Γεια σας. Με λένε Αγκάθα, αλλά με φωνάζουν Άγκι και θα είμαι η αφηγήτριά σας. Μια καλοκαιρινή μέρα, καθώς γυρνούσα μούσκεμα προς το σπίτι για να γεμίσω το νεροπίστολό μου, άκουσα την τηλεόραση να λέει: «Έκτακτη είδηση! Έκτακτη είδηση από το κανάλι Ν. Πιερίας. Ο μεγαλοεπιχειρηματίας Ιωάννης Καφασάκης που έχει την γνωστή εταιρία Σπλατς σκοπεύει σε ένα μόνο μήνα να κάνει τους πρόποδες του Ολύμπου ιδιωτική του χωματερή πετώντας βιομηχανικά απόβλητα. Θα συμφωνήσει άραγε ο δήμαρχος; Μείνετε μαζί μας στο δελτίο ειδήσεων στις 9.00.»
«Δεν είναι δυνατόν να το κάνει αυτό», σκέφτηκα από μέσα μου και έτρεξα να το πω στον Δημήτρη και στον Θωμά, τους φίλους μου.
«Παιδιά, παιδιά!» φώναξα. Εκείνοι με έβρεξαν, επειδή νόμιζαν ότι θα τους έριχνα. «Έρχομαι ειρηνικά! Σταματήστε!»
«Τι τρέχει; Φαίνεσαι ταραγμένη», παρατήρησε ο Δημήτρης.
«Ναι, όντως», συμφώνησε και ο Θωμάς.
«Δεν θα το πιστέψετε. Ένας επιχειρηματίας Καφάσης θα κάνει τους πρόποδες του Ολύμπου χωματερή.»
«Συμφώνησε ο δήμαρχος;»
«Δεν ξέρω. Θα το δείξει στις 9.»
«Τότε να περιμένουμε να δούμε αν συμφωνήσει.»
«Θα πρέπει να αναλάβουμε δράση εμείς», τους απάντησα.
«Μα πώς;» ρώτησε ο Θωμάς.
«Να πάμε να παραπονεθούμε στο δημοτικό συμβούλιο», πρότεινε ο Δημήτρης.
«Δε θα μας δώσουν σημασία», τους απάντησα εγώ. «Προτείνω να πείσουμε τους γονείς μας να μας πάνε στον Όλυμπο. Κάνοντας μια έρευνα θα αποτρέψουμε να γίνει χωματερή. Έχουμε μια τελευταία ελπίδα.»
«Καλή ιδέα. Ουφ. Μεσημέριασε. Πότε θα βρεθούμε;» ρώτησε ο Δημήτρης.
«Τι λέτε για αύριο στις 6;»
«Εντάξει.»
«Παρομοίως.»
Αφού μπήκα στο σπίτι, έφαγα μεσημεριανό και έκανα ένα απολαυστικό μπάνιο. Θέλησα να ξαπλώσω στον καναπέ, διότι χρειαζόμουν χαλάρωση. Ήμουν αγχωμένη, γιατί:
1. Θα γίνει χωματερή;
2. Θα συμφωνήσουν οι γονείς μου;
Όταν πήγε 9 είπα από μέσα μου: «ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!» Άνοιξα την τηλεόραση στο κανάλι. Μαντέψτε την απάντηση. Συμφώνησε ο δήμαρχος! Κλασικό στην Ελλάδα! Έμεινα άφωνη. Πού ξανακούστηκε κοτζάμ δήμαρχος να μην υποστηρίζει τον τόπο του. Όσο για τους γονείς μου προτιμώ να τους μιλήσω αύριο, αφού θα συνεννοηθώ με τα παιδιά για το πώς θα τους μιλήσουμε. Το βράδυ έμεινα ξάγρυπνη σκεπτόμενη τα γεγονότα που συνέβησαν εκείνη την ημέρα, με αποτέλεσμα το πρωί να χασμουριέμαι.
«Είδατε τις ειδήσεις;» ρώτησε ο Δημήτρης.
«Φυσικά», είπαμε εγώ κι ο Θωμάς μαζί.
«Αχχ, χασμουρήθηκα εγώ. Αφού θα αναλάβουμε δράση, πώς θα πείσουμε τους γονείς να μας πάνε στον Όλυμπο;»
«Δεν είναι πρόβλημα πλέον», απάντησε ο Δημήτρης. «Χτες είπα στους γονείς μου την κατάσταση και μετά αυτοί μίλησαν με τους γονείς σας.»
«Τέλεια! Πότε φεύγουμε;» τον ρώτησα αμέσως.
«Αύριο στις 10», απάντησε.
«Καλύτερα από τώρα να ετοιμάσουμε τα σακίδια μας», είπε ο Θωμάς.
«Εντάξει», είπα. Έτρεξα στην κουζίνα, όπου ήταν οι γονείς μου, τους ευχαρίστησα χωρίς να περιμένω απάντησή τους και πήγα στο δωμάτιό μου. Πήρα το πορτοκαλί σακίδιο με τις μπλε βούλες...
Σημειωματάριο Ναι
Στυλό Ναι
Σκηνή Ναι
Νερό Ναι. Ωραία όλα εδώ. Είδα το ρολόι. Κατέβηκα για βραδινό Ήμουν κατενθουσιασμένη. Βέβαια είναι δύσκολο. Τι μπορεί να πάει στραβά; Το άλλο πρωί τελικά οι γονείς μου μας πήγαν με το αυτοκίνητο. Το ταξίδι ήταν βαρετό. Κάποια στιγμή ο Θωμάς άνοιξε την κουβέντα:
«Λοιπόν, λέτε να πιάσει;»
«Δε θα ξέρουμε άμα δεν δοκιμάσουμε», απάντησε ο Δημήτρης.
«Είμαστε ήδη πολύ κοντά», είπα εγώ. «Δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω.»
Σε λίγο φτάσαμε στον Όλυμπο. Αναγκαστήκαμε να παρκάρουμε στα πιο πεδινά εδάφη, γιατί θα ήταν ριψοκίνδυνο να προχωρήσουμε πιο μέσα. Δίχως άλλη επιλογή αρχίσαμε να περπατάμε. Πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι υπέροχο να περπατάμε σε τόσο φανταστικό τοπίο. Τα τζιτζίκια έπαιζαν μουσική. Τα πουλιά κελαηδούσαν. Περπατούσαμε πιο κοντά προς το δάσος. Τότε ένας περίεργος θόρυβος ήχησε στα αυτιά μου σαν να έλεγε ΒΟΗΘΕΙΑ. Μάλλον παράκουσα. Σε λιγότερο από μισή ώρα αντικρίσαμε ένα ακριανό κομμάτι του δάσους. Εκεί λίγο δείλιασα, μα τουλάχιστον οι γονείς μου είχαν πάρει έναν οδηγό, για να μας βοηθήσει να μην χαθούμε στο δάσος.
«Να ’μαστε», είπε ο Δημήτρης.
«Πάμε», είπε κι ο Θωμάς.
Καθώς διασχίζαμε αυτό το κομμάτι, ακούσαμε ένα σούρσιμο. Γύρισα πίσω μου θέλοντας να σιγουρευτώ ότι όλα είναι καλά. Έφαγα κανένα λεπτό λέγοντας: «Αα...» Μετά γύρισαν οι άλλοι.
«Μα τι στο...», δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ο Δημήτρης.
«Πού είναι οι γονείς μου;» φώναξα εγώ.
«Λέτε αυτό που ακούσαμε να τους πήρε;» ρώτησε ο Θωμάς.
Πριν μιλήσω η φωνή ξανακούστηκε. Αυτή τη φορά το ακούσαμε και οι τρεις.
«Τι...»
Ένα πετραδάκι πετάχτηκε μπροστά μας. Πάνω του είχε ένα μήνυμα: «ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ ΒΟΗΘΕΙΑ. ΓΙΑΤΡΕΨΤΕ ΜΕ. ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ.»
«Ποιο μονοπάτι;» αναρωτήθηκα.
«Πρέπει να το δείτε αυτό», είπε ο Θωμάς δείχνοντας ένα μονοπάτι.
«Δεν υπήρχε πριν», παρατήρησα εγώ.
«Ξέρετε...», ξεροκατάπιε ο Δημήτρης, «μπορεί να ήταν το δάσος.»
Το μυαλό μου θόλωσε μέχρι που ο Θωμάς διέκοψε τη θολούρα μου λέγοντας:
«Ας το εξερευνήσουμε.»
Διστακτικά ακολουθήσαμε το μονοπάτι. Το χώμα ήταν ξερό, ενώ τα κλαδιά των δέντρων ήταν έτοιμα να καταρρεύσουν. Ο Δημήτρης παρατήρησε διάφορα σύμβολα χαραγμένα στο χώμα σε τρία ορθογώνια. Το 1ο είχε πλάγιες ρίγες με τον αριθμό 2, το 2ο είχε οριζόντιες ρίγες με τον αριθμό 1 και το 3ο σταυρό με τον αριθμό 3. Ήταν χαραγμένη η φράση: «ΒΡΕΙΤΕ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ».
«Κοιτάξτε εδώ», φώναξε ο Δημήτρης.
«Ίσως είναι σημαντικό», πρόσθεσε ο Θωμάς.
«Θα τα γράψω στο σημειωματάριό μου», είπα εγώ. «Ψάξαμε παντού για να βρούμε κάτι σαν αυτά τα σημάδια. Δε θα είναι εδώ», σκέφτηκα απελπισμένη. Ήμουν έτοιμη να παραιτηθώ, όταν επιτέλους το είδα.
Εκεί είναι. Μας οδήγησαν στο τέλος του μονοπατιού. Τα ορθογώνια με τα σχέδιά τους ήταν 3 πόρτες.
«Τέλεια. Αλλά τι σημαίνουν οι αριθμοί;» αναρωτήθηκε ο Δημήτρης.
«Είναι σημάδι μάλλον με ποια πόρτα θα ξεκινήσουμε», είπε ο Θωμάς.
Στην 1η πόρτα βρεθήκαμε σε μια μεγάλη πόλη. Τα κτήρια είχαν κακή αρχιτεκτονική. Αρκετοί ζητιάνοι στέκονταν στα πεζοδρόμια. Μια εφημερίδα που την πήρε ο άνεμος έπεσε πάνω στα μούτρα μου. Ο Θωμάς την πήρε από πάνω μου και διάβασε:
«Η πείνα φτάνει στα όριά της λόγω της φτώχειας που έχει προκληθεί από τις συνεχείς απολύσεις…»
«Ώστε αυτό εννοούσε με το γιατρέψτε με», είπε ο Δημήτρης. «Πρέπει να βρούμε μια λύση σε κάθε πόρτα. Μπορούμε...»
«Μπορούμε να προσλάβουμε παραγωγούς βιολογικών προϊόντων και να πουλήσουμε εθελοντικά φτηνά βιολογικά προϊόντα. Δηλαδή να κάνουμε ένα παζάρι», πρότεινε ο Θωμάς. Κι εγώ αμέσως συμφώνησα μαζί του:
«Συμφωνώ. Να κάνουμε συλλογή ρούχων. Όσοι έχουν ένα ρούχο που δεν τους κάνει, θα το φέρνουν. Ταυτοχρόνως εμείς θα τα πηγαίνουμε στους απόρους. Πώς σας φαίνεται;»
«Εξαίσια», απάντησαν και οι δυο.
«Μας μένουν δύο πράγματα», συμπλήρωσε ο Θωμάς, «να βγάλουμε άδεια και να βρούμε παραγωγούς.»
«Δε θα μας αφήσουν να βγάλουμε άδεια», παρατήρησε ο Δημήτρης. «Είμαστε μικροί ακόμη.»
«Αν ήμασταν στον δικό μας κόσμο, θα υπήρχε αυτό το ζήτημα», είπα εγώ, «μα εδώ δε χρειαζόμαστε άδεια, αφού είμαστε στον κόσμο του δάσους.»
«Ωραία.»
«Γρρ!» Ακούστηκε το γουργουρητό στην κοιλιά μου. «Πάμε να φάμε;»
«Η αλήθεια είναι ότι πεινάω κι εγώ», είπε κι ο Θωμάς. «Πάλι καλά που έφερα μαζί μου χρήματα.»
Καθώς ψωνίζαμε απ τον αυτόματο πωλητή συζητούσαμε το πώς θα βρούμε παραγωγούς προϊόντων. Κατά τύχη ο τύπος που περίμενε στην ουρά πίσω μας ήταν παραγωγός. Ήταν πρόθυμος να βοηθήσει, αν τον πληρώναμε. Θα τον πληρώναμε έτσι κι αλλιώς.
«Θαυμάσια», είπε χαρούμενος ο Θωμάς. «Αύριο θα μας φέρει φρούτα και λαχανικά.»
«Θα βάλουμε τα χαρτόκουτα για πάγκο», πρότεινε ο Δημήτρης.
«Θα τα στήσουμε αύριο», τους είπα εγώ. «Είναι αργά, τώρα, ας κοιμηθούμε.» Και κοιμηθήκαμε στις σκηνές μας, πράγμα καθόλου βολικό. Την άλλη μέρα την ώρα που στήναμε τα χαρτόκουτα έφτασε ο παραγωγός:
«Σας έφερα τα προϊόντα, παιδιά.»
«Αφήστε τα εδώ», του απάντησα.
Ο κόσμος ήρθε αμέσως. Πολλοί άφηναν ρούχα. Όταν τελειώσαμε τα πάντα, λάβαμε ένα γράμμα που έλεγε: «Αλλάξτε πόρτα».
«Αναρωτιέμαι ποιο πρόβλημα θα λύσουμε τώρα», είπε ο Δημήτρης σκεπτικός.
Στη 2η πόρτα ήμασταν σε ένα χωριό με εφήβους εξαρτημένους από το αλκοόλ. Παντού υπήρχαν μεθυσμένοι. Τα μπαράκια ήταν ανοιχτά.
«Πω πω! χαμός», είπε ο Θωμάς.
«Μα καλά, πώς τους αφήνουν να πίνουν σε τόσο μικρή ηλικία;» ρώτησα εγώ.
«Θα ναι αρκετά δύσκολο να τους σταματήσουμε», συμπλήρωσε ο Θωμάς.
«Όχι μόνοι μας», είπε ο Δημήτρης. «Λέω να κολλήσουμε αφίσες για να οργανώσουμε μία εκδήλωση με θέμα τον αλκοολισμό στην εφηβεία.»
«Στο μεταξύ θα φέρουμε ψυχολόγους και φαρμακοποιούς, που θα συζητήσουν με τους εφήβους», συμπλήρωσα εγώ με τη σειρά μου. «Δεν είναι κακή ιδέα.»
«Θα φτιάξω τις αφίσες. Εσείς βρείτε χώρο για την εκδήλωση», είπε ο Δημήτρης.
Όσους κι αν ρωτήσαμε, όμως, δεν βρίσκαμε χώρο.
«Έχω μια ιδέα», είπε τότε ο Θωμάς. «Γιατί δεν το κάνουμε σε ανοιχτό χώρο; Θα πάρουμε με τα χρήματά μου πλαστικές εξέδρες.»
Εγώ συμφώνησα μαζί του κι έτσι αγοράσαμε τις εξέδρες. Ο μαγαζάτορας μας τις έστησε. Γυρίσαμε πίσω στον φίλο μας.
«Βρήκατε χώρο;» μας ρώτησε ο Δημήτρης.
«Όχι, αλλά θα το οργανώσουμε σε έναν ανοιχτό χώρο. Εσύ τελείωσες τα φυλλάδια;»
«Ναι»
«Αύριο θα αφισοκολλήσουμε όσο εσύ θα προσλαμβάνεις ψυχολόγους και φαρμακοποιούς», είπε ο Θωμάς.
Νωρίς το πρωί κολλήσαμε τις αφίσες σε όλο το χωριό. Ήταν πολύ κουραστικό. Φυσικά τελειώσαμε πριν τον Δημήτρη. Τουλάχιστον έγινε η εκδήλωση. Δυστυχώς δεν την παρακολουθήσαμε, γιατί αλλάξαμε πόρτα.
Πίσω από την 3η πόρτα βρισκόταν μια κωμόπολη γεμάτη σκουπίδια.
«Βρομάει εδώ», είπε ο Δημήτρης. «Νομίζω ότι ξέρουμε τι να κάνουμε.»
«Καθαρίζουμε», απάντησε ο Θωμάς.
«Δείχνουμε στους πολίτες αυτής της πόλης πώς να ανακυκλώνουν σκουπίδια και παλιά αντικείμενα», είπα κι εγώ. «Μα, ναι! Αυτή είναι η λύση στην έρευνά μας.»
«Τι εννοείς;» με ρώτησε ο Δημήτρης αμέσως.
«Θα ενημερώσουμε με τα ΜΜΕ τους πολίτες της δικής μας πόλης για την καταστροφή που κάνουν τα βιομηχανικά απόβλητα στη φύση Μετά θα συγκεντρώσουμε τους κατοίκους στο δημαρχείο κατά την συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου για να πιέσουν τους αρμόδιους (και κυρίως τον δήμαρχο) να σταματήσουν τη δημιουργία της χωματερής.»
Τότε, μόλις τελείωσα τα λόγια μου, το δάσος μας πήγε στους γονείς μου, οι οποίοι δε θυμόντουσαν τίποτα. Τους εξηγήσαμε το σχέδιό μας. Τελικά, με τη συμπαράσταση όλων των πολιτών πιέσαμε το δημοτικό συμβούλιο να αναβάλει προσωρινά την συμφωνία με τον επιχειρηματία. Σε αυτό το χρονικό διάστημα θα προσπαθήσουμε να την αποτρέψουμε ολοκληρωτικά .
Εμείς θα προσπαθούμε να είμαστε παρόντες και να βρίσκουμε λύση σε κάθε κοινωνικό ή περιβαλλοντικό πρόβλημα.
Ονομάζομαι Σελήνη Ατματζίδου.
Γεννήθηκα και κατοικώ στην Κατερίνη. Είμαι 12 ετών. Φοιτώ στην Στ΄ τάξη δημοτικού σχολείου. Μου αρέσει να διαβάζω βιβλία.
Άρχισα να γράφω από 7 χρονών μικρές ιστορίες, θεατρικά έργα, όπως «Τον Σγκεσγκέ και τον Σγκασγκά» (1ο και 2ο μέρος) που το αφιέρωσα στην αδελφή μου Ελπίδα, «Το δέντρο», «Την Χριστουγεννιάτικη περιπέτεια» και πολλά άλλα. Επίσης ασχολούμαι με τις τέχνες (μουσική, ζωγραφική), με μαθήματα ξένων γλωσσών (Αγγλικά, Γερμανικά) και με τον αθλητισμό (καράτε, σκι, ενώ παλαιότερα με την καλαθοσφαίριση).
Όταν ενηλικιωθώ, θα προτιμούσα να γίνω χημικός.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης