«Τώρα θα σε συγυρίσω», βρόντηξε η φωνή του μικροπωλητή. Σε χρόνο μηδέν πετάχτηκε πίσω από τον πάγκο. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκε κοντά στον –ήταν δεν ήταν δώδεκα– Ρομά και τον σβέρκωσε, έτοιμος να τον καταχερίσει. Χαμογέλασα στον εαυτό μου και ταυτόχρονα ένιωσα τα μάτια μου να υγραίνονται, έρμαιο μιας ξαφνικής συγκίνησης. Πόσο οικεία μου ήταν όλα τριγύρω! Αισθανόμουν σα να είχα ξεγλιστρήσει από άλλο κόσμο, από τα πέρατα της γης, ενώ εγώ είχα μόλις επιστρέψει από τη Γερμανία στη λατρεμένη Ημαθία, στην πατρίδα μου, στον τόπο μου. Προχώρησα στους στενούς διαδρόμους, που πλαισιώνονταν δεξιά και αριστερά από τους πάγκους με τους μικροεμπόρους. Διέθετα ακόμα λίγο χρόνο μέχρι την ορισμένη ώρα για το ραντεβού με τη σπιτονοικοκυρά. Είχα σκοντάψει πάνω στην αγγελία σε κάποια τοπική εφημερίδα και η ιδέα να νοικιάσω στο Μικρογούζι, όπως λεγόταν το Μακροχώρι παλιά, πριν από το ’40, δε μου ήταν καθόλου αποκρουστική. Εξάλλου, με την πάροδο του χρόνου είχε εξελιχθεί σε μια μικρή κωμόπολη με όλες τις ανέσεις και βρισκόταν πολύ κοντά στην πρωτεύουσα, τη Βέροια. Τουλάχιστον με αυτή την επιλογή δε θα με ξεπαράδιαζε η ζωή της πόλης και το κομπόδεμα –έτσι ήλπιζα– θα σωνόταν.
Έσυρα ολούθε το βλέμμα μου και ρούφηξα με αδημονία τους ήχους και τις οσμές της υπαίθριας αγοράς, που στηνόταν κάθε Παρασκευή στην πλατεία. Κάτι το ανατολίτικο αιωρούνταν στον αέρα και με γοήτευε: Μυρωδιά μπαχαρικών, ανακατεμένων με τσίκνα από τα λουκάνικα που ψήνονταν σε αυτοσχέδιες σχάρες, ημίφως από τις τέντες που έκρυβαν τον ήλιο, κοσμοσυρροή, παζαρέματα, οχλοβοή και φωνές που έσκιζαν με ένταση τον αέρα, πασχίζοντας να διαφημίσουν και να μοσκοπουλήσουν τις πραμάτειες και να ελκύσουν πελατεία, αλλά και από την άλλη, λιμασμένοι, που ζητιάνευαν από ’δω κι από ’κει.
Διαγκωνιζόμενη έβγαλα τον εαυτό μου σώο και αβλαβή από τον ορυμαγδό του παζαριού και βρέθηκα στην είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Αποφάσισα να μπω. Προσκύνησα την εικόνα του Αγίου, που σώζεται από τον 18ο αιώνα, και το λείψανό του, που φυλάσσεται σε ασημένια θήκη, κι αμέσως η διάθεσή μου ενορχηστρώθηκε με τη μουντή, σχεδόν πένθιμη ατμόσφαιρα που δέσποζε μέσα στον ναό. Συντετριμμένος ο νους μου αναλογίστηκε τη σκοτεινή πλευρά αυτού του τόπου. Ναι, το Μακροχώρι, που θάλλει ακμαίο στον κάμπο της Ημαθίας, έχει να επιδείξει και μια ζοφερή σελίδα ιστορίας, ενός μελανού παρελθόντος, που η μνήμη στην οποία έχει χαραχτεί ανεξίτηλα δε θα μπορέσει ποτέ να σβήσει από τα κιτάπια της: Η εικόνα είκοσι ενός λευκών φέρετρων, μέσα στα οποία διακομίστηκαν τα άψυχα κορμιά μαθητών, που άφησαν την τελευταία τους πνοή στην άσφαλτο. Μια καταχνιά σκότους σηκώθηκε από τότε και βύθισε το χωριό σε αβυσσαλέα σιωπή. Ποτέ πια δε θα ξημέρωνε ανέφελη μέρα.
Άναψα κερί. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσα την ανάγκη να βγω όσο γινόταν γρηγορότερα από τούτο το βάραθρο που μου πλάκωνε την ψυχή. Έξαφνα, μια μεγαλόσωμη μορφή διαγράφηκε στο άνοιγμα της πόρτας, ρίχνοντας τη σκιά της ως τα πόδια μου. Η σκιά συρρικνώθηκε και πήρε τις διαστάσεις μιας μικρόσωμης κυρίας που εισήλθε στον ναό. Ζύγωσε, πήρε ένα κερί και στάθηκε στο πλευρό μου. Μου χαμογέλασε αχνά. Ύστερα, άπλωσε το φυτίλι προς κάποια κέρινη δάδα και το πύρωσε. Οι φλόγες των κεριών σμίλευαν το βλέμμα της με λάμψεις και σκιές κοφτερές της πυρπολούσαν το βλέμμα, ένα βλέμμα χλωμό σαν κερί με μάτια πιο μαύρα και μυστηριώδη από τη νύχτα. Παράχωσε το κερί στην άμμο και στράφηκε να φύγει. Η ματιά της συναντήθηκε και πάλι με τη δική μου. Με σάρωσε. Η όψη της ανθοφόρησε μ’ ένα καλόβολο χαμόγελο. Γύρισε και βγήκε.
Η ώρα είχε περάσει. Έξω, κόσμος σπρωχνόταν, ξεχυνόταν κατά κύματα, ενώ μελωδίες από γκάιντες και νταούλια αντηχούσαν ολόγυρα. Η μάζα με αγκάλιασε και με τράβηξε μαζί της στο σημείο όπου άντρες και γυναίκες, παλικάρια και κοπέλες του λαογραφικού και χορευτικού συλλόγου ντόπιων Μακροχωρίου και περιχώρων επιδείκνυαν το ταλέντο τους σε παραδοσιακούς μακεδονικούς χορούς, χορεύοντας λεβέντικα και λικνίζοντας τα καλοδεμένα κορμιά τους με ρωμαλέα μαεστρία. Μειδίασα. Ο πρωτοχορευτής είχε παρασυρθεί στη γρήγορη αγωγή και με τις φούρλες, τα χτυπήματα των χεριών, τα καθίσματα και τους φιγουράτους αυτοσχεδιασμούς του μοστράριζε τη χορευτική του δεινότητα.
Αποτραβήχτηκα από το τετράγωνο του γλεντιού, το πνεύμα του κεφιού, την αύρα της αγαλλίασης και της ευφροσύνης, τον τόνο της ευθυμίας και τις μυρωδιές που γαργαλούσαν τα ρουθούνια και πήρα το στενό που οδηγούσε στο σπίτι.
Η πόρτα ήταν ίσα με μια χαραμάδα ανοιχτή. Μια γυναικεία φωνή ακουγόταν από μέσα να τραγουδάει με μια υπέροχη χροιά έναν σκοπό τόσο θλιβερό και μελαγχολικό, σαν μοιρολόι. Έκανα να χτυπήσω, αλλά συγκρατήθηκα. Κοντοστάθηκα να αφουγκραστώ. Δεν ήθελα να διακόψω. Η ωδή είχε κάτι το σαγηνευτικό και ήθελα να την ακούσω μέχρι τέλους. Αιφνιδιάστηκα όταν απροσδόκητα έγινε παύση και η φωνή φώναξε από μέσα: «Ελάτε μέσα! Ελάτε!». Δίστασα. Τότε η πόρτα άνοιξε και πισωπάτησα αλαφιασμένη. Τί περίεργη σύμπτωση! Η σπιτονοικοκυρά μου ήταν η κυρία που είχα δει στην εκκλησία. «Συγγνώμη…», κατάφερα να ψελλίσω. «Η πόρτα ήταν ανοιχτή… Δεν ήθελα να σας διακόψω», πρόσθεσα, ελπίζοντας ότι η γυναίκα δε θα σχημάτιζε τη γνώμη πως έχω τη συνήθεια να κρυφακούω σε ξένες πόρτες. Μου χαμογέλασε. «Ελάτε, περάστε! Μη στέκεστε έξω!». Υπάκουσα. Έκλεισε πίσω μου την πόρτα. «Είμαι η Χριστίνα. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο για το σπίτι». «Ναι», έκανε και έφερε τη ματιά της ολόγυρα στο δωμάτιο. Το βλέμμα της κατέληξε και πάλι πάνω μου, κρυστάλλινα καθαρό και πράο αλλά και έντονα διεισδυτικό, σαν να ανίχνευε τον συνομιλητή της μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής του. Έπεσε σιωπή, βαριά, άβολη. «Σας είδα στην εκκλησία», προσπάθησα να τη διακόψω. «Ναι», ήρθε και πάλι η μονοσύλλαβη απάντηση. Αναστέναξε βαθιά και μου φάνηκε πως ένας ανείπωτος σπαραγμός φώλιαζε κάπου στην ψυχή της, μια ανομολόγητη στενοχώρια ταλάνιζε την ύπαρξή της, ένα καλά φυλαγμένο μαράζι ροκάνιζε το πνεύμα της. «Μου αρέσει το σπίτι», δοκίμασα να επαναφέρω την κουβέντα στον σκοπό της επίσκεψής μου. Έγνεψε ανεπαίσθητα με το κεφάλι. Η προσοχή μου στράφηκε σε μια κορνιζωμένη φωτογραφία, στην οποία απεικονιζόταν ένας νεαρός. Την πήρα στα χέρια μου και την περιεργάστηκα για λίγες στιγμές. «Ο γιος σας;» άφησα την περιέργειά μου να ξεδώσει. Δύο μάτια γυάλινα, ωχρά, με κοιτούσαν τώρα ανέκφραστα, προσδίδοντας στην όψη μια παράξενα μαρμάρινη ακαμψία.
«Είναι κανείς εδώ;» ακούστηκε έξαφνα μια φωνή από έξω. Κοίταξα τη σπιτονοικοκυρά. Έμεινε σε αγαλμάτινη ακινησία. «Σας παρακαλώ, ποιος είναι μέσα;» ξανακούστηκε τώρα η φωνή μ’ ένα ίχνος ανησυχίας. Στράφηκα και βγήκα.
«Ποια είστε;» με ρώτησε μια μεσόκοπη κυρία που ερχόταν καταπάνω μου με έναν αέρα που φανέρωνε πως ήταν σε συναγερμό. «Ήρθα για το σπίτι», την ενημέρωσα. Έδειξε αμέσως να ηρεμεί. «Α, εσείς είστε», μου χαμογέλασε. «Συγγνώμη που άργησα λίγο…», πρόσθεσε, καταφέρνοντας πράγματι να με αποσυντονίσει και να μου προκαλέσει σύγχυση. «Εσείς ποια είστε;» τόλμησα να εκφράσω την απορία μου. «Η σπιτονοικοκυρά», με πληροφόρησε. Αποδιοργανώθηκα εντελώς. «Μα τότε η κυρία που είναι μέσα ποια είναι;». «Ποια;» Έδειξα προς την ανοιγμένη πόρτα. Η κυρία προχώρησε. Την ακολούθησα. «Αυτή η κλειδαριά θέλει φτιάξιμο», παρατήρησε. «Πάντα ανοίγει», εξήγησε την κατάσταση.
Μπήκαμε. Παρέλυσα. Μια λωρίδα φωτός διείσδυε από την είσοδο, τρύπωνε το σκοτάδι στο οποίο ήταν βυθισμένη η κάμαρα που μόλις πριν από λίγο ήταν ακόμα κατάφωτη, έγλειφε τις ξύλινες επιφάνειες παλιών επίπλων και έκανε να ξεχωρίσουν χιλιάδες σωματίδια, που αιωρούνταν βαριά και πυκνά στον αέρα. «Ποια κυρία; Δεν είναι κανείς εδώ», ήρθε ο παντελώς περιττός σχολιασμός της πραγματικής σπιτονοικοκυράς, καθώς άνοιγε τα παραθυρόφυλλα, αφήνοντας άπλετο φως να γεμίσει τον χώρο. Ήταν σα να είχα φάει πετριά στο κεφάλι. «Άρχισες να παραμιλάς σα δαιμονοπαρμένη», με τσίγκλησαν οι σκέψεις μου. «Ή ο διάολος σε καβαλίκεψε ή το ’χεις χάσει», συνέχιζαν να με κεντρίζουν οι συλλογισμοί μου. Δεν τόλμησα να αρθρώσω λέξη. Η σπιτονοικοκυρά, ήμουν σίγουρη, θα νόμιζε ότι είχε να κάνει με κάποια που δεν είχε σώας τας φρένας. Ωστόσο, εκείνη είχε αφοσιωθεί στην απομάκρυνση της σκόνης από τα έπιπλα, ενώ ταυτόχρονα η αφήγηση γεγονότων στην οποία τώρα επιδιδόταν με μετέφερε σε μονοπάτια ανεξήγητα, μυστηριώδη.
«Το σπίτι το ’χω αγορασμένο εδώ και κάμποσα χρόνια», εισήγαγε τη διήγησή της. «Πολύ παλιά έμενε εδώ ένας νεαρός. Δεν ήταν από τα μέρη μας. Ήταν… Ούτε που θυμάμαι από πού ήταν. Κοιτούσε τη δουλειά του και ποτέ δεν πείραζε κανέναν. Μια μέρα συνέβη κάτι κολάσιμο. Δέχτηκε επίθεση. Οι αλήτες! Σαν αποφασίσει ο διαβολόσπορος να κάνει τη δουλειά του, ποιος μπορεί να τα βάλει μαζί του; Τον άφησαν στον τόπο. Παραδόθηκε. Ξεψύχησε». Έμεινα αμίλητη. Δεν ήθελα να παρέμβω στον ειρμό της κουβέντας της, που με συγκλόνιζε. Η ματιά μου έπεσε απάνω σε μια άδεια κορνίζα. Ένιωσα το σφυγμό μου να σταματάει. Ήταν ίδια με αυτή που είχα δει προηγουμένως, μόνο που εκείνη πλαισίωνε τη φωτογραφία ενός νεαρού. «Τόσο ήταν το μερτικό στη χαρά για εκείνη τη χαροκαμένη μάνα», εξακολούθησε η σπιτονοικοκυρά. Πώς γίνεται άνθρωπος να αντέξει τόσο πόνο! Εκείνη η μάνα… Το κακό που τη βρήκε, ήμουν σίγουρη, τη συνέθλιψε. Εκείνη η καρδιά… Ήμουν βέβαιη, ζάρωσε, έγινε σάψαλο, πρόωρα. «Το θανατικό τής σκόρπισε τα μυαλά», είπε η σπιτονοικοκυρά, σα να είχε διαβάσει τους προβληματισμούς μου. «Άρχισε να την κατατρώει το μίσος, ώσπου…». Μου είχε παρακινήσει την περιέργεια. «Ώσπου;» δεν άντεξα να μη ζητήσω τη συνέχεια. «Ώσπου καταράστηκε τον τόπο να χάνει νεαρά παιδιά». Έμεινα να την κοιτάζω με το στόμα να χάσκει ανοιχτό. Ναι, το είχα ακούσει. Ο κόσμος το ’λεγε. Οι παλαιοί το ήξεραν καλύτερα. «Βέβαια, τότε κανείς δεν την είχε πάρει στα σοβαρά… Μπορεί ο χρόνος να ξεθώριασε το συμβάν, αλλά τα δυστυχήματα που συμβαίνουν από τότε στα μέρη μας δε μας αφήνουν να ξεχάσουμε. Τι να θυμηθείς; Το ατύχημα με το τρακτέρ έξω από το χωριό, που πήρε δύο παιδιά, τα δύο κορίτσια που έχασαν τη ζωή τους μέσα στο χωριό, τα εικοσιένα παιδιά, που δεν πρόλαβαν να χαρούν τη ζωή;» Η μιλιά κόπασε. Σαν να είχε χάσει τη δύναμή της. Είχε αποκάνει. Με κοίταξε. Πήγα να μιλήσω, αλλά η φωνή μου βγήκε βραχνή. Καθάρισα το λαιμό μου. «Ευχαριστώ για το χρόνο σας», είπα ξερά. «Θα το σκεφτώ για το σπίτι. Το τηλέφωνό σας το έχω». Το αποσβολωμένο βλέμμα της μου έλεγε πως μάλλον δεν περίμενε αυτή την αντίδραση. Έκανα σβέλτα μεταβολή και βγήκα κεραυνοβολημένη, ενώ στιγμή δε με είχε αφήσει η εμπειρία που είχα ζήσει πριν από λίγη ώρα. Ποια ήταν εκείνη η κυρία; Ήταν άραγε το πνεύμα της μητέρας του αδικοσκοτωμένου, που επισκέφθηκε τον τόπο που εκείνος κάποτε είχε περιδιαβεί;
Απομακρύνθηκα γοργά. Όχι. Δε θα νοίκιαζα το σπίτι. Δε θα τάραζα την ανήσυχη ψυχή που πλανευόταν αγαλήνευτη εκεί που κύλησε το αίμα του παιδιού της. Το βήμα μου με έβγαλε στο κοντινότερο περίπτερο. Αγόρασα μια τοπική εφημερίδα με την ελπίδα η έρευνα στις αγγελίες να κατέληγε σε ένα πιο καρποφόρο αποτέλεσμα. Το βλέμμα μου τράβηξε το πρωτοσέλιδο: «Θανατηφόρο τροχαίο σημειώθηκε τα ξημερώματα έξω από το Διαβατό. Δύο αδέρφια από το Μακροχώρι, που επέβαιναν σε μηχανή μεγάλου κυβισμού έχασαν τη ζωή τους, όταν ο οδηγός για άγνωστο λόγο έχασε τον έλεγχο του δίκυκλου και αυτό εξετράπη της πορείας του».
Λένε ότι χρειάζεται να περάσουν πενήντα χρόνια, για να σπάσει η κατάρα και να ησυχάσει το άδικο αίμα. Πέταξα την εφημερίδα. Σταυροκοπήθηκα. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τους σκεπάσει!
Η Χριστίνα Δημητριάδου γεννήθηκε στη Γερμανία το 1971 από Έλληνα πατέρα και Γερμανίδα μητέρα. Μεγάλωσε στην Ελλάδα και σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στον ιδιωτικό τομέα, όπου ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της Γερμανικής και της Αγγλικής γλώσσας.
Από το 2005 διδάσκει Γερμανικά σε σχολεία της δημόσιας εκπαίδευσης. Είναι κάτοικος της Βέροιας, όπου ζει μαζί με την οικογένειά της. Το 2012 βραβεύτηκε για τη συμμετοχή της με την εκπαιδευτική δραστηριότητα «Ψηφιακό Παραμύθι» στον πανελλήνιο διαγωνισμό «Βραβείο Καθηγητή Γερμανικών 2012» που διοργάνωσε η Πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στην Αθήνα σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Goethe Αθηνών. Την ίδια χρονιά έλαβε μέρος και βραβεύτηκε στον θεσμό «Αριστείας και Ανάδειξης Καλών Πρακτικών στην Α/θμια & Β/θμια Εκπαίδευση» του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για την εκπαιδευτική δράση με τίτλο «Ψηφιακή Ιστορία της Α’ Τάξης Γενικού Λυκείου».
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης