδι. Αυτό ήταν το τελευταίο φιλί για καληνύχτα. Αυτή ήταν η τελευταία αγκαλιά. Αυτό ήταν το τελευταίο τρυφερό χάδι... Γυρνώντας η Αρετούλα σπίτι της μετά από δύο μέρες συνειδητοποίησε ότι η μαμά της δεν βρισκόταν εκεί και οι γείτονες ήταν βυθισμένοι σε μεγάλη θλίψη και πόνο.
«Η μαμά πού είναι, θεία;» ρώτησε η μικρή.
«Έφυγε εκτάκτως στο εξωτερικό για μια δουλειά», αποκρίθηκε γυρνώντας το βλέμμα της αλλού η θεία.
«Θα γυρίσει γρήγορα;» ρώτησε η Αρετούλα.
«Θα κάνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, για να έρθει πίσω με πολλά δώρα για σένα. Μου είπε, μάλιστα, να σου δώσω πολλά φιλάκια και να σου πω ότι σ’ αγαπάει πολύ!» είπε η θεία Ευφροσύνη.
Η μικρή έδειξε να ησυχάζει με τα λόγια της αδερφής της μαμάς της, αλλά και πάλι της γεννήθηκε μια απορία:
«Ο μπαμπάς πού είναι;» είπε γουρλώνοντας τα μικρά της ματάκια.
«Και ο μπαμπάς έφυγε μαζί με τη μανούλα, για να μην είναι μόνη εκεί που θα πάει», αποκρίθηκε η θεία Ευφροσύνη.
«Και τι, εγώ τώρα θα ζω μοναχούλα μου, χωρίς κανέναν; Μόνη στο σπίτι; Χωρίς να έχω κανέναν να με φροντίζει και να μου διαβάζει ένα παραμύθι πριν κοιμηθώ;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή η Αρετή.
«Μα και βέβαια όχι! Θα ζούμε μαζί, μέχρι να έρθουν οι γονείς σου και πάλι πίσω», απάντησε η θεία στα επίμονα ερωτήματα της μικρής.
Γλυφάδα. Αν και 5 χρόνια είναι αρκετά, προκειμένου να αλλάξουν οι συνθήκες, δεν είναι αρκετά για να κάνουν τη δεκάχρονη πλέον Αρετή να διαγράψει την αγαπημένη της μανούλα απ’ το μυαλό της. Μαθήτρια της τετάρτης δημοτικού έχει προσαρμοστεί στις συνθήκες ζωής που τις οριοθέτησε η «αγαπημένη» της θεία. Σπίτι – σχολείο και το αντίστροφο είναι το καθημερινό μονότονο πρόγραμμά της, με υποχρέωση να μην αργεί ούτε ένα λεπτό. Εδώ και καιρό, όμως, η Αρετή περνά χρόνο και με έναν αγαπημένο της φίλο, τον κακότυχο Μέλιο. Ξεκινώντας με μια απλή καλημέρα το πρωί, η μικρή περιμένει πώς και πώς να σχολάσει, για να μιλήσει έστω και πέντε λεπτά στην επιστροφή μαζί του, προσπαθώντας να μοιραστεί τα προβλήματά της.
Είναι εκείνος που γνωρίζει για την επώδυνη ζωή της Αρετούλας. Του έχει μιλήσει για όλα αυτά που της έχουν συμβεί μέχρι τώρα και δεν είναι λίγα, ακόμη κι αν βρίσκεται σε μικρή ηλικία. Οι συνθήκες ζωής, τα βιώματα, οι εμπειρίες και γενικά όλες αυτές οι δύσκολες και σκληρές καταστάσεις που έχει ζήσει την έχουν κάνει ένα ώριμο και συνειδητοποιημένο κοριτσάκι στην ηλικία των 10 ετών. Ωστόσο, δεν έχουν γιατρέψει τις πληγές που της έχουν δημιουργήσει με το πέρασμα του χρόνου, αν κι ο φιλαράκος της, ο Μέλιος, δρα σαν παυσίπονο γι’ αυτήν κάθε φορά που τον συναντά. Παρομοίως και γι’ αυτόν, είναι πηγή χαράς και νεανικού κεφιού, ακόμη και αν του λέει μονάχα για τις βάναυσες και απρόσμενες επιθέσεις που δέχεται καθημερινά από την αυστηρή θεία της. Χρόνια τώρα προσπαθεί να απαντήσει στο μεγάλο «γιατί». Γιατί και πώς συνέβησαν όλα αυτά; Πού βρίσκονται οι γονείς της; Το φως του κεριού δε λέει γι’ αυτή να σβήσει…
Κάποια μέρα μια δυσάρεστη είδηση περίμενε τη μικρή ηρωίδα. Ο Μέλιος, ο μοναδικός και πιστός της άνθρωπος, έφυγε από τη γωνιά του. Τα πράγματά του απουσίαζαν και με τεράστια απορία και δυσαρέσκεια η μικρή έσπευσε να μάθει πληροφορίες απ’ τους γειτονικούς καταστηματάρχες, που τους ρωτούσε με μάτια βουρκωμένα και τρεμάμενη φωνή αν τον είδαν. Πού πήγε άραγε ο Μέλιος; Γιατί εγκατέλειψε έτσι ξαφνικά τη μικρή του φίλη; Πώς του βάσταξε η καρδιά; Επί μία εβδομάδα η μικρή αναζητούσε μάταια τα ίχνη του. Είχε πλέον νιώσει στο πετσί της ότι είναι μόνη. Τελείως ΜΟΝΗ. Ώσπου, στις 4 Απριλίου ένα παράξενο γεγονός ήρθε να την αναστατώσει. Χαμένη στις σκέψεις της, ενώ η δασκάλα της παρέδιδε το μάθημα, η μικρή Αρετή έριχνε κλεφτές ματιές έξω από το παράθυρο. Σαν οπτασία βλέπει τον Μέλιο να περνά τη σχολική πόρτα.
«Τι θέλει αυτός εδώ;» αναρωτήθηκε. «Είναι ο Μέλιος; Βλέπω καλά;», ψιθύρισε στον εαυτό της.
Η παρατήρηση της δασκάλας της την επανέφερε σε τάξη. Ωστόσο η Αρετή καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Ήθελε να βγει έξω να δει τι συμβαίνει.
«Είναι αυτός; Γιατί ήρθε; Μήπως ήρθε για τα γενέθλια μου; Αλλά… πώς ξέρει ότι γιορτάζω σήμερα;» οι σκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη.
Ο Μέλιος είχε ήδη περάσει την πορτοκαλί πόρτα του γραφείου της διευθύντριας. Πέντε λεπτά ήταν αρκετά για να αποκαλυφθεί η είδηση που έκανε τη διευθύντρια και τους δύο δασκάλους που ήταν εκεί να μείνουν άφωνοι και άναυδοι.
«Είστε ο...;» ψέλλισε ο κ. Αντωνίου.
«Δηλαδή μιλάμε για έγκλημα», συμπλήρωσε η κυρία Μιχαηλίδου, που ήταν η πιο ευαίσθητη και νέα του σχολείου.
«Ναι! Είμαι ο πατέρας της Αρετής!» είπε αποφασισμένος ο Μέλιος, φορώντας ένα κοστούμι που του ήταν μεγάλο και το οποίο του είχε χαρίσει κάποιος εύπορος κάτοικος της Γλυφάδας.
Ο πατέρας της Αρετής ζήτησε χρόνο, για να αποκαλύψει το μεγάλο του μυστικό, το οποίο, αν μαθευόταν, θα έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή της μικρής. Έντρομοι οι δάσκαλοι έκλεισαν τις πόρτες, απαγόρευσαν αυστηρά την είσοδο οποιουδήποτε στο γραφείο και τον άκουγαν προσεκτικά. Κρατώντας τη φωτογραφία μιας όμορφης γυναίκας, της Δροσούλας, της γυναίκας του, ενημέρωσε τους παρόντες για το τραγικό συμβάν. Η κουνιάδα του, η Ευφροσύνη, με την οποία ήταν φίλοι από το σχολείο, ζήλευε τρομερά την αδερφή της, καθώς η ίδια, λόγω του δύστροπου χαρακτήρα της, δεν είχε κανέναν άνθρωπο κοντά της. Όταν λοιπόν παντρεύτηκε η Δροσούλα με τον Μέλιο, η Ευφροσύνη έκανε πολλές απόπειρες να τους χωρίσει, νιώθοντας φθόνο για την ευτυχία της αδερφής της. Όταν δε μπήκε στη μέση το ερωτικό στοιχείο που έτρεφε προς τον Μέλιο, όλα έγιναν πιο δύσκολα. Η Ευφροσύνη δεν μπορούσε να δεχτεί πως ο Μέλιος είχε επιλέξει μια άλλη γυναίκα με την οποία περνούσαν υπέροχα, κυρίως μετά τη γέννηση της μικρής τους κόρης, της Αρετούλας. Η παθολογική αυτή ζήλεια την οδήγησε στη σατανική σκέψη να βγάλει απ’ τη μέση την αδερφή της. Όχι, όμως, χωρίζοντας την, αλλά σκοτώνοντάς την. Αυτός ήταν και ο λόγος του ηχηρού πυροβολισμού που ισχυρίστηκε πως διέπραξε κάποιος κλέφτης. Το βράδυ εκείνο ήταν το χειρότερο της ζωής του Μέλιου. Μπροστά στα μάτια του είδε την κουνιάδα του να αφαιρεί τη ζωή της Δροσούλας. Όταν προσπάθησε να την αποτρέψει, απείλησε και τον ίδιο και μάλιστα τον απείλησε πως, αν αποκαλύψει πουθενά ό,τι συνέβη, θα δει σκοτωμένο και το μικρό του κοριτσάκι. Αυτό το βαρύ φορτίο κουβαλάει εδώ και χρόνια ο Μέλιος, αυτό το φορτίο που τον βαραίνει ολοένα και περισσότερο κάθε φορά που αντικρίζει τον μικρό του άγγελο. Ωστόσο, κάτι πρέπει να γίνει. Κάποιος πρέπει να αναλάβει τα ηνία της υπόθεσης. Έτσι, λοιπόν, ο σύλλογος διδασκόντων του σχολείου αποφασίζει να το καταγγείλει στην αστυνομία.
Ήταν ξημερώματα Πέμπτης, την ίδια περίπου ώρα που συνέβη το φονικό, όταν η Ευφροσύνη κατέβηκε τη σκάλα της οικοδομής συνοδευόμενη από τέσσερις αστυνομικούς και έχοντας περασμένα στα χέρια της χειροπέδες. Η αυλαία για τη μοχθηρή θεία είχε πλέον πέσει. Έπρεπε να πληρώσει για τα λάθη της. Συγκλονισμένη, ωστόσο, για άλλη μια φορά η Αρετούλα παρακολουθεί τα γεγονότα χωρίς να γνωρίζει τι πραγματικά συνέβη. Η παιδοψυχολόγος φρόντισε να εξηγήσει ενδελεχώς την άγρια αυτή ιστορία με τον δικό της κατάλληλο τρόπο, ώστε η μικρή να βγει, όσο γίνεται πιο αλώβητη απ’ την όλη περιπέτεια. Το μόνο που απέμεινε να μάθει ήταν ότι ο Μέλιος ήταν ο μπαμπάς της. Κάποια μέρα λοιπόν η δασκάλα της μικρής την κάλεσε στην αίθουσα να της μιλήσει. Απορημένη η Αρετή απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις μέχρις ότου πάγωσε στην ερώτηση σχετικά με το όνομα του πατρός της. Εκείνη τη στιγμή εισήλθε στην τάξη ο Μέλιος και συμπλήρωσε το κενό της πρότασής της με το ονοματεπώνυμό του.
«Ο πατέρας σου είναι ο Μέλιος Ευθυμίου», της είπε η διευθύντρια.
Η Αρετούλα κοκάλωσε! Τα πόδια της μούδιασαν τόσο από έκπληξη όσο και από χαρά, που ο αγαπημένος και πιο κοντινός της άνθρωπος ήταν ο αγαπημένος της πατέρας! Η θερμή αγκαλιά που του έκανε εξέφρασε πλήρως όλα της τα συναισθήματα προκαλώντας σε όλους συγκίνηση.
Γλυφάδα. Μια περιοχή το ίδιο ονειρεμένη, παρόλο που έχουν περάσει από πάνω της 20 χρόνια.. Δίπλα στην όμορφη κυκλική πλατεία βρίσκεται μια παιδική χαρά, όπου παίζει ο μικρός Μέλιος, γκρινιάρης αλλά γλυκός, έχοντας αδυναμία στον συνονόματό του παππού, και χαρίζει σε όλους γέλιο και αγκαλιές. Η Αρετή, μανούλα πλέον, γεύεται ήρεμη τις χαρές μιας χαρούμενης οικογενειακής θαλπωρής δίπλα στον άντρα της, Θάνο, και τον μικρό της άγγελο. Τα πολλά «γιατί» έχουν φύγει. Νιώθει την ευθύνη να καλύψει τη μητρική στοργή απέναντι στο γιο της, μιας και αυτή τη στερήθηκε στα παιδικά της χρόνια…
Ονομάζομαι Άννα Μπατσίλα, γεννήθηκα στην Κατερίνη στις 18/01/99 και κατοικώ με την οικογένειά μου σε ένα γραφικό χωριό, στο Μοσχοχώρι Πιερίας.
Είμαι μαθήτρια της Γʼ Γυμνασίου και φοιτώ στο Γυμνάσιο Κάτω Μηλιάς. Είμαι λάτρης της τέχνης, της μουσικής αλλά και των βιβλίων. Στόχος της ζωής μου δεν είναι μόνο να γίνω μια πετυχημένη γυναίκα, αλλά και να έχω δίπλα μου, ανθρώπους που με αγαπούν, με υποστηρίζουν και με ενθαρρύνουν να συμμετέχω σε κάθε είδους δραστηριότητες που διευρύνουν τους πνευματικούς ορίζοντες και καλλιεργούν αισθήματα συνεργασίας και ειρηνικής συνύπαρξης.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης