Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Κάτω στον Πειραιά

Χρήστος Τσαγκάρης

1o Βραβείο στην Κατηγορία Γυμνασίου - Λυκείου του έτους 2015

Είχα από μικρός την τάση να γράφω. Μια και οι γονείς μου ποτέ δεν μου αγόρασαν τη φωτογραφική μηχανή που ως έφηβος ζητούσα, είχα βάλει σκοπό να αποτυπώνω με τα χαρτιά και τα μολύβια –που είχα πάντα άφθονα– τον μικρό μου κόσμο με τους ανθρώπους και τις ιστορίες του. Το γράψιμο, άλλωστε, μου έδινε κι άλλο ένα πλεονέκτημα που δεν άργησα να συνειδητοποιήσω. Να μπορείς να αφήνεις τη φαντασία να βγαίνει στους δρόμους και να μπαίνει στα σπίτια, τα γνωστά και τα ξένα, και να βάφει με τα χίλια της χρώματα τις φωνές, τις ζωές και τις ιδέες των ανθρώπων. Κι έπειτα να πιάνεις τα όνειρα με τα αμέτρητα σχήματα και να τα ακουμπάς σε χάρτινους κόσμους.

Γι’ αυτό τον λόγο, άλλωστε, επέλεξα στη ζωή μου να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία. Λένε πως είναι μεγάλο ευτύχημα να κάνεις το μεράκι σου επάγγελμα. Κι αυτό εγώ το πιστεύω ακράδαντα, όσο κι αν με τρομάζουν τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις που ένα επάγγελμα σέρνει μαζί του. Και αυτό ακριβώς μου συνέβη στη δουλειά πριν από λίγες μέρες. Τον τελευταίο καιρό στο περιοδικό ετοιμάζαμε ένα αφιέρωμα στον Πειραιά.

Μάζευα κάποια άρθρα στον υπολογιστή κάνοντας κάποιες τελικές τροποποιήσεις, όταν ένιωσα να με χτυπάει στην πλάτη ο Κώστας ο αρχισυντάκτης μας. «Ψάχνω έναν άνθρωπο», μου κάνει. «Δε θέλω μόνο φωτογραφίες, έρευνες και περιγραφές», συνέχισε, «ψάχνω κάποιον με σάρκα και οστά». «Ξέρεις εσύ», πρόσθεσε και μου έκλεισε το μάτι. «Πέντε μέρες, πέντε! O χρόνος μας πιέζει», πρόσθεσε καθώς έβγαινε.

Προσπαθούσα από τότε να βρω αυτόν τον τύπο. Μα ένιωθα το μυαλό μου να έχει στερέψει. Έπλαθα ήρωες που έβλεπα πως δεν μπορούσαν να αντέξουν. Λέξεις άδειες, άψυχες. Λέξεις δίχως βάθος. Λόγια για να ειπωθούν και γραμμές γιατί πρέπει. Έστηνα ανθρώπους που κατέρρεαν μόλις φορούσαν μια επίφαση αλήθειας. Και μαζί τους όσο πέρναγαν οι μέρες έπεφτα κι εγώ. Φιγούρες ψεύτικες, κάποτε υπερβολικά πεζές κι άλλοτε ασύδοτα αλλοπαρμένες. Ανίκανες να σηκώσουν το βάρος της πραγματικότητας.

Κόντευε να περάσει η τέταρτη μέρα, όταν μες στην απελπισία μου αποφάσισα να κατέβω και πάλι στον Πειραιά, στη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων. Αποφάσισα να πάω να συναντήσω τα σπίτια, τον δρόμο, τους περαστικούς και τις μνήμες του.

Το 040 με αφήνει στην Ηρώων Πολυτεχνείου, απέναντι από τα αρχαία. Περνώ απέναντι, έξω από το συνεργείο της Lancia και μπαίνω στο στενό πίσω από τον Σκλαβενίτη. Όσο προχωρώ, ελπίζω ότι από κάποιο μπαλκόνι, από κάποιο από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, από κάποιο παράδρομο θα βγει και πάλι κάποιος, κάτι, και θα ταρακουνήσει την κουρασμένη μου σκέψη. Στρίβω και βγαίνω στην Πύλης. Έχω να έρθω εδώ από τότε που μετακομίσαμε. Μένω να κοιτώ τις αλλαγές. Το παλιό και το νέο σε μια ισόρροπη σύνθεση. Όχι, κι εδώ φύτρωσαν πολυκατοικίες. Μα, μες στην ερημιά αυτός ο δρόμος είναι πάντα ο ίδιος. Καραΐσκου, Αλκιβιάδου, Ευριπίδου, ονόματα γνωστά, σαν τα σκηνικά μιας ιστορίας. Κι ο δρόμος στο τέλος ανεβαίνει τα ίδια αμέτρητα κοκκινωπά σκαλοπάτια.

Μένω κάμποση ώρα να περιεργάζομαι τον δρόμο των παιδικών μου χρόνων, ενώ το αεράκι στριφογυρίζει στο κασκόλ μου. Ο φαρμακοποιός με μια γειτόνισσα έχουν σταθεί και με κοιτάζουν. Ακούω ξαφνικά το κινητό μου να χτυπά. Απαντώ συνεχίζοντας τον δρόμο μου. Είπα πως σήμερα θα αργήσω για λίγο.

Όσο προχωρώ, ο δρόμος μου θυμίζει τα παλιά. Κοντοστάθηκα για λίγο σε ένα σκαλοπάτι, όταν είδα έναν γέρο, όχι πολύ ψηλό, με ένα παλιό πανωφόρι κι έναν σκούφο σα ναυτικού, να στρίβει στην απέναντι γωνία.

«Καπετάν Μιλτιάδη!» μου έρχεται να φωνάξω, αλλά σωπαίνω. Δε γίνεται να είναι αυτός. Ο παππούς χωρίς καν να κοιτάξει προς το μέρος μου ανοίγει την πόρτα της πολυκατοικίας και προχωρά.

Μα εγώ πλέον ξέρω. Γυρίζω στη σκάλα και κάθομαι σε ένα πεζούλι. Έπιασα χρυσό και δεν τον αφήνω. Βλέπω τον δρόμο να παίρνει μια απόχρωση προς τη σέπια και νιώθω πως τα ίδια τα σπίτια μιλούν. Αφήνω τη μνήμη ελεύθερη και κρατώ σποραδικά σημειώσεις.

Ο καπετάν Μιλτιάδης δεν ήταν από εδώ. Γεννήθηκε στη Λήμνο ή τη Λέσβο, νομίζω. Εκεί μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια. Λέγανε πως έμαθε γράμματα, μα τον τράβηξε η θάλασσα. Λέγανε πως στα νιάτα του ήταν προκομμένος. Απέκτησε γρήγορα δικό του πλοίο και γύριζε από το Αιγαίο ως τον Πόντο και την Οδησσό. Η δουλειά του φαινόταν να πηγαίνει καλά, μα το ’40 τον τσάκισε. Εκείνος έλειπε σε ταξίδι. Οι Γερμανοί βρήκαν αντάρτες κρυμμένους στο σπίτι του. Σαν έπιασε στο νησί, τα έμαθε όλα. Ούτε τον τάφο της γυναίκας και του γιου του δεν πρόλαβε να δει. Ένας κουμπάρος του τον έβαλε νύχτα στο καΐκι και νύχτα τον άφησε εδώ στο λιμάνι. Εκείνος έμεινε στη προκυμαία να βλέπει τη βάρκα να χάνεται παίρνοντας μαζί της ό,τι απέμεινε από τον κόσμο του. Το ίδιο πρωί, λέγανε, έφτασε εδώ τσακισμένος βαστώντας έναν τριμμένο σάκο. Η κυρά Μελπομένη, η αδελφή του, που ήταν χρόνια εδώ παντρεμένη, τον βρήκε να χτυπάει τη πόρτα της.

Λέγανε πως ποτέ δεν συνήλθε. Πότε του δεν θέλησε να ξαναδεί τη θάλασσα. Κι αυτήν εδώ τη γειτονιά χρόνια του πήρε να τη γνωρίσει και να συνηθίσει τους ανθρώπους της. Ζούσε μια ζωή ερημίτη, απόμαχου της θάλασσας και της ζωής. Μόνοι του σύντροφοι ήταν ένα παλιό ναυτικό τετράδιο και η αδελφή του.

Κείνη του στάθηκε καλά, έλεγε πάντα η γιαγιά μου, κι η μάνα μου κουνούσε το κεφάλι της.

Μονάχα ο Αντώνης, ο άντρας της Μελπομένης, ποτέ δεν τον δέχτηκε.

«Η λέρα», μουρμούριζε στα χρόνια της κατοχής, «ένας Θεός ξέρει τι μπλεξίματα θα έχουμε με δαύτον… Να μου το θυμηθείτε…».

Εκείνος ήταν φιλήσυχος πολίτης, οικογενειάρχης, δεν ήθελε τέτοια!

«Οι ναυτικοί σου λέει. Λες και ξέρεις σε τι βρομοδουλειές θα ήταν μπλεγμένος. Λαθρέμπορας θα ήτανε. Γιατί λες να καθαρίσανε οι Γερμανοί τους δικούς του;» έλεγε μετά το τέλος του πολέμου.

«Ο αντιστασιακός, πήρε και σύνταξη αγωνιστή! Τουλάχιστον δε θα έχω να τον τρέφω, μου φτάνει που τον κρατώ τόσα χρόνια στο σπίτι μου», δεν έχανε ευκαιρία να τον κακολογήσει στα καφενεία.

Ο καπετάνιος τα άκουγε όλα αυτά. Δεν αντιδρούσε μονάχα έγραφε, έγραφε, έγραφε. Ο Αντώνης βέβαια δεν είχε ποτέ το θάρρος να του τα πει κατά πρόσωπον αλλά με τον έναν ή τον άλλα τρόπο το καταλάβαινε.

Ανήμερα των Φώτων, τον βρήκε να ρίχνει με μίσος αγιασμό έξω από την πόρτα του.

«Για το καλό, για το καλό» γρύλισε εκείνος, τον λοξοκοίταξε και έφυγε.

Εγώ τον είχα γνωρίσει γύρω στο ’85. Οι μεγάλοι δεν τον πολυθέλανε, αλλά εμείς οι πιο μικροί περιμέναμε πότε θα φανεί έξω για να τον πλησιάσουμε.

Δεν ήταν ευτυχισμένος, μα εμείς τον θαυμάζαμε. Μας φαινόταν σαν τον Σεβάχ τον Θαλασσινό. Ένας Σεβάχ που γέρος πια άφησε τον κόσμο των παραμυθιών και ήρθε εδώ άγνωστος μεταξύ αγνώστων, να τραγουδά τους πόνους της θάλασσας. Καθόταν με τις ώρες και μας έλεγε ιστορίες. Κάτι ανάμεσα σε αλήθεια και παραμύθι. Ο καπετάν Μιλτιάδης δεν ήταν τρομακτικός, μα μες στις διηγήσεις του νιώθαμε δέος. Είχε πάνω του κάτι αλλιώτικο. Μέσα από τα ξεβαμμένα του ναυτικά ρούχα και πίσω από το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο –την σκληρή αρματωσιά μιας τρικυμισμένης ζωής– βρίσκαμε αυτό που τώρα θα έλεγα αυθεντικότητα. Και αυτή τη γνησιότητα μόνο μες στην παιδική μας αφέλεια μπορούσαμε να την αισθανθούμε.

Γύρω στο ’92 τα πράγματα άρχισαν να ζορίζουν για εκείνον. Τραβιόταν με την καρδιά του στο ΙΚΑ. Μονάχα η κυρα-Μελπομένη του στεκόταν. Μα ούτε και για εκείνη τα πράγματα ήταν καλά. Ένα βροχερό βράδυ του Δεκέμβρη του ’93 έπαθε ανακοπή. Μονάχα ο καπετάνιος έμεινε να την κλαίει.

Καλά καλά ούτε στο ξόδι της δεν τον αφήσανε. Ο Αντώνης τον πέταξε στον δρόμο σαν το σκυλί.

«Λέρα», του φώναζε καθώς έφευγε, «εσύ την έτρωγες τόσα χρόνια».

Έπειτα κούμπωσε καλά τη μαύρη του ζακέτα κι έκλεισε με πάταγο την πόρτα πίσω του.

Ένα παράθυρο χτυπά λίγο πιο πάνω. Ο ήλιος έχει πάρει να δύει. Σηκώνομαι κι αρχίζω να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια. Κοντοστέκομαι τέσσερα σκαλιά πριν το τελευταίο.

Λες και τώρα τον βλέπω εκεί.

Σούρουπο. Παραμονές Χριστουγέννων. Με τον Δεκέμβρη να παγώνει τα ανοιγμένα του μάτια και εκείνος να ανεβαίνει με πολύ κόπο.

«Καπετάν Μιλτιάδη», του κάνω με μια τρομαγμένη φωνή. «Μη φεύγεις, πού πας;»

«Δώσ’ μου το χέρι, παιδί μου, να ανέβω. Δε με θέλουν εδώ», μου λέει.

Μου σφίγγει το χέρι, ανεβαίνει και συνεχίζει κουτσαίνοντας κρατώντας το μπαλωμένο του σάκο κι έναν πάκο φαγωμένα χαρτιά. Κι εγώ να έχω μείνει.

Δεν κουνιέμαι. Σαν να τον βλέπω και πάλι να χάνεται στο μισοσκόταδο.

Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε τότε στη γειτονιά. Και εμείς λίγο καιρό μετά μετακομίσαμε. Ποτέ δεν έμαθα τι απέγινε.

Εμένα τότε μου θύμιζε τον Μιλτιάδη τον Αθηναίο. Μια ιστορία που είχα ανακαλύψει σε κάποιο παλιό βιβλίο. Μετά τη δόξα του Μαραθώνα. Όταν οι Αθηναίοι τον έσερναν ετοιμοθάνατο στο δικαστήριο –όχι πολύ μακριά από εδώ– και κείνος απολογιόταν με τη σπασμένη φωνή του, ενώ πρησμένο από τη γάγγραινα το πόδι του έσταζε πηχτό μαύρο αίμα.

Ένας περαστικός κατεβαίνει. Συνέρχομαι. Βγαίνω στον κεντρικό και κατεβαίνω προς το Πασαλιμάνι. Μετά από όλα αυτά το κείμενό μου είναι σχεδόν έτοιμο. Δεν ξέρω αν το πέτυχα και τι θα πει ο εκδότης. Δεν αρέσουν πάντα κάτι τέτοια σήμερα. Μα εγώ νομίζω πως τους βρήκα τον άνθρωπο που έψαχναν.

Στέκομαι για λίγο κοντά στο ρολόι. Κλείνω το στυλό και βάζω τις σημειώσεις στην τσέπη. Περνώ απέναντι και συνεχίζω για αρκετή ώρα στην παραλιακή πάνω από τα ερείπια του τείχους. Κοντεύω πια στη Φρεαττύδα και οι άνθρωποι λιγοστεύουν αισθητά.

Απέναντι από τον Μεταξά βλέπω από μακριά τα φώτα των πλοίων να έρχονται και να φεύγουν. Η ακτή ένας ατέλειωτος φάρος. Η πόλη σαν σκηνικό γεμάτο πυγολαμπίδες.

Τι να έγινε εκείνος ο καπετάν Μιλτιάδης;

Η ερημιά με βάζει πάντα σε σκέψεις. Δεν ξέρω πώς θα φανεί το αφιέρωμα. Μια ζωή ασχολούμαι με γράμματα, με έντυπα και χαρτιά. Ρίχνω και πάλι μια ματιά στις σημειώσεις και για μια στιγμή φαντάζομαι πως κρατώ τις ίδιες ξεσχισμένες σελίδες με εκείνον…

Βιογραφικό συγγραφέα

Ο Χρήστος Τσαγκάρης γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1997, ζει στον Πειραιά και είναι μαθητής της Γ΄ Λυκείου του Ζαννείου Π.Π.ΓΕΛ. Μιλά Αγγλικά και Γαλλικά και ασχολείται με τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Εικονογραφεί τα κατηχητικά βοηθήματα της Ι.Μ. Αργολίδος, ενώ έχει συμμετάσχει σε πολλούς διαγωνισμούς και έχει αποσπάσει διακρίσεις (Euroscola 2014 -Μαθητική Ολυμπιάδα Ευεργεσίας- Διεθνής διαγωνισμός Γαλλοφωνίας»- Διαγωνισμός «Γρηγόρης Πεντζίκης»- διαγωνισμός της Σ.Ε.Β.Ε.- διαγωνισμός της Π.Ε.Λ.- Διαγωνισμός των εκδόσεων Πατάκη- Διαγωνισμός της Ε.Ε.Λ.- διαγωνισμός του περιοδικού Μανδραγόρας- Διαγωνισμός του «Κελαινώ» 2014- Διαγωνισμός της Ε.Λ.Β.Ε.). Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στο Logotexnia21 και το Bookpress.


Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης