Ξύπνησα πραγματικά δύσκολα. Ήταν μια ηλιαχτίδα καταστροφικά εύστοχη, που θα μπορούσε να μισηθεί από όλους τους ανθρώπους και τα ζώα του κόσμου. Έμοιαζε να έχει τόση δύναμη, σαν να αντλούσε ενέργεια από τη γλυκύτητα του ύπνου μου. Όσο εγώ ξυπνούσα, τόσο αυτή δυνάμωνε. Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της με έναν και μόνο σκοπό. Να ξεφύγω.
Ήταν τελικά αυτή η γνώριμη μυρωδιά, την οποία είχα αρχίσει να συνηθίζω τόσες μέρες, που τελικά κατάφερε να με επαναφέρει από τον κόσμο των ονείρων.
Η μυρωδιά αυτή, που σου θυμίζει συνεχώς το μέρος στο οποίο βρίσκεσαι. Η ανάμιξη αυτή της χλωρίνης των δαπέδων με τους αιθέρες και τα ανοιχτά μπουκαλάκια των φαρμάκων. Καμιά φορά τον αέρα γέμιζαν τα κουλουράκια.
Θεέ μου, πόση λαχτάρα μπορούν να σου κλέψουν… τα κουλουράκια! Μακρόστενα ή και στρογγυλά, με κακάο ή χωρίς, τα κουλουράκια εκπέμπουν ένα άρωμα τόσο χαρακτηριστικό και ηδονικό, που ανάγκασαν τον διπλανό μου κύριο να καθυστερήσει δύο ολόκληρες ημέρες την εγχείρησή του.
Τον διπλανό μου κύριο;
Άφησα για λίγο τα κουλουράκια, πάνω στην ώρα που άρχισα να χάνω τον έλεγχο των σιελογόνων μου αδένων, και σκέφτηκα τον κύριο Διπλανό Κρεβάτι. Προσπάθησα να γυρίσω προς το μέρος του.
Αυτή ήταν η χειρότερη ιδέα που θα μπορούσε να περάσει από το μυαλό μου εκείνο το πρωινό. Τρομεροί πόνοι με καθήλωσαν στο κρεβάτι μου. Αυτοί είναι ακριβώς οι πόνοι που δεν εύχεσαι ούτε στον χειρότερο εχθρό σου να νιώσει.
Πόνοι που εκλιπαρούν το κορμί να κοπεί στα δύο, έτσι ώστε να φύγουν από μέσα του. Να σταματήσουν να το τρυπάν. Να σταματήσουν να το καιν. Να σταματήσουν να του θυμίζουν γιατί πονάει…
Ήμασταν σε ένα από τα μεγάλα ξενοδοχεία του νησιού, εκδρομή με το σχολείο, λίγο πριν αποφοιτήσω από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι ως τώρα βαθμοί μου αλλά και η ενθάρρυνση από τους καθηγητές του φροντιστηρίου μού άναψαν το πράσινο φως στο σταυροδρόμι του σπιτιού μου για την τόσο ποθητή και προσυζητημένη εκδρομή.
Είχαν περάσει ήδη οι τέσσερις πρώτες ημέρες. Το αποδείκνυε άλλωστε και η βραχνιασμένη από τα τσιγάρα φωνή μου. Έμοιαζε με άτυπο διαγωνισμό. Ποιος θα καπνίσει τα περισσότερα τσιγάρα, αλλά και ποιος θα κάνει τα περισσότερα μαθήματα ρωσικών στις τουαλέτες.
Και εκείνο το πρωινό ήταν γεμάτο με ξενάγηση, καφέ, τσιγάρα και πολλά χιλιόμετρα. Το απόγευμα μείναμε στο δωμάτιο με τον Πάρη, τον Νίκο, την Ξένια και την Αλεξάνδρα, την σοφή.
Με τον Πάρη ήμασταν μαζί για 26 μήνες (Ήταν το επιχείρημα που χρησιμοποίησα πιο πολύ στις ερωτήσεις). Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο και κάποιος που ήξερε καλά τις αποστάσεις της Αθήνας θα μπορούσε να μας πει και γειτονοπαίδια. Περνούσαμε πραγματικά πολύ ωραία. Είχαμε κοινές παρέες, μας άρεσε να βγαίνουμε πολύ, διαβάζαμε και μαζί. Μέρα με τη μέρα ένιωθα πως είχα λύσει το τρομερά παρουσιαζόμενο πρόβλημα του γάμου.
Ο Νίκος ήταν ντόπιος. Μεγαλωμένος σε τουριστικό μέρος. Δε δυσκολεύτηκε καθόλου να μας γνωρίσει και να γίνει μεμιάς μέλος της παρέας. Αλλά και αναπόσπαστο κομμάτι στην καρδιά της Ξένιας. Είχε ένα πολύ όμορφο και αθώο πρόσωπο, ίσιο μαλλί και σκούρο δέρμα. Από την πρώτη μέρα κολλητοί με τον ξανθό τον δικό μου. Η Ξένια είχε αλλάξει πραγματικά εαυτό. Στο πρόσωπο του Νίκου βρήκε το μυστήριο που της έλειπε από τις μέχρι τώρα σχέσεις της. Το γεγονός, βέβαια, ότι το κεφάλαιο «Νίκος» θα ήταν τόσο μικρό –5 ημερών– την είχε φτάσει στον 7ο ουρανό, όπου φυσούσε και θαλασσινό αεράκι.
Η Αλεξάνδρα ήταν η σοφή της παρέας. Έτσι την είχαμε ονομάσει. Και όχι άδικα. Ήταν ορφανή από πατέρα και μητέρα και είχε φτάσει στην ηλικία μας γεμάτη από εμπειρίες της ζωής. Πολλές και περισσότερες από ό,τι είχαμε όλοι οι υπόλοιποι μαζί. Ό,τι και να απασχολούσε τα εφηβικά μας μυαλά έβρισκε απάντηση στο τρίτο θρανίο της μεσαίας πτέρυγας της τάξης μου. Στο θρανίο της Αλεξάνδρας.
Η συζήτησή μας αφορούσε τη βραδινή μας έξοδο, που θα ήταν και η τελευταία στο νησί. Το κλίμα ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο, γιατί κανείς δεν σκεφτόταν το βράδυ σαν το τελευταίο, παρά σαν ακόμα μια έξοδο χωρίς τους γονικούς περιορισμούς, τη ρουτίνα των ίδιων μαγαζιών της Αθήνας, τις ίδιες φάτσες, το κυνηγητό των ταξί και το τελείωμα της νύχτας στην κολώνα της ΔΕΗ που κοσμεί με τα ονόματά μας τη γωνία του τετραγώνου.
Όλοι ήμασταν χαρούμενοι. Παρόλο που δεν είχαμε πιει τίποτε ως εκείνη την ώρα (το σημείο αυτό δυσκολεύτηκαν πολλοί να το πιστέψουν αργότερα).
Εκείνο το βράδυ νομίζω ότι είχα διασκεδάσει περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Είχα χορέψει πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Είχα τραγουδήσει πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Είχα χαρεί πιο πολύ από κάθε άλλη φορά.
Με τον Πάρη είχαμε κάνει πολλές φορές έρωτα μέχρι τώρα. Εκείνο το βράδυ όμως κατάλαβα γιατί όλος ο κόσμος μιλάει, σκέφτεται, ονειρεύεται και ποθεί το σεξ.
Δεν είχα τίποτα άλλο να σκεφτώ.
Στο διπλανό δωμάτιο δεν ήταν η γιαγιά αγκαλιά με το πλεκτό της. Πίσω μας δεν είχε κανένα αμάξι που περίμενε με τα φώτα ανοιχτά να φωτίσει λίγο από το στήθος μου. Ακόμα και το άγχος για τις εξετάσεις που έρχονταν τρέχοντας και είχε καταφέρει να γεμίζει τις τσέπες μου με Maalox μού ήταν αδύνατο να το σκεφτώ.
Το μόνο που περνούσε από το μυαλό μου ήταν αυτή η ζεστή του ανάσα, που με ζάλιζε ακόμα περισσότερο. Το πρώτο σημάδι εγκυμοσύνης δεν το κατάλαβα. Μου το είπε η Αλεξάνδρα. Είχα μια ναυτία τέτοια, που παρόμοιά της δεν είχα ποτέ. Στον πρώτο εμετό σταμάτησα τα Maalox. Η φίλη μου με κατάλαβε πολύ νωρίτερα από κάθε άλλον. Πήγαμε μαζί και πήραμε ένα τεστ. (Ακόμα και τότε με παραξένεψε η ωριμότητά της προς τον φαρμακοποιό.)
Πολλά πράγματα με έχουν κάνει να σκέφτομαι πριν τον ύπνο μου. Όταν είχα δει τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», θυμάμαι πως δεν είχα κοιμηθεί καθόλου. Όλο το βράδυ το συζητούσαμε με την Ξένια και την Αλεξάνδρα.
Εκείνο το βράδυ, όμως, είχε πεισμώσει να μη φύγει. Ήθελε να με βλέπει να κοιτάω το ταβάνι, με το τεστ στο ένα χέρι και το άλλο χέρι, πού αλλού, στην κοιλιά μου. Δεν είμαι άτομο που τα χάνει. Περνούσα και μια καλή φάση στη ζωή μου, έως τότε. Με το σχολείο ήμουν εντάξει. Με τους γονείς μου μια χαρά. Με τον Πάρη πρώτα. Το πρόβλημα του γάμου το είχα λύσει. Η ζωή μου κυλούσε ομαλότατα. Το συμβάν λοιπόν δεν με τάραξε όσο θα περίμενα.
Στις εξετάσεις πήγα με φρυγανιές στην τσέπη και το πρωί στο κυλικείο δεν πήρα καφέ. Ούτε τσιγάρο κάπνισα. Μετά και τη δοκιμασία των Αρχαίων, που ήταν τελευταίο μάθημα, το είπα στον Πάρη. Αν το είχα πει πιο νωρίς, θα με είχε σίγουρα φορτώσει με έξτρα άγχος, πράγμα που δεν χρειαζόμουν. Ο Πάρης δεν ήταν ετοιμασμένος να πάρει θέση σε κάτι τέτοιο. Έφυγε τρέχοντας, για να το σκεφτεί. Θα πήγαινε να ζυγίσει εάν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στον καινούργιο ρόλο που του είχε δοθεί ή όχι.
Το επόμενο πρωί το είπα στους γονείς μου.
Οι γονείς μου!
Τους πέτυχα σε στιγμή που μόλις είχαν τελειώσει από μια εξεταστική περίοδο, γύριζαν σελίδα για την οικογένεια (με την αποφοίτησή μου) και έβλεπαν τους επόμενους μήνες σαν περίοδο ξεκούρασης. Ίσως πήγαιναν και κανένα ταξίδι.
Μορφωμένοι άνθρωποι και οι δύο. Σαν πρώτη λύση (και μοναδική) βρήκαν την άμβλωση. Ήδη είχα μπει στον τρίτο μήνα. Νομικά, μετά από αυτό το στάδιο οι αμβλώσεις είναι παράνομες. Η μητέρα μου στεναχωρήθηκε. Την πέτυχα στη γωνία που κάνει η κουζίνα με το σαλόνι. Είχε ακουμπήσει με τον ώμο της στον τοίχο και με το χέρι της έπιανε το πρόσωπό της. Έκλαιγε. Δεν της μίλησα. Ντράπηκα. Φυσικά κανείς από τους δυο τους δεν με ρώτησε αν ήμουν σύμφωνη με την ιδέα.
Το είχα πει και στην Αλεξάνδρα πως θέλω να το κρατήσω. Ήταν η μοναδική φορά που η «σοφή» δεν ήξερε τι να μου πει. Το πρόσωπό μου ακτινοβολούσε. Ήμουνα πρώτη φορά τόσο σίγουρη για τον εαυτό μου. Το είχε καταλάβει αυτό η Αλεξάνδρα. Η ίδια όμως η ζωή, που σε φέρνει σε αυτή τη θέση, σου δείχνει και την απάντηση. Αν αποφάσιζα να κρατήσω τον νησιώτικο σπόρο που είχα μέσα μου, θα έπρεπε να σταματήσω τις σπουδές μου και να παντρευτώ κάποιον που δεν ήξερα πού βρίσκεται.
Το πρωί μπήκαμε στο ιατρείο του ίδιου γιατρού που είχε ξεγεννήσει και εμένα. Όταν συνήλθα από την λιποθυμία μου, συνέχισα να κοιτάω το έμβρυο στη μικρή τηλεόραση.
«Μια φυσιολογική κύηση», είπε ο γιατρός. Και μια ακόμα πιο φυσιολογική άμβλωση που ψηνόταν. Η μόνη περίπτωση που θα μπορούσα να προβάλω αντίσταση και να διεκδικήσω το σπλάχνο μου, θα ήταν να έχω εξασφαλισμένη στέγη, δουλειά και άνδρα. Σ’ αυτό δεν χρειαζόταν να ρωτήσω την Αλεξάνδρα για να μου πει την πολύτιμη γνώμη της.
Η μόνη επαφή που κατάφερα να έχω με το εν σπέρματι ον ήταν σε μια στιγμή που ο γιατρός μιλούσε με τους γονείς μου και θυμόταν τα παλιά. Κατάφερα να τεντώσω το χέρι μου και να ακουμπήσω την οθόνη. Η μικρή μαύρη βούλα δεν κουνήθηκε στο άγγιγμά μου, όπως θα περίμενα. Εγώ όμως ένιωσα για πρώτη και τελευταία φορά το μητρικό φίλτρο. Και με έπιασε ένα παράπονο που πονάει ακόμα. Έφτασα τόσο κοντά στο παιδί μου και δεν το ακούμπησα. Που το ήθελα τόσο πολύ, όσο τίποτα άλλο στη ζωή μου. Που θα στέλναμε στον θάνατο μια ψυχή τόσο αθώα, όσο ένα…
Την επομένη με βάλανε στο νοσοκομείο. Ήταν πια γνωστό και στους περισσότερους κοντινούς μου. Ήρθε και η Ξένια. Αυτή λυπόμουν πιο πολύ από όλους. Η σχέση της με τον νησιώτη είχε γίνει αρκετά στενή, ώστε να την τρώει το άγχος μιας πιθανής εγκυμοσύνης.
Το δωμάτιο που με βάλανε γέμισε από γνωστούς και φίλους. Κανένας όμως δεν κατάφερε να με κάνει να σταματήσω να θέλω τον τερματισμό αυτού του φονικού. Τις τελευταίες ώρες ήμουν τόσο φορτισμένη συναισθηματικά και ήταν τόσα αυτά που σκεφτόμουν, που αδυνατούσα πια να επικοινωνήσω με το περιβάλλον γύρω μου.
Κατάλαβα εκείνες τις ώρες και κάτι πολύ σπουδαίο. Κατάλαβα ότι στο μυαλό του ανθρώπου υπάρχουν πολλές μικρές κλωστές που κρατούν τις ισορροπίες ανάμεσα στην εξυπνάδα και την ηλιθιότητα, στη λογική και την τρέλα, στη ζωή και τον θάνατο.
Είχα απορροφηθεί τόσο στις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου, που θα μπορούσα να μπω στο χειρουργείο και χωρίς νάρκωση. Με τα μάτια ανοιχτά. Να μπορέσω να δω το σκοτωμένο έμβρυο στα μάτια μου. Να του απολογηθώ για τη συμπεριφορά μου, αλλά και την στενότητα των επιλογών μου. Να του πω πως η στιγμή αυτή, η μοναδική, που θα ζήσουμε οι δυο μας, δεν θα ξεχαστεί ποτέ από εμένα. Να του ψιθυρίσω το όνομά του. Να του πω για τον πατέρα του και τον εκπληκτικό χορό εκείνου του βραδιού.
Στις 4:00 όλα είχαν τελειώσει. Αναίσθητη με πήγαν στο δωμάτιό μου. Την επομένη, με ξύπνησε το φως από το παράθυρο και οι μυρωδιές του νοσοκομείου. Προσπάθησα να κουνηθώ, αλλά τρομεροί πόνοι με σταμάτησαν. Με έδεσαν στο κρεβάτι. Δίπλα ήταν η μητέρα μου και απ’ έξω ο πατέρας μου. Πιο δίπλα, ο κύριος Διπλανός.
Δειλά, δειλά ήρθε και ο Πάρης. Με το προσωπείο του ένοχου κρεμασμένο στο πρόσωπό του, ήρθε δίπλα μου, φίλησε το μπράτσο μου, πάνω από τον ορό, και άφησε ένα δάκρυ να πέσει. Κανείς δεν μίσησε τον Πάρη. Ούτε εγώ. Αν έφταιγε αυτός για ό,τι είχε γίνει, άλλο τόσο και πάρα πάνω έφταιγα και εγώ.
Κατά την διάρκεια της ημέρας, όλοι πέρασαν από το δωμάτιο. Όσους ήξερα και άλλοι τόσοι. Όλοι είχαν κάτι καλό να πουν για μένα. Ήρθαν, μου έδειξαν το ενδιαφέρον τους, έφυγαν. Προσπάθησαν να μου μεταδώσουν το χαμόγελό τους και την αισιοδοξίας τους για το μέλλον…
Στο πραγματικό θύμα όμως κανείς δεν αναφέρθηκε.
Ο Ευάγγελος Σκλιοπίδης γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1979. Ανάμεσα στους μύθους του Ολύμπου και τις ακτές της Πιερίας τελειώνει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1997 και από εκεί Θεσσαλονίκη και Αγγλία για την ολοκλήρωση των σπουδών στον τομέα των οικονομικών. Η διαδοχή στην οικογενειακή επιχείρηση ξεκινάει επίσημα το 2001 και η δημιουργική πορεία φτάνει μέχρι το 2012. Στο διάστημα αυτό ασχολείται ενεργά με φορείς και θεσμούς του νομού Πιερίας, παντρεύεται την Δώρα Βελώνη και αποκτάει δυο παιδιά, τη Μαρία και τον Κωνσταντίνο. Από το 2014 ζει και εργάζεται στην Αγγλία. Με τη συγγραφή ασχολείται ερασιτεχνικά από το 1998. Το σαρκαστικό κωμικό του στιλ φιλοξενούν οι εφημερίδες «Μακεδονικός Αγών», «Πολιτεία», αλλά και το προσωπικό του blog.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης