Κανένας δε θυμάται ποιος έφερε το παιχνίδι στην παρέα. Το παίζουμε εδώ κι έναν χρόνο σχεδόν, αλλά κανένας δε θυμάται πώς το παίξαμε πρώτη φορά ή ποιος μας το έμαθε. Όσο κι αν το συζητήσαμε με τον Βασίλη, αδύνατον να θυμηθούμε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι είναι παραλλαγή ενός παιχνιδιού που έπαιζε ένας ξεπεσμένος τηλεοπτικός αστέρας. Ο Βασίλης μάλιστα είναι αυτός που έδωσε την τελική μορφή στους κανόνες που ισχύουν για όλη την παρέα.
Η βασική ιδέα του παιχνιδιού είναι να μην πεις καθόλου τις λέξεις «ναι» ή «όχι». Στην τηλεοπτική του εκδοχή ο αστέρας έκανε διάφορες ερωτήσεις στους παίκτες και αυτοί έπρεπε να απαντούν χωρίς να πουν καμιά από τις δύο λέξεις. Φυσικά ο ρυθμός των ερωτήσεων ήταν καταιγιστικός και οι παίκτες κάποια στιγμή απαντούσαν μηχανικά κι έλεγαν ένα «ναι» ή ένα «όχι». Τότε έχαναν. Ο παίκτης που άντεχε περισσότερη ώρα ήταν ο νικητής.
Εμείς όμως, μαντράχαλοι μέχρι εκεί πάνω, θεωρούσαμε αυτή την εκδοχή λίγο νερόβραστη. Οι κανόνες του Βασίλη, τους οποίους τηρούσε όλη η παρέα, μη σου πω κι όλο το Λύκειο, ήταν πιο σκληροί. Πρώτα απ’ όλα δεν υπήρχε βαθμολογία και τελικός νικητής ούτε παρουσιαστής ή διαιτητής. Όλοι είχαν το δικαίωμα να απευθύνουν ερωτήσεις σε όλους, σε ρυθμό συζήτησης. Όποιος απαντώντας έλεγε τις ακατονόμαστες λέξεις, έχανε και η ποινή του ήταν άμεσα εκτελέσιμη και πολύ απλή. Μία σφαλιάρα. Απλά πράγματα κι αντρίκια. Μόλις κάποιος έλεγε «ναι» ή «όχι», όποιος ήταν κοντά του είχε το δικαίωμα να του δώσει μία σφαλιάρα. Ο χαμένος δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί φυσικά και το παιχνίδι συνεχιζόταν μέχρι την επόμενη γκέλα, η οποία φυσικά εξαργυρωνόταν αμέσως στον σβέρκο του άτυχου. Η οδυνηρή ποινή, βέβαια, ήταν ένα κίνητρο για αξιοθαύμαστες επιδόσεις. Αναρωτιέμαι τι δώρα θα κερδίζαμε, αν είχαμε την ευκαιρία να συμμετάσχουμε στην τηλεοπτική εκδοχή του παιχνιδιού.
Είχαμε περάσει ατέλειωτες ώρες παίζοντάς το. Στην αρχή το παιχνίδι είχε έναρξη και λήξη. Τον τελευταίο καιρό όμως κατάντησε μόνιμη κατάσταση. Μ’ άλλα λόγια, παιζόταν αδιάκοπα, μέρα νύχτα, ακόμη και μέσα στο μάθημα. Βέβαια η εκτέλεση της ποινής ήταν λίγο δύσκολη μέσα στην αίθουσα, αλλά η εφευρετικότητά μας δεν είχε όρια.
Αυτό σχολιάζαμε με τον Βασίλη ανηφορίζοντας μετά το σχόλασμα για τα σπίτια μας. Κάποια στιγμή μάλιστα ο ίδιος ο Βασίλης, ενώ ήταν σηκωμένος στον πίνακα στο μάθημα της Φυσικής, είχε απαντήσει «ναι», σε ερώτηση σχετικά με την αδράνεια και επειδή δεν βρισκόταν κανείς κοντά του, έριξε από μόνος του μία στο σβέρκο του, κάτω από την μύτη του Φυσικού, που στο τσακ δεν τον αντιλήφθηκε. Αντιλήφθηκε όμως για τα καλά εμάς που ξεσπάσαμε αμέσως σε χάχανα.
Το θέμα όμως δεν σχολιάστηκε εκτενώς, καθώς άλλες σκέψεις γυρόφερναν στο κεφάλι μου.
-Σήμερα θα της μιλήσω.
-Καλά, δεν της έχεις μιλήσει ακόμα;
-… δεν της έχω μιλήσει ακόμα.
Το χέρι του Βασίλη, αμείλικτος εκτελεστής της προβλεπόμενης ποινής, είχε ήδη σηκωθεί, έτοιμο να μου σβουρίσει μια περιποιημένη, αλλά δεν ήμουν κανένας ατζαμής. Είχα εκπαιδευτεί καλά να αντικαθιστώ σχεδόν μηχανικά τα «ναι» και «όχι» με περιφραστικές καταφάσεις και αρνήσεις. Αμοιβαία χαμόγελα επισφράγισαν την επιτυχία μου και έτσι αποχαιρετιστήκαμε.
Γυρίζοντας στο σπίτι, οι κινήσεις μου ήταν προμελετημένες και σχεδόν αυτόματες. Μετά το γεύμα, κλείστηκα στο δωμάτιο για μελέτη. Δεν θα έλεγα ότι είμαι κακός μαθητής ούτε και αριστούχος φυσικά, αλλά η μελέτη των μαθημάτων εκείνης της μέρας πέρασε και δεν ακούμπησε. Ζητείται επειγόντως κόκορας να τα φορτώσω. Αλλά ο σκοπός ήταν ιερός. Σήμερα το απόγευμα θα έκανα ένα μεγάλο βήμα. Θα της μιλούσα. Χρειαζόμουν όμως μια κίνηση, μια χειρονομία, κάτι εντυπωσιακό για ξεκίνημα. Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει, όμως αποτέλεσμα κανένα. Τζάμπα με λέγανε καταφερτζή. Τζάμπα. Καθόμουν αντικριστά με το ρολόι, λες και προσπαθούσα να διαβάσω τη λύση που ζητούσα στους δείκτες του. Κι αυτό το άκαρδο ούτε λύση μου έδινε ούτε κουνούσε λιγάκι τους δείκτες να περάσει η ώρα της μελέτης.
Όταν πέρασε ένα χρονικό διάστημα που έμοιαζε αρκετό για να ολοκληρώσω τη μελέτη της ημέρας, βγήκα απαλά απαλά στον διάδρομο. Εκεί σχεδόν τράκαρα πάνω στην μητέρα μου, φορτωμένη μ’ ένα καλάθι άπλυτα.
«Βγαίνω έξω, μαμά», είπα και χάθηκα στο κλιμακοστάσιο, πριν προλάβω να δω το απορημένο της βλέμμα, για την αντικατάσταση της προσφώνησης «μάνα» που είχα καθιερώσει τα τελευταία χρόνια, κοτζάμ άντρας γαρ, με την γλυκύτερη και παιδικότερη εκδοχή της.
Η Αθανασία τέτοια ώρα ξεκινούσε από το σπίτι της για να πάει στα Αγγλικά της. Περνούσε από το τρίγωνο παρκάκι, ανηφόριζε περνώντας δίπλα από την πιάτσα των ταξί, έφτανε στον πεζόδρομο κι έστριβε δεξιά για το φροντιστήριό της. Κατάσκοπε.
Εγώ θα έκοβα δρόμο από τη μεγάλη κατηφόρα. Θα τη συναντούσα τάχα τυχαία δύο τετράγωνα πριν φτάσει στον προορισμό της. Τα είχα όλα σχεδιασμένα. Όλα, εκτός από την πρώτη κίνηση. Έσπαγα το κεφάλι μου, αλλά τίποτα δεν έβρισκα.
Η μεγάλη κατηφόρα είναι από τ’ αγαπημένα μου μέρη στη γειτονιά μας. Έχει έναν ορίζοντα ατέλειωτο, όπου γη κι ουρανός ενώνονται κάθε φορά και μ’ άλλον τρόπο μπροστά στα μάτια μου. Σχεδόν ερωτοτροπώντας θα έλεγα, αν ήμουν ποιητής, αλλά δεν είμαι. Και σήμερα μ’ αποζημίωσε με το παραπάνω ο ορίζοντας της κατηφόρας μου όμως. Ψηλά στον ουρανό είχαν σταθεί κάτι καταπληκτικά κάτασπρα σύννεφα σαν τούφες από βαμβάκι. Είναι τα αγαπημένα μου. Ο Βασίλης μου είχε πει ότι τα λένε Cumulus ή Σωρείτες, το είχε μάθει στους Προσκόπους. Λατρεμένοι μου Σωρείτες, γιατί δεν μου κάνετε το χατίρι σήμερα να πάρετε κανένα ταιριαστό σχήμα; Να, ας είχατε σχήμα καρδιάς. Ορίστε, ωραίο ξεκίνημα κουβέντας. Κοίτα μια καρδιά στον ουρανό! Αλλά πού, σιγά να μην νοιάζεται ο κυρ-Σωρείτης ’κει ψηλά να βοηθήσει έναν που δεν είναι ποιητής να κάνει ποιητική έναρξη. Ας τα βγάλεις πέρα μόνος σου, κύριε.
Το πρόβλημά μου λοιπόν παρέμενε. Οι υποψήφιες λύσεις διαδέχονταν η μία την άλλη και απορρίπτονταν η μία μετά την άλλη. Λουλούδια; Μπα! Σοκολάτα; Όχι! Στιχάκι έξυπνο; Ούτε! Τζίφος! Η κατηφόρα τελείωσε, λύση δεν έχω και οι Σωρείτες γελάνε μαζί μου, το ξέρω. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος, στρίβοντας στη γωνία θα την δω, περνώντας τη στροφή θα με δει. Άσ΄ το φίλε, κάηκε.
Ευτυχώς, βέβαια, εμείς που δεν είμαστε ποιητές αλλά άνθρωποι πρακτικοί έχουμε πάντα ένα εναλλακτικό σχέδιο. Όχι τίποτε σπουδαίο, αλλά απ’ τ΄ ολότελα…
Η ζωγραφιά. Την είχα τελειώσει από προχτές, αλλά δεν μου πολυάρεσε. Ήξερα ότι της αρέσουν οι εικόνες από κάτι παλιά αναγνωστικά, κάτι αρχαία, απ’ αυτά που έμαθαν γράμματα οι παππούδες μας. Την είχα δει να τις θαυμάζει. Ε, κι έκανα μια απόπειρα καλλιτεχνικής δημιουργίας. Το αποτέλεσμα δεν το λες αριστούργημα αλλά ούτε και τραγικό. Ένα αγόρι με κοντά παντελόνια, απ’ αυτά που φορούσαν τότε, γονατισμένο να δίνει ένα λουλούδι σ’ ένα κορίτσι που πρόβαλλε μέσα από ένα παράθυρο με πράσινα παντζούρια. Καλή η έμπνευση, δε λέω, αλλά η εκτέλεση ήθελε κάποιον πιο καλλιτέχνη. Τέλος πάντων, τώρα πια δεν υπήρχε χρόνος για κάτι άλλο. Αυτό θα έδινα.
Στροφή, στρίβω, τώρα θα την δω, πίσω απ’ το περίπτερο, με το ένα με το δύο, να τη.
«Καλησπέρα, Αθανασία.»
«Γεια σου!»
«Στ’ Αγγλικά πηγαίνεις;»
«Ναι.»
Ευτυχώς δεν είναι κάνα παλιόπαιδο απ’ την παρέα εδώ, να κάνει καμιά χαζή κίνηση. Αν και δεν παίζουν κορίτσια στο παιχνίδι μας, ούτε μετράνε οι απαντήσεις τους, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Τους έχω ικανούς για το χειρότερο.
«Εδώ πιο κάτω είναι, ε;»
«Ναι.»
Σταμάτα κορίτσι μου με τα «ναι», άσε με να συγκεντρωθώ.
«Αυτό είναι για σένα.»
«Τι είναι;»
«Κοίταξέ το.»
Σιωπή. Παρατεταμένη σιωπή. Έτσι είναι το καρδιοχτύπι; Αν συναντήσω ποτέ ποιητή, να θυμηθώ να τον ρωτήσω.
Χαμόγελο. Χαμόγελο ζωογόνο.
«Όμορφο είναι, για μένα είναι;»
«Για σένα είναι.»
«Σ’ ευχαριστώ.»
«Θέλεις όταν τελειώσεις το μάθημα να σε συνοδέψω μέχρι τη γειτονιά σου;»
«Θέλω.»
«Ωραία.»
Πάλι χαμόγελο. Πιο όμορφο κι από Σωρείτη.
«Θα τα πούμε σε δύο ώρες, λοιπόν.»
«Σωστά.»
«Γεια σου.»
«Γεια.»
Την τρεχάλα μέχρι την πλατεία του αγάλματος δεν την είχα προσχεδιασμένη, αλλά δεν άντεχα να μη συναντήσω αμέσως την παλιοπαρέα. Όχι φυσικά ότι θα τους έδινα λογαριασμό τι κάνω και δεν κάνω στα αισθηματικά μου. Ούτε που θα καταλάβαιναν δηλαδή. Μόνο στον Βασίλη, αλλά αυτός είναι κολλητός.
Σταμάτησα να τρέχω μόλις φάνηκε το άγαλμα. Ο ήρωας ακίνητος, πετρωμένος στη μέση και η παρέα μου γύρω τριγύρω στα παγκάκια και τα μάρμαρα. Αυτό ήταν το στέκι μας όταν είχε καλό καιρό.
Πλησίασα αργά πια. Πρώτα τον Βασίλη. Προσπαθούσα να μη χαμογελάω σα χαζός. Δεν ήταν και πολύ εύκολο. Έφτασα στον κολλητό μου.
«Τι έγινε, ρε συ; Την είδες;»
«Την είδα.»
«Της μίλησες;»
«Της μίλησα, ναι.»
«Όπα!»
Προσγειώθηκε η σφαλιάρα στον σβέρκο μου αδυσώπητα.
Χαχάνισε θεατρικά ο Βασίλης.
«Αλήθεια, της μίλησες;»
«Ναι, της μίλησα, ναι!»
Δύο οι σφαλιάρες πια. Μία απ’ τον Βασίλη κι άλλη μία απ’ τον Ηλία, που είχε φτάσει ήδη κοντά.
Απορημένοι με την απερισκεψία μου, με κοιτούσαν με συμπόνια, αλλά οι κανόνες ήταν κανόνες.
Είχαν μαζευτεί κι άλλοι γύρω μου. Ολόκληρη η παρέα. Η ερώτηση δεν άργησε.
«Είπες ότι μίλησες με κάποια;»
«Ε ναι λοιπόν, μίλησα με κάποια, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι.»
Η έκπληξή τους κράτησε δέκατα του δευτερολέπτου, αμέσως μετά συνειδητοποίησαν τι είχα πει, και με αξιοζήλευτο πνεύμα δικαίου, έσπευσαν να εκτελέσουν την ποινή. Κοινώς να με ταράξουν στις σφαλιάρες.
Σύννεφο οι σφαλιάρες, κι εγώ χάνομαι μέσα του. Σύννεφο οι σφαλιάρες, ένας κάτασπρος Σωρείτης φουντωτός σαν βαμβάκι σε σχήμα καρδιάς. Όμορφος σαν το χαμόγελό της.
Ο Γιώργος Λιόντας γεννήθηκε στην Κατερίνη το 1969. Μεγάλωσε παίζοντας στην Κατερίνη και το Καταφύγι των Πιερίων Ορέων. Ήταν, είναι και θα είναι Πρόσκοπος. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος στο Πολυτεχνείο, έτσι αγάπησε και την Αθήνα. Αγαπά τη γυναίκα του, τις δύο κόρες τους, τα βουνά, τα δάση, τα ποτάμια και τ’ άστρα. Δεν έχει γράψει ποτέ ξανά, ούτε φανερά, ούτε κρυφά. Ασχολείται με ηλεκτρομηχανολογικές κατασκευές.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης