Θα το προσπαθήσω, κι ας λένε ότι δε γίνεται. Σηκώνομαι από το παγκάκι μονομιάς, θαρρείς και κάποιος με έβαλε στην πρίζα. Γενικά από παγκάκια άλλο τίποτε αυτό το πάρκο. Ψαχουλεύω το τσαντάκι μου. Κινητό, πορτοφόλι, κλειδιά. Ακούω τον ήχο της ώρας στο ρολόι. Ωραία, τώρα σίγουρα έχει περάσει δώδεκα. Στο παλτό έχω το μαγνητοφωνάκι. Αχ, αυτό το μαγνητοφωνάκι! Αθάνατο. Ήταν το πρώτο της δώρο. Και ήταν σύγχρονο για την εποχή του. Έχει ράδιο, παίρνει κασέτα, κάνει και ηχογραφήσεις! Θυμάμαι και την κασέτα που είχε βάλει μέσα η Χαρούλα και είχε κάνει και ηχογράφηση. «Στον Λάμπρο, τον λαμπρό που πολύ τον αγαπώ… Θα είμαι για πάντα δίπλα σου…». Αχ, ρε Χαρούλα! Το ’πες και το ’κανες. Κάνω τα πρώτα μου βήματα αργά. Κρατάω σφιχτά, σχεδόν νευρικά το μπαστούνι μου. Προχωράω στην άκρη. Δεξιά. Από παγκάκι σε παγκάκι. Τρέμει το χέρι μου, τρέμει και το μπαστούνι. Δηλαδή, πολλές φορές συμβαίνει και το αντίθετο. Ειδικά από τότε που στρώσαν αυτές τις ακανόνιστες πέτρες στο πάρκο, το μπαστούνι μου πετάγεται, ακόμα και να μην τρέμει το χέρι μου. Προσπαθώ να χαλαρώσω. Σιγά, πόσο δύσκολο μπορεί να είναι; Όπως διασχίζω όλο το πάρκο την ημέρα, έτσι θα είναι και τη νύχτα. Απλά την ημέρα έχει περισσότερο κόσμο. Και η αλήθεια είναι ότι νιώθω πιο ασφαλής. Όμως, τώρα ο σκοπός είναι ιερός. Έφτασα στο δεύτερο παγκάκι. Ακούω ψιθύρους που έρχονται μάλλον από πιο κάτω.
«Πρέπει να πάμε σπίτι, Ελενίτσα, γιατί η μαμά σου θα ανησυχεί. Και άσε που θα φωνάζει που σε κράτησα μέχρι τέτοια ώρα.»
«Παππού, κοίτα» φωνάζει το κοριτσάκι, «ο καημένος ο κύριος είναι τυφλός». Έχω αρκετά ενισχυμένη ακοή, για να ακούω τέτοιους ψιθύρους, αλλά και αρκετή περηφάνια για να απαντήσω. Συνεχίζω στον ίδιο ρυθμό. Πιο πολύ με οδηγεί η καρδιά παρά το μπαστούνι. Ακούω το νερό. Πρέπει να έφτασα κοντά στο πρώτο, το μικρό το σιντριβανάκι. Εδώ το νερό δεν έχει πολλή πίεση, αλλά ο ήχος είναι γλυκός. Είναι από τις πέτρες που βάλανε τις προάλλες μέσα οι εργάτες του Δήμου. Συνεχίζω. Οχτώ περίπου βήματα αριστερά για να φτάσω στη γεφυρούλα. Χαλαρώνω το χέρι μου, γιατί εδώ το έδαφος είναι καλό, με τετράγωνες σωστά τοποθετημένες πέτρες. Επισπεύδω το περπάτημά μου. Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα. Πρέπει να προλάβω να πάω πριν κοιμηθεί η Χαρούλα. Χάνω τον έλεγχο, κάπου βρίσκει το μπαστούνι μου, παραπατάω, προσπαθώ να κρατηθώ, ανοίγω τα χέρια μπας και πιαστώ κάπου αλλά τίποτα. Προσγειώνομαι με το κεφάλι! Ωχ! Ποιος την ακούει την Χαρούλα! Θα αρχίσει πάλι να λέει: «γιατί δεν προσέχεις και φεύγεις μόνος σου τα βράδια;» και θα λέει και θα λέει… Τι φταίω εγώ δηλαδή που πετάνε ένα σωρό φυλλάδια, τσίχλες και γόπες κάτω. Μπαστούνι είναι και γλιστράει. Εγώ να τα δω δεν μπορώ, οπότε… Σηκώνομαι όρθιος. Ψιλοζαλίστηκα. Πιάνω το μέτωπό μου. Κάτι γρατζουνιές μόνο. Και λίγο αίμα δηλαδή. Ευτυχώς που δεν έφυγε ούτε το τσαντάκι ούτε χτύπησε το μαγνητοφωνάκι. Κάνω ξανά πιο προσεκτικά βήματα. Κατεβαίνω σιγά σιγά και φτάνω προς τον μεγάλο κήπο του πάρκου. Πω, πω, τι μυρωδιές απίστευτες! Γεμάτος λουλούδια ανθισμένα θα ’ναι πάλι ο κήπος. Ξεχωρίζω τους νάρκισσους, τις βιολέτες και τις ίριδες. Η Χαρούλα τρελαίνεται για τις βιολέτες. Κι εγώ, και να τις ξεχωρίσω μπορώ και ξέρω πού είναι. Είναι είκοσι βήματα μπροστά από το μεγάλο δέντρο. Έφτασα ήδη. Ακουμπώ στα πόδια το μπαστούνι μου, απλώνω και τα δυο μου χέρια και τις πιάνω. Τις καταλαβαίνω. Τις μυρίζω. Και το άρωμά τους γαληνεύει την ψυχή μου. Ωραία! Τώρα που θα τα δώσω στη Χαρούλα, θα πετάξει από τη χαρά της! Χαρούλα είναι, χαρές θα έχει. Ακούω τον ήχο της ώρας από το ρολόι. Έφτασε δώδεκα και μισή. Περπατάω. Φτάνω στο άλλο το σιντριβάνι. Στο σιντριβάνι της ζωής, όπως το λέω.
Βέβαια, όλα τα σιντριβάνια είναι εκπληκτικά. Κόσμος και ντουνιάς έρχεται εδώ για να τα θαυμάσει. Κάποιοι ρίχνουν κέρματα και κάνουν φωναχτά ευχές, κάποιοι ζητάνε από άλλους να τους βγάλουν φωτογραφία. Εδώ όμως θυμάμαι εκείνη τη στιχομυθία για τα σιντριβάνια. Έλεγε, θυμάμαι, ένας πατέρας στον γιο του ότι τα σιντριβάνια είναι σαν τη ζωή και τα νερά είναι σαν τους ανθρώπους. Όσο πιο καθαρά νερά, τόσο πιο ωραίο το σιντριβάνι. Γιατί, έλεγε, τα καθαρά νερά, κάνουν κι άλλο ήχο. Και αν τα νερά δεν είναι καλά, το καταλαβαίνεις από το χρώμα και τον ήχο. Αν προσέχεις όμως τα νερά, το σιντριβάνι θα είναι πάντα όμορφο κι ο ήχος του θα προσελκύει τα πιο όμορφα πουλιά και τους πιο καλούς ανθρώπους. Όμως, εγώ θαυμάζω τον ήχο τους. Τη μελωδία που κάνει το νερό. Και ειδικά το σιντριβάνι εκεί στο τέλος. Το μεγάλο. Εκεί που πριν 20 χρόνια πρωτοφίλησα τη Χαρούλα. Ήταν τέτοια μέρα, μία τη νύχτα. Και λίγοι ξέρουν στην πόλη ότι στη μία το βράδυ εκείνο το σιντριβάνι κάνει τον πιο όμορφο ήχο, βγάζει τις πιο όμορφες νότες που έχουν ακουστεί ποτέ. Εκεί που τα αγάλματα, οι πέτρες και η αλλαγή που γίνεται στις βάνες με το νερό είναι η πιο καλή ορχήστρα. «Θέλω» θυμάμαι μου είχε πει η Χαρούλα, τότε στο πρώτο μας φιλί, «όσα χρόνια και αν περάσουν, να ερχόμαστε να ακούμε αυτόν τον ήχο». Μετά το ατύχημά μου βέβαια και την απώλεια της όρασης, δεν τολμά καν να μου προτείνει να έρθουμε βραδιάτικα στο πάρκο μόνοι μας. Δεν την αδικώ. Όμως σήμερα θα τα καταφέρω. Συνεχίζω τον δρόμο μου, ενώ, όσο περνά η ώρα, ο αέρας δυναμώνει. Όλο φύλλα έρχονται στο πρόσωπό μου. Ακούω βήματα. Ωχ! Δεν είναι καλό σημάδι αυτό. Αισθάνομαι φόβο. Τρέμω. Τα βήματα έρχονται προς το μέρος μου. Προφανώς δεν είναι μόνο ένας. Ήδη νιώθω περικυκλωμένος.
«Άσ’ τον, ρε, τυφλός είναι!» ακούγεται κάποιος.
«Δώσε ό,τι έχεις χωρίς πολλά πολλά!»
«Δεν έχω τίποτα», απαντάω.
Με πιάνει από τον λαιμό και με σφίγγει. «Δώσε ό,τι έχεις!» ξαναφωνάζει. Αρπάζει το τσαντάκι μου και με πετάει χάμω. Αν μάθει η Χαρούλα τι έγινε, ποιος την ακούει. Ψάχνω με τα χέρια το μπαστούνι μου. Το βρίσκω παραπέρα. Προσπαθώ να προσανατολιστώ εκ νέου. Περπατάω όλο και πιο γρήγορα. Δεν έχω χρόνο να στεναχωρηθώ ούτε για το κινητό ούτε για τίποτα. Πλησιάζει μία και πρέπει να είμαι εκεί. Περπατάω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Σχεδόν τρέχω. Συνεχίζω ακάθεκτος, σαν αθλητής σε κατοστάρι. Δεν με σταματάει τίποτα πλέον. Επικρατεί η σιωπή που περίμενα. Έφτασα επιτέλους στο μεγάλο το σιντριβάνι και τα νερά είναι κλειστά. Είναι η ώρα που αλλάζουν οι βάνες στα νερά. Σαν να ετοιμάζεται να παίξει στο ραδιόφωνο η μελωδία της ευτυχίας αισθάνομαι. Βάζω το χέρι στο παλτό μου. Ετοιμάζω το μαγνητοφωνάκι. Είναι όλα έτοιμα. Πατάω το τρίτο κουμπί. Αυτό που ηχογραφεί. Περιμένω. Και ξαφνικά ένα σωρό νερό έρχεται με ορμή που την αισθάνεσαι, όσο και αν δεν βλέπεις. Το νερό πετάγεται στα φύλλα, τα φύλλα πέφτουν αρμονικά κάτω, τα πουλιά ακούγονται που φεύγουν κελαηδώντας και το νερό συνεχίζει να κυλά στο σιντριβάνι. Είναι σαν να το βλέπω, όπως τότε. Φέρνω κοντά στο στόμα μου το μαγνητοφωνάκι: «Στη Χαρούλα μου, που αγαπώ πολύ. Και θα είμαι πάντα δίπλα της…».
Τα κατάφερα. Τα κατάφερα. Διέσχισα μόνος μου το πάρκο βραδιάτικα και ηχογράφησα τον ήχο που είχαμε ακούσει στο πρώτο μας φιλί. Φτάνω έξω από το πάρκο. Θα έχει ανησυχήσει για τα καλά η Χαρούλα. Θα παίρνει τηλέφωνα στα κινητά. Θα ψάχνει. Πηγαίνω προς το σπίτι. Εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα. Είμαι στο δεύτερο στενό. Έφτασα. Πατάω το θυροτηλέφωνο. Είναι το τρίτο στη σειρά από πάνω. «Τον βρήκατε; Φάνηκε πουθενά;» ακούγεται έντρομη η Χαρούλα. Πατάω να παίξει το μαγνητοφωνάκι. Ακούει την αφιέρωση, ακούει το σιντριβάνι.
«Χρόνια μας πολλά, αγάπη μου!»
Ο Σωτήρης Τριανταφύλλου γεννήθηκε το 1987 στη Κατερίνη και μέχρι σήμερα κατοικεί στον Κορινό Πιερίας. Αποφοίτησε από το 2ο Ενιαίο Λύκειο Κατερίνης και είναι πτυχιούχος του τμήματος Marketing του Αλεξάνδρειου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Θεσσαλονίκης. Δραστηριοποιείται στον χώρο της διαφήμισης, ιδρύοντας από το 2013 στη Κατερίνη την Point View, μια εταιρεία ολοκληρωμένων υπηρεσιών επικοινωνίας
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης