«Και πώς πετάς κορίτσι μου;»
«Ανοίγω τα χέρια και πετάω, μαμά.»
«Μόνη σου πετάς, Ιωάννα;»
«Συνήθως όχι, μου κάνουν παρέα κάποια πουλάκια.»
«Και πού πάτε με τα πουλάκια;»
«Δεν θυμάμαι, μαμά.»
Παρά το γεγονός πως ταξιδεύουμε στην οικονομική θέση, τα καθίσματα είναι άνετα και η απόσταση από τις μπροστινές θέσεις αρκετά μεγάλη. Καθόμαστε λίγο πιο πίσω από το αριστερό φτερό του αεροπλάνου που μας επιστρέφει στην πατρίδα. Στη δεξιά πλευρά της ατράκτου, στο παράθυρο, έβαλα την Ιωάννα, εγώ έκατσα δίπλα της, στα αριστερά ο άντρας μου. Τώρα κοιμούνται και οι δύο και, αν είναι εσφαλμένη η εντύπωσή μου πως ξεκουράζονται με ένα χαμόγελο ξαπλωμένο πάνω στο πρόσωπό τους, ας είναι, μερικά λάθη είναι ευπρόσδεκτα. Άλλα όχι όμως…
«Μαμά, θέλω να ξαναπάμε στο αεροδρόμιο.»
«Γιατί, μωρό μου;»
«Γιατί μαθαίνω να πετάω καλύτερα.»
«Πώς;»
«Κοιτάω τα αεροπλάνα, μαμά.»
Το δικό μου λάθος ήταν πως ναρκισσιστικά γοητευμένη από την κόρη μου, πιστεύοντας πως κληρονόμησε την υποτιθέμενη φαντασία μου, δεν ερμήνευσα σωστά τα πρώτα σημάδια. Καθώς μένουμε κοντά στο αεροδρόμιο, σχεδόν κάθε απόγευμα πηγαίναμε στο εμπορικό πάρκο που ήταν δίπλα στους διαδρόμους απογείωσης και προσγείωσης. Εγώ έπινα το τσάι μου και η Ιωάννα παρατηρούσε τα αεροπλάνα, έμοιαζε να μη δίνει δεκάρα για ό,τι άλλο συνέβαινε γύρω της. Στην ουσία, ενώ εγώ σχεδίαζα φανταστικά ταξίδια, η κόρη μου φώναζε πως ανοίγει τα πουπουλένια φτεράκια της και «πετάει, πετάει». Ουσιαστικά ήμασταν και οι δυο στον κόσμο μας. Κάποια απογεύματα μάς συνόδευε και ο σύζυγός μου, την έπαιρνε αγκαλιά, την σήκωνε ψηλά και με τα χέρια της σε έκταση έτρεχαν παράλληλα με τα σιδερένια πουλιά. Το πρόσωπό μου τότε το χάραζε ένα μόνιμο χαμόγελο.
Ώσπου η Ιωάννα σταμάτησε να τρώει.
Ώσπου η Ιωάννα άρχισε να κοιμάται υπερβολικά πολλές ώρες.
Στα γενέθλια των τριών χρόνων τής κάναμε δώρο μια στολή νεράιδας με ασημένια φτερά, ήθελε να την φοράει ακόμα και στον ύπνο της. Τα νέα που μας ανακοίνωσε η γιατρός μετά από τις εξετάσεις που της κάναμε δεν ήταν μόνο επώδυνα στο άκουσμα, ήταν μια ελεύθερη πτώση.
Όταν ξεκινήσαμε το ταξίδι προς την ελπίδα, ξέραμε πως η διάρκειά του ήταν περίπου δώδεκα ώρες. Όλη η διαδρομή ήταν σκοτεινή: ξεκινήσαμε από το αεροδρόμιο στις έντεκα το βράδυ ώρα Ελλάδος και φτάσαμε στον προορισμό μας στις τέσσερις τα ξημερώματα ώρα Αμερικής, η κρύα νύχτα μας είχε σκεπάσει σε όλο το ταξίδι. Τα στόματά μας ήταν σφιγμένα. Η Ιωάννα, παρά τον ενθουσιασμό της για το πέταγμα με το αεροπλάνο, έδειχνε αδύναμη.
«Πού πάμε πετώντας, μπαμπά;»
« Σε ένα ωραίο μέρος, κορίτσι μου.»
«Και τι θα κάνουμε μόλις φτάσουμε;»
«Θα δούμε τα πουλάκια που έχεις στο κεφάλι σου, αγάπη μου.»
«Ααααα ωραία!»
Σχεδόν σε όλη τη διαδρομή κοιμόταν, ενώ εμείς με τα μάτια ορθάνοιχτα, είχαμε βάλει τη σιωπή ανάμεσά μας, εγώ προσπαθούσα να προσευχηθώ, ο άντρας μου είμαι σίγουρη πως έκλαιγε αθόρυβα με μάτια στεγνά και ένα εμφατικό γιατί εντυπωμένο στο μυαλό του. Έχοντας διαβάσει τα πάντα για το νευροβλάστωμα που είχε φυτρώσει στον εγκέφαλο της Ιωάννας, ήξερε τα προγνωστικά, κι όταν προσπάθησε να μου τα πει, τον παρακάλεσα να με αφήσει στην άγνοιά μου, η έκφραση των ματιών μου τον είχε πείσει –τα μάτια δεν λένε ποτέ ψέματα όταν φοβούνται. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο, η μέρα ανατέλλει αναποφάσιστη ακόμα, μπαίνουμε και βγαίνουμε ανάμεσα στα σύννεφα, είμαι μέσα σε δυο δυνατές χρονικές στιγμές υψηλής έντασης, αφήνουμε το σκοτάδι και ο ήλιος χαϊδεύει τα μάγουλά μας. Πρέπει να πετάμε πάνω από τον Ατλαντικό ή φτάσαμε στην Ευρώπη, τέλος πάντων δεν είναι δυνατό να γνωρίζω στα δέκα χιλιάδες πόδια πού βρισκόμαστε, τι βρίσκεται από κάτω μας, αυτό που γνωρίζω είναι τι βρίσκεται μπροστά μας και ασυναίσθητα ακουμπάω απαλά το χέρι μου στο όμορφο ξυρισμένο κεφάλι της. Ένα απαλό χνούδι αρχίζει να βγαίνει. Μετά την επιτυχημένη επέμβαση μείναμε στο νοσοκομείο άλλη μία βδομάδα, οι επίδεσμοι αφαιρέθηκαν τη μέρα που πήραμε το εξιτήριο, το κρανίο της Ιωάννας ήταν λίγο ροζ. Όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, φοβόμουν μήπως μου πει πως είναι φλαμίνγκο. Ευτυχώς δεν το έκανε.
Ο κόσμος των παραισθήσεων που είχε βυθιστεί πριν την επέμβαση, αν τον κοιτούσες αποστασιοποιημένα, αν δεν βρισκόταν σε αυτό τον κόσμο το ίδιο το παιδί σου, είχε μια ποιητικότητα: λίγους ανθρώπους ξέρω που δεν έχουν ονειρευτεί πως πετάνε. Βλέπω μια από τις αεροσυνοδούς που πετάνε συνέχεια, μια ζωή, να μου χαμογελάει. Με ρωτάει αν θέλω ζεστά κουλουράκια που μόλις έψησαν. Αρνούμαι ευγενικά. Προσφέρεται να μου φέρει μαξιλάρι και κουβέρτα. «Όλη η οικογένειά σας κοιμάται», λέει. Της απαντώ πως δεν μπορεί να με πάρει ο ύπνος, έχω υπερένταση, παραγγέλνω ένα ποτήρι κρασί. Επιστρέφοντας μου δίνει τον κατάλογο με τα δωρεάν προγράμματα παρακολούθησης dvd, «να διαλέξετε μια ταινία για να χαλαρώσετε» συμπληρώνει και αποσύρεται διακριτικά. Καθώς βλέπω τη λίστα με τις διαθέσιμες αισθηματικές ταινίες, αναλογίζομαι πάλι τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία είχα γλιστρήσει τις τελευταίες τρεις βδομάδες. Είμαι υποψιασμένη πλέον για τον ορισμό της ευτυχίας, πόσο μάλλον της δυστυχίας. Έχω καταλήξει πως η μία ενυπάρχει μέσα στην άλλη, υπάρχει μια αστάθεια, μια συνάφεια ή κάτι τέτοιο. Εννοώ πως τις στιγμές της μεγάλης στεναχώριας που συνόδευσαν τη γνωμάτευση αλλά και την αναμονή της επέμβασης, τότε που πραγματικά νόμιζα πως είχα αγγίξει τα όρια της απόλυτης δυστυχίας, έφτανε ένα χαμόγελο της Ιωάννας για να με κάνει να νιώσω πως η ζωή είναι ωραία, για να με κάνει ελάχιστα ευτυχισμένη. Τότε μόνο κατάλαβα πως στη ζωή τίποτε, κανένα συναίσθημα δεν είναι οριστικό. Το μόνο οριστικό είναι ο θάνατος, αλλά τότε δεν μιλάμε για ζωή. Όταν είπα αυτή την σκέψη στον άντρα μου, χαμογέλασε και με είπε Επίκουρη, δεν κατάλαβα τι εννοούσε, δεν ήξερα και δεν ξέρω, το μόνο που ξέρω είναι πως έπαψα να πιστεύω στο απόλυτο.
Αποφασίσαμε να κάτσουμε άλλη μια βδομάδα στο Μεγάλο Μήλο, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δώσουμε στο ταξίδι μας μια νότα αναψυχής, που αφενός την είχαμε ανάγκη, αφετέρου μάλλον δεν θα μας ξαναδινόταν τέτοια ευκαιρία. Αποφασίσαμε επίσης να ξοδέψουμε όλες τις οικονομίες μας, γιατί η ζωή είναι μικρή και οφείλαμε να την πασπαλίσουμε με κάποιες όμορφες εικόνες. Προσποιούμασταν τους τουρίστες πηγαίνοντας σε μουσεία, αγοράζοντας σουβενίρ χωρίς όμως το άγχος των τουριστών που αδημονούν, που ελπίζουν πως ένα ταξίδι μπορεί να τους κάνει ευτυχισμένους. Ήμασταν αμφίθυμοι και εγώ και ο άντρας μου, η επίγνωση χαρίζει σοφία και αβεβαιότητα, η Ιωάννα από την άλλη ήταν ενθουσιασμένη.
Την τελευταία μέρα ο άντρας μου πρότεινε να επισκεφτούμε το Κεντρικό Πάρκο. «Η τελευταία δοκιμασία!» μου είπε, συνεχίζοντας: «ξέρεις πως αυτό το πάρκο είναι μια όαση για τα μεταναστευτικά πουλιά, έτσι δεν είναι;». Κατάλαβα τι ήθελε να πει, τι ήθελε να δοκιμάσει, συμφώνησα. Φορέσαμε ένα πολύχρωμο σκούφο στο κεφαλάκι της Ιωάννας και πρώτα επισκεφτήκαμε τις τεχνητές λίμνες. Παρά το γεγονός πως το Κεντρικό Πάρκο φαίνεται φυσικό, πρόκειται για σχεδόν εξ ολοκλήρου διαμορφωμένο χώρο με μονοπάτια, θέατρα, ζωολογικό κήπο και καταφύγιο άγριας ζωής. Παλιά ήταν βαλτότοπος με πολλά χοιροστάσια. Είδαμε αρκούδες και κόκκινα πάντα, είδαμε λεοπαρδάλεις και πιθήκους μαμάκους, είδαμε φώκιες και πιγκουίνους, κυρίως όμως είδαμε αμέτρητα είδη πουλιών προσέχοντας τις αντιδράσεις της κόρης μας. Ευτυχώς ούτε μια φορά δεν υποκρίθηκε πως πετάει, αντίθετα ενθουσιάστηκε με τα βατράχια και τους φρύνους και κάτι μικροσκοπικά μυρμήγκια. Είχε επανέλθει στη γήινη υπόστασή της.
Γυρνάω το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά, κοιμούνται ακόμα και κατά έναν περίεργο τρόπο μου φαίνεται πως έχουν συγχρονίσει τις ανάσες τους, ο άντρας μου ροχαλίζει λίγο παραπάνω. «Η πιθανότητα μετάστασης υπάρχει» είχε πει ο χειρούργος «αλλά είναι πολύ μικρή». «Η ζωή οφείλει να είναι γιορτή» ψιθυρίζω κάνοντας μια μικρή ρίμα, φοράω τα ακουστικά μου και διαλέγω να ακούσω μουσική από την πατρίδα μου, βάζω λυπητερές μπαλάντες. Η χαρά ενυπάρχει στη λύπη. Κλείνω τα μάτια μου και νανουρίζομαι.
Μετά από λίγο βλέπω θαλασσοπούλια να πετάνε έξω από το παράθυρο, πολλά θαλασσοπούλια σε έναν άναρχο σχηματισμό. Μάλλον πετάμε πάνω από τη Μεσόγειο. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου, σε λίγο εξαφανίζονται. Εξακολουθώ να ακούω τις μπαλάντες μου, ο ήχος χαϊδεύει τα αυτιά μου, νιώθω μια πληρότητα, νιώθω πως είμαι ένα αγαπημένο τραγούδι, είμαι νότες και στίχοι μαζί, ταξιδεύω μέσα στο πεντάγραμμο. Τότε είναι που βλέπω ένα σμήνος από πελεκάνους πίσω από το φτερό του αεροπλάνου. Εκμεταλλευόμενοι την κάλυψη που τους χαρίζει δεν κουνάνε καθόλου τις μακριές τους φτερούγες, απλά αιωρούνται σε έναν άψογο σχηματισμό V και στην κορυφή του σχηματισμού βλέπω την Ιωάννα με τα ασημένια φτερά της να οδηγεί τους συντρόφους της.
«Δεν είναι δυνατόν» σκέφτομαι, ένας λυγμός ξεπετάγεται από το στήθος μου, τραντάζομαι ολόκληρη, «Όχι Θεέ μου, όχι πάλι!»
«Μαμά, μαμά!!!»
Τραντάζομαι ολόκληρη.
«Μαμά, ξύπνα σε παρακαλώ!», ακούω και νιώθω το χεράκι της Ιωάννας να με σκουντάει, «Ο μπαμπάς λέει πως σε λίγο φτάνουμε.»
Ανοίγω τα μάτια μου και το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι το χαμόγελό της. Τα δυο μπροστινά της δόντια είναι αραιά, έχουν ένα κενό ανάμεσά τους. Ακριβώς σαν τα δικά μου.
«Μαμά, γιατί έκλαιγες;» ρωτάει και κουρνιάζει στην αγκαλιά μου.
«Ένα όνειρο είδα, μωρό μου, απλώς ένα όνειρο...»
Έχουν ανάψει οι επιγραφές «Προσδεθείτε», βάζω τη ζώνη στην Ιωάννα, ενώ κοιτάω τον άντρα μου.
Μου κλείνει το μάτι και χαμογελάει.
«Καλώς ήρθαμε πίσω νικητές!» μου λέει και ασφαλίζει και αυτός τη ζώνη του.
Ο Δημήτρης Νότας γεννήθηκε το 1969. Σε τρυφερή ηλικία αποφάσισε να γίνει γυμναστής και το μετάνιωσε τη μέρα της αποφοίτησής του. Παράλληλα με τις σπουδές του δούλεψε ως οικοδόμος, σερβιτόρος, barman, dj, ενώ όταν απολύθηκε από τον στρατό έγινε διακινητής αλληλογραφίας με μοτοποδήλατο. Αηδιασμένος από την κίνηση στους δρόμους της Αθήνας αποφάσισε να γίνει βουδιστής και να περιορίσει τις επιθυμίες του στο ελάχιστο. Απέτυχε. Ζει στη Ραφήνα μαζί με την γυναίκα του, τις δύο κόρες τους, έναν σκύλο και άλλα ζώα.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης