Όλα ξεκίνησαν στο νησί “Άγνωστο”, ένα μεγάλο νησί στον Ατλαντικό ωκεανό. Δίπλα στην θάλασσα ήταν τα σπίτια δύο οικογενειών που είχαν πολύ στενές σχέσεις μεταξύ τους. Μετά από λίγα χρόνια οι δύο οικογένειες απέκτησαν από ένα παιδί, τον Άκη και την Έλλη. Τα δύο αυτά παιδιά ήταν κολλητοί φίλοι, κάθε μέρα έπαιζαν μαζί. Είχαν χτίσει και ένα δεντρόσπιτο στη μεγάλη ανθισμένη αμυγδαλιά δίπλα στη θάλασσα. Κάθε απόγευμα συναντιόντουσαν εκεί και έπαιζαν τους κατάσκοπους. Αρκετά χρόνια αργότερα τα παιδιά μεγάλωσαν και έγιναν δεκατεσσάρων ετών. Οι αναμνήσεις, τα γέλια και οι χαρές που είχαν από το δεντρόσπιτο δεν έσβησαν ποτέ.
Ένα απόγευμα η Έλλη καθόταν μόνη της με συντροφιά την τηλεόραση, αλλά δεν παρακολουθούσε, σκεφτόταν τις στιγμές που περνούσαν με τον Άκη στην αμυγδαλιά. Έκλεισε την τηλεόραση και έπιασε στα χέρια της το κινητό της. Κάποιον έπαιρνε τηλέφωνο και είχε ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπό της.
«Άκη;» είπε.
«Έλα, Έλλη, τι κάνεις;» απάντησε εκείνος.
«Καλά είμαι! Τελείωσες το διάβασμα;» τον ρώτησε.
«Ναι!»
«Ωραία! τι θα έλεγες για μια βόλτα στο μυστικό μας μέρος;» είπε και γέλασε η Έλλη.
«Ναι, ωραία ακούγεται, πάμε να δούμε τι απέγινε», απάντησε ο Άκης.
Τα παιδιά συναντήθηκαν ακριβώς μπροστά στη μεγάλη αμυγδαλιά και ήταν ανθισμένη, όπως ακριβώς άρεσε στην Έλλη.
«Έλα, Έλλη, ας ρίξουμε μια ματιά μέσα», είπε ο Άκης και ανέβηκαν στο δεντρόσπιτο.
Αρχικά κοίταξαν από το παράθυρο, και στη συνέχεια μπήκαν μέσα. Κάθισαν στα γόνατα, γιατί είχαν μεγαλώσει πια και δεν χωρούσαν, όπως όταν ήταν παιδιά. Όλα ήταν εκεί, η παιδική κουζίνα της Έλλης, η εργαλειοθήκη του Άκη. Επίσης στον τοίχο υπήρχαν διάφορες ζωγραφιές των παιδιών και σε ένα ράφι υπήρχε ένα μεγάλο τετράδιο.
«Άκη, κοίτα!» είπε η Έλλη με ενθουσιασμό.
«Τι είναι, Έλλη;»
«Το τετράδιο μας με όλους τους υπόπτους της πόλης, καθώς και οι αποστολές μας είναι εδώ μέσα!»
«Έλα, άνοιξέ το να δούμε τι γράφει», πρότεινε ο Άκης.
«Λοιπόν, η πρώτη μας αποστολή ήταν η εικοσιτετράωρη παρακολούθηση του σκύλου του κ. Μάρκου για την κλοπή παπουτσιών των υπολοίπων κατοίκων.»
Ο Άκης και η Έλλη έβαλαν τα γέλια και δεν μπορούσαν να σταματήσουν.
«Έλλη», είπε ο Άκης, «ποια είναι η τελευταία μας αποστολή;»
«Χμμ, για να δω …η παρακολούθηση του κ. Πολυχρόνη.»
«Αυτός δεν είναι ο κύριος που μένει σε ένα μικρό σπιτάκι έξω από την πόλη και δεν βγαίνει ποτέ έξω;» αναρωτήθηκε ο Άκης.
«Ναι, σωστά!»
«Εμείς, όμως, γιατί τον παρακολουθούσαμε;» ρώτησε ο Άκης.
«Δεν ξέρω, το μόνο που γράφει εδώ είναι η λέξη “βιβλιοθήκη”.»
«Βιβλιοθήκη»; αναρωτήθηκε εκείνος.
«Ναι, μα τι μπορεί να σημαίνει αυτό;»
«Δεν ξέρω», είπε ο Άκης.
Τα δύο παιδιά σκέπτονταν για μερικά λεπτά και τελικά τα παράτησαν. Κάθισαν έξω από το δεντρόσπιτο προβληματισμένοι.
«Έλλη, ξέρεις κάτι; Λέω να το αφήσουμε. Έτσι κι αλλιώς ήταν παιδικές βλακείες ίσως και ιστορίες βγαλμένες από το μυαλό μας.»
«Άκη, κάτι μέσα μου μου λέει να ψάξουμε και να μην σταματήσουμε.»
«Μα τι να ψάξουμε και πού;» ρώτησε ο Άκης
«Άκη, γιατί δεν πάμε μια βόλτα στην βιβλιοθήκη;»
«Ναι, όμως, τι να ψάξουμε εκεί; Μόνο βιβλία έχει και αυτά είναι εκατομμύρια. Είναι ανώφελο, Έλλη.»
«Μα δεν μπορεί, κάποιο στοιχείο θα υπάρχει για να μας βοηθήσει», είπε η Έλλη
Τα δύο παιδιά κατέβαιναν προσεκτικά την σκάλα του δεντρόσπιτου. Όταν κατέβηκαν, ο Άκης παρατήρησε κάτι στο δέντρο.
«Έλλη, να το στοιχείο για το οποίο μιλούσες πριν!»
«Τι;» είπε η Έλλη γεμάτη περιέργεια και πλησίασε κοντά να δει.
Η καρδιά της χτυπούσε τόσο γρήγορα. Κάτι έγραφε στο δέντρο, ήταν μάλιστα χαραγμένο. Δυσκολεύτηκαν να το καταλάβουν αλλά τα κατάφεραν. Έγραφε: «Βιβλιοθήκη, Το Σκοτεινό Μέρος.»
«Τώρα αυτό σημαίνει ότι η βιβλιοθήκη είναι σκοτεινό μέρος;» ρώτησε ο Άκης.
«Ίσως η βιβλιοθήκη έχει ένα σκοτεινό μέρος, Άκη, πρέπει να ανακαλύψουμε αυτό το σκοτεινό μέρος τώρα!»
Αποφάσισαν, λοιπόν, να επισκεφτούν οι ίδιοι την τοπική βιβλιοθήκη και να βρούνε μόνοι τους το σκοτεινό της μυστικό. Έτρεχαν τόσο γρήγορα, ανυπομονούσαν πολύ να βρούνε το μυστικό. Έφτασαν στην βιβλιοθήκη, ένας φόβος τους κυρίευσε και ο χτύπος της καρδιάς τους γινόταν όλο και πιο δυνατός. Περίμεναν έξω μέχρι να κλείσει η βιβλιοθήκη, για να μπούνε μέσα κρυφά. Η ώρα ήταν έξι ακριβώς και η αγωνία τους είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Όμως, τα παιδιά είχαν το σχέδιό τους… Η κυρία Μαίρη, η διευθύντρια της βιβλιοθήκης, βγήκε και ο Άκης άρχισε να τρέχει σαν τρελός με σκοπό να ρίξει κάτω την κυρία Μαίρη και η Έλλη να πάρει τα κλειδιά της, για να μπούνε μέσα. Έτσι και έγινε. Όταν η κυρία Μαίρη έπεσε, η Έλλη έκλεψε τα κλειδιά της από την τσάντα της και έπειτα της την έδωσε ευγενικά. Η κυρία Μαίρη έφυγε.
«Έλα, Έλλη, ας μην χάνουμε χρόνο», είπε ο Άκης.
Άνοιξαν την βιβλιοθήκη και μπήκαν μέσα. Προχωρούσαν χωρίς να ξέρουν πού πήγαιναν.
«Έλλη, τι κάνουμε τώρα;»
«Άκη, σκέψου, πού είναι σκοτεινά;»
Ο Άκης σκέφτηκε για λίγο και στη συνέχεια πετάχτηκε: «Στο υπόγειο φυσικά!»
«Μπράβο, Άκη, είσαι διάνοια!»
Τα δύο παιδιά κατευθύνθηκαν προς το υπόγειο, αλλά δεν είδαν τίποτα άλλο παρά μόνο βιβλία. Ένας τοίχος, όμως, ήταν κενός, δεν είχε βιβλία. Πήγαν λοιπόν προς τα εκεί. Στον τοίχο ήταν κάτι χαραγμένο.
«Άκη, τρέξε!» είπε η Έλλη με αγωνία, κάτι γράφει εδώ.
Ο Άκης διάβασε και κατάλαβε ότι ήταν ένας γρίφος.
«Τι λέει;» ρώτησε η Έλλη.
Ο Άκης διάβασε τον γρίφο: «Εκεί που ανατέλλει ο ήλιος και το φως γίνεται σκοτάδι, μια λάμψη τρομερή θα σας αποκαλύψει το μυστικό που θα σας κάνει να αλλάξετε τη ζωή των ανθρώπων!». Ο Άκης ένιωσε κάτι να τον πνίγει, κοίταξε την Έλλη. Η Έλλη είχε πανικοβληθεί τόσο πολύ που έτρεμε.
«Άκη», είπε με τρεμάμενη φωνή, φοβάμαι πολύ ότι εδώ φαίνεται σαν κάποιος να ξέρει τι ψάχνουμε.
«Έλλη, ηρέμησε ούτε εμείς ξέρουμε, αλλά είμαι σίγουρος πως πολύ σύντομα θα μάθουμε», είπε ο Άκης και αγκάλιασε την Έλλη παρηγορώντας την.
«Λοιπόν, ο γρίφος λέει “εκεί που ανατέλλει ο ήλιος και το φως γίνεται σκοτάδι”. Πού αλλού μπορεί να γίνεται κάτι τέτοιο εκτός από το υπόγειο;» είπε ο Άκης.
«Μα ήδη είμαστε εδώ. Υπάρχει πιο υπόγειο από το υπόγειο;»
«Έλλη, μόλις το είπες! Και αν υπάρχει;»
«Ναι, αλλά πού μπορεί να είναι;» είπε η Έλλη.
Τα παιδιά σκέφτηκαν πως έπρεπε να ψάξουν καλά τον τόπο εκεί. Δεν ήταν τόσο εύκολο να γίνει αυτό μέσα στο σκοτάδι. Έτσι, λοιπόν, άνοιξαν τους φακούς τους και άρχισαν να ψάχνουν. Σε μια γωνία του δωματίου βρήκαν ένα μεγάλο καπάκι. Το άνοιξαν και εμφανίστηκε μια σκάλα! Τα παιδιά αρχικά τρόμαξαν πολύ και φοβόντουσαν να κατεβούν.
«Έλλη, το βρήκα το δεύτερο υπόγειο! Πρέπει να πάμε εκεί κάτω τώρα και να λύσουμε τον γρίφο… θυμάσαι;»
«Ναι, θυμάμαι, αλλά πώς θα πάμε εκεί κάτω;»
«Μην ανησυχείς, θα είμαι κοντά σου, θα σε κρατάω από το χέρι και όσο είμαι εγώ μαζί σου δεν πρόκειται να σου συμβεί τίποτα.»
«Άκη, το ξέρεις πως, όταν μου μιλάς έτσι, νιώθω περισσότερη ασφάλεια;»
«Μα, γι’ αυτόν τον λόγο το κάνω.»
«Σε ευχαριστώ, είσαι ο μόνος άνθρωπος που με κάνει να νιώθω έτσι», αποκρίθηκε η Έλλη.
Ο Άκης εντωμεταξύ είχε κοκκινίσει!
«Λοιπόν, πάμε κάτω», είπε η Έλλη.
Τα παιδιά κατέβηκαν με πολύ προσοχή την σκάλα. Όταν τελικά κατέβηκαν κάτω, είδαν ένα παράθυρο από το οποίο έμπαινε εξωτερικό φως και φώτιζε ένα μπαούλο. Ευτυχώς γι’ αυτούς το κλειδί ήταν ήδη στο μπαούλο. Προσπάθησαν να το ανοίξουν και τα κατάφεραν.
«Άκη, είσαι έτοιμος;»
«Πιο έτοιμος από ποτέ!» απάντησε ο Άκης.
Τα παιδιά άνοιξαν το μπαούλο και αυτό που είδαν μέσα ήταν κομμάτια από εφημερίδες και περιοδικά.
«Μπορώ να πω ότι περίμενα κάτι πιο … εντυπωσιακό», είπε η Έλλη.
«Και εγώ το ίδιο», συμπλήρωσε ο Άκης.
«Ας δούμε, όμως, τι γράφουν όλα αυτά τα χαρτιά.»
Τα παιδιά δεν φαντάζονταν με τίποτα ότι θα μιλούσαν για τον κύριο Πολυχρόνη.
«Θα τα πάρω και θα τα διαβάσω στο σπίτι όλα, ακόμα και την παραμικρή λεπτομέρεια», είπε η Έλλη.
«Ας τα μοιράσουμε και αύριο το πρωί θα συναντηθούμε για να συζητήσουμε το περιεχόμενό τους», είπε ο Άκης.
Τα παιδιά έφυγαν από την βιβλιοθήκη κλείνοντας κάθε μυστική πόρτα που είχαν ανοίξει. Όλο το βράδυ ο Άκης με την Έλλη δεν κοιμήθηκαν. Ο Άκης ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και μελετούσε τα χαρτιά. Η Έλλη καθισμένη στο γραφείο της και εξαντλημένη από τις ανακαλύψεις της υπόλοιπης μέρας προσπαθούσε να βγάλει μια άκρη με όλα αυτά. Ο Άκης τελείωσε αργά το βράδυ, ενώ η Έλλη το σούρουπο. Νωρίς το πρωί ο Άκης σηκώθηκε, ντύθηκε και έτρεξε γρήγορα προς το σπίτι της Έλλης. Η κυρία Κατερίνα, η μαμά της Έλλης, ήταν έξω.
«Καλημέρα, κυρία Κατερίνα!» είπε ο Άκης.
«Καλημέρα, παιδί μου», απάντησε εκείνη.
«Είναι η Έλλη εδώ;»
«Ναι, βέβαια, πήγαινε μέσα», είπε η κυρία Κατερίνα.
Ο Άκης μπήκε μέσα και είδε την Έλλη ξαπλωμένη στον καναπέ.
«Έλλη, σήκω! Έχουμε ένα μυστήριο να λύσουμε.»
«Ναι!» αναφώνησε η Έλλη, έτρεξε γρήγορα να πάρει τα χαρτιά από το δωμάτιό της και έφυγαν για το δεντρόσπιτο.
Πήγαν, λοιπόν, εκεί και άπλωσαν τα χαρτιά.
«Λοιπόν, ποιος θα αρχίσει πρώτος;» αναρωτήθηκε ο Άκης.
«Αρχίζω εγώ! Αυτό που ανακάλυψα μέσα από αυτά είναι κάτι τραγικό, αλλά κάπου έχω μπερδευτεί. Ο κύριος Πολυχρόνης ήταν πολύ πλούσιος, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν πως θα αυξήσει τα χρήματά του. Έτσι λοιπόν συνεργαζόταν με μια εταιρεία από την Αυστραλία η οποία κατασκεύαζε πλοία. Η εταιρεία αυτή ήταν η πιο καλή και η πιο ξακουστή σε όλο τον κόσμο για τα πλοία της. Συνήθως, με αυτά ταξίδευαν οι πιο εύποροι εκείνης της εποχής και, όπως καταλαβαίνεις, τα εισιτήρια ήταν πολύ ακριβά.»
«Τι συνεργασία είχαν, όμως, οι Αυστραλοί με τον κύριο Πολυχρόνη;» ρώτησε με περιέργεια ο Άκης
«Λοιπόν, όπως σου είπα και πιο πριν, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν πώς θα αυξήσει τα χρήματά του. Έτσι, αυτά τα πλοία που κατασκεύαζε η εταιρεία ήταν ελαττωματικά, ώστε να βυθιστούν στο ταξίδι τους. Αλλά αυτό που δεν κατάλαβα ήταν για ποιο λόγο.»
«Αχά! τώρα κατάλαβα. Έλλη, θα σου πω εγώ για ποιο λόγο γίνονταν όλα αυτά. Όταν βυθίζονταν αυτά τα πλοία, η αντίπαλη εταιρεία τούς έδινε τα τριπλάσια χρήματα της κατασκευής των πλοίων, είχαν υπογράψει και ένα συμβόλαιο γι’ αυτό.»
«Ναι, αλλά τόση κόντρα ανάμεσα σε αυτές τις δύο εταιρείες, γιατί να καταλήξει έτσι; Δεν μπορεί όλα να τα έκαναν για τα χρήματα!» είπε η Έλλη.
«Μπορώ να πω πως δεν ξέρω…» και λέγοντας αυτά ο Άκης αναστέναξε προβληματισμένος.
«Κρύβεται και κάτι άλλο πίσω από αυτό, Άκη, είμαι σίγουρη…»
«Έλλη, γιατί δεν πάμε να μιλήσουμε οι ίδιοι στον κύριο Πολυχρόνη;»
«Και τι να του πούμε; Μήπως να πηγαίναμε στην αστυνομία, Άκη; Πιστεύεις πως αν πηγαίναμε στην αστυνομία θα μας πίστευαν; Όχι, ε;»
Τα παιδιά κάθισαν προβληματισμένα και σκέφτονταν τι θα ήταν καλύτερο να κάνουν. Τελικά αποφάσισαν πως καλύτερα θα ήταν να πάνε να μιλήσουν στον ίδιο τον κύριο Πολυχρόνη. Πήγαν λοιπόν πρώτα από τα σπίτια τους.
«Άκη», είπε ο πατέρας του, «θα λείψω για δυο μέρες σε ένα ταξίδι στην Αμερική.»
«Στην Αμερική; Τι να κάνεις εκεί;»
«Αγόρι μου, ένα επαγγελματικό ταξίδι είναι. Μόνο δύο μέρες, ούτε που θα το καταλάβεις!»
«Καλά, μπαμπά, να προσέχεις!»
«Εντάξει, αγόρι μου. Αντίο!»
Μετά από μια θερμή αγκαλιά ο πατέρας του Άκη αναχώρησε για το ταξίδι του. Ο Άκης συνάντησε την Έλλη στον δρόμο και ήταν έτοιμοι να κάνουν το πιο σημαντικό βήμα ολόκληρης της υπόθεσης. Έφτασαν λοιπόν στο σπίτι του κυρίου Πολυχρόνη και ήταν έτοιμοι να χτυπήσουν την πόρτα. Ήταν και οι δύο πολύ φοβισμένοι.
«Άκη, περίμενε! Πριν μπούμε μέσα πάρε τηλέφωνο την αστυνομία, ώστε, μόλις πούμε όλα αυτά στον κύριο Πολυχρόνη, να είναι απ’ έξω σε περίπτωση που πάθουμε κάτι κακό», τόνισε η Έλλη.
«Ναι, έχεις δίκιο», απάντησε ο Άκης
Ο Άκης κάλεσε από το κινητό του την αστυνομία και ξαφνικά η πόρτα άνοιξε… Στο άνοιγμά της είδαν τον κύριο Πολυχρόνη και για μερικά δευτερόλεπτα δεν μιλούσαν καθόλου, μέχρι που τους ρώτησε ο κύριος Πολυχρόνης ποιοι είναι και τι θέλουν εκεί πέρα.
«Κύριε Πολυχρόνη, ξέρουμε μερικά πράγματα που εσείς πριν από κάτι χρόνια προσπαθήσατε να τα κρύψετε, για να μην βγουν στο φως», είπε ο Άκης με σοβαρό ύφος.
«Και σαν τι, δηλαδή, ξέρετε εσείς;»
«Ξέρουμε ότι σκοτώσατε πολύ κόσμο απλώς καταστρέφοντας τα πλοία με τα οποία ταξιδεύανε, μόνο και μόνο για να αυξήσετε τα χρήματά σας», είπε η Έλλη.
«Τι λέτε, είστε τρελοί; Φύγετε από μπροστά μου γρήγορα!» φώναξε.
«Γιατί το κάνατε αυτό, κύριε Πολυχρόνη; Αφαιρέσατε πολλές ανθρώπινες ζωές, το σκεφτήκατε ποτέ αυτό;»
«Είπα φύγετε!» βροντοφώναξε ο κύριος Πολυχρόνης και έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου του ένα όπλο το οποίο έστρεψε προς τα παιδιά.
Τα παιδιά τρομοκρατήθηκαν τόσο πολύ που σκέφτηκαν πως δεν έπρεπε να αρχίσουν καν την εξιχνίαση αυτού του μυστηρίου. Είχαν μείνει ακίνητοι και σχεδόν δεν ανέπνεαν. Λίγα δευτερόλεπτα πριν πατήσει την σκανδάλη … «Αστυνομία, αφήστε κάτω το όπλο», ακούστηκε. Τα παιδιά ζητωκραύγαζαν που τα κατάφεραν και βγήκαν έξω από το σπίτι. Εκεί τους περίμεναν οι γονείς τους. Λίγο αργότερα, όλα τα κανάλια ήταν έξω, για να δώσουν τα συγχαρητήριά τους στα παιδιά, που κατάφεραν να βγάλουν ένα μυστήριο στο φως και φυσικά να κάνουν αυτούς τους ανθρώπους να πληρώσουν για όλα αυτά που είχαν κάνει. Ο πατέρας του Άκη γύρισε γρήγορα στο σπίτι, αφού άκουσε τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Ευτυχώς γι’ αυτόν και για τους υπόλοιπους επιβάτες των πλοίων, τα ταξίδια ακυρώθηκαν. Αργότερα γιόρτασαν όλοι μαζί τη λαμπρή επιτυχία των παιδιών τους.
«Εγώ θα πάω μια βόλτα, Έλλη, θα έρθεις μαζί μου;»
«Ναι, Άκη, έρχομαι, είπε πρόθυμα η Έλλη.»
Πήγαν λοιπόν στο “μυστικό μέρος” και έκατσαν εκεί να συζητήσουν τα γεγονότα των τελευταίων ημερών.
«Δεν κατάλαβα καθόλου πώς πέρασε ο καιρός και φτάσαμε στη λύση του μυστηρίου», είπε η Έλλη.
«Ούτε και εγώ», απάντησε ο Άκης.
«Άκη, ας υποσχεθούμε πως ποτέ δεν θα ξεχάσουμε όλη αυτή την περιπέτεια.»
«Μα, εννοείται, Έλλη, ποτέ.»
Τα παιδιά υποσχέθηκαν και ο Άκης αγκάλιασε την Έλλη τρυφερά. Ο Άκης με την Έλλη είχαν σώσει πια ολόκληρη την ανθρωπότητα από τον θάνατο. Είχαν μάθει στη ζωή τους να παλεύουν και να προσπαθούν μέχρι να τα καταφέρουν και αυτό έκαναν. Και οι ίδιοι ήταν πολύ περήφανοι για τον εαυτό τους…
Η Άννα Σαμαρά γεννημένη στην Κατερίνη στις 30 Σεπτεμβρίου του 1999 είναι ετών 15. Είναι μαθήτρια στο Γυμνάσιο Κάτω Μηλιάς και φοιτεί στην Γ΄ τάξη.
Γνωρίζει την αγγλική γλώσσα, με πιστοποιημένο πτυχίο, και τη γερμανική γλώσσα. Το χόμπι της είναι το τραγούδι και να παίζει κιθάρα.
Επίσης περνάει τον ελεύθερό της χρόνο με το σχέδιο και τη ζωγραφική, έχοντας περάσει από σχολή ζωγραφικής και της αρέσει διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης