Κεφάλαιο 1
Από μικρός λάτρευα την ανατολή του ήλιου. Πίστευα πως έφερνε μια καινούργια αρχή, ένα ξεκίνημα. Ακόμα το πιστεύω. Απλώς μια χρονιά έχασα την πίστη μου από όλα.
Με λένε Ρομάριο και κατάγομαι από την Αλβανία. Είμαι 13 χρονών και έχω δύο αδερφές, την Αριόλα και την Ανίτα. Την μαμά μου την λένε Ερισόνα. Ο μπαμπάς μου πέθανε πριν 5 χρόνια και από τότε ζούσαμε μόνοι στα Τίρανα.
Με δυσκολία τα βγάζαμε πέρα. Η μαμά έπαιρνε λίγα χρήματα δουλεύοντας σαν καθαρίστρια σε σπίτια. Δεν μας έφταναν όμως. Πολλές φορές δεν είχαμε ούτε φαγητό. Η μαμά μάς έδινε να φάμε εμείς και αυτή έμενε νηστική. Εγώ το έδινα κρυφά στις αδερφές μου που το χρειάζονταν πιο πολύ. Δεν με πείραζε που θα έμενα νηστικός. Άλλωστε έβλεπα τη μαμά έτσι εξαντλημένη και σκελετωμένη και μου κοβόταν η όρεξη.
Μέναμε σε μία ετοιμόρροπη πολυκατοικία, που οι τοίχοι έσταζαν και έπεφταν σοβάδες. Τα περισσότερα λεφτά τα δίναμε στο νοίκι και γι’ αυτό δεν μας έφταναν. Ο σπιτονοικοκύρης ήταν ένας αγριάνθρωπος που ζούσε με τα λεφτά από βρομοδουλειές. Τον πληρώναμε πάντα εξάλλου και με καθυστέρηση, αλλά αυτός πολλές φορές ζητούσε από τη μαμά κι άλλα. Αυτή δεν μπορούσε να πει όχι και κατάλαβα το γιατί, μια φορά που κρυφάκουσα. Θα μας έδιωχνε από το σπίτι και θα μέναμε στον δρόμο. Αυτό θα ήταν η θανατική καταδίκη μας. Έτσι και η μαμά του έδινε όσα ήθελε, καμιά φορά και τον μισθό ενός μηνός.
Μετά από λίγο καιρό γύρισε από τη δουλειά και σαν σίφουνας μάζευε τα ρούχα μας σε σακούλες. Την κοιτούσαμε ξαφνιασμένοι καθώς μας έλεγε πως σε λίγο κάποιος κύριος θα μας περνούσε στην Ελλάδα και ότι θα φεύγαμε από εδώ για ένα καλύτερο μέρος. Οι αδερφές μου χάρηκαν με αυτή την αλλαγή, εγώ όμως άρχισα να τρέμω. Δεν ήθελα να αφήσω τη χώρα μου, το σπίτι μου, όσο κακό και αν ήταν. Δεν ήθελα να αφήσω τον τάφο του μπαμπά χωρίς φρέσκα λουλούδια. Σχολείο, βέβαια, πήγαινα μία ή δυο φορές την εβδομάδα, γιατί έπρεπε να προσέχω τις αδερφές μου, οπότε δεν είχα φίλους για να μου λείψουν. Περισσότερο η ζωή μου εδώ θα μου έλειπε. Η μαμά μού εξήγησε ότι έπρεπε να πάμε, για το καλό όλων μας. Εκεί, είπε, θα είχε καλή δουλειά και ωραίο σπίτι. Και μόνο από το βλέμμα της που ήταν γεμάτο ελπίδα την πίστεψα. Απλώς την ακολούθησα. Τώρα πια ίσως και να άρχιζε να τρώει, αφού θα είχαμε φαγητό και θα ήταν ξεκούραστη.
Έτσι κοίταξα για τελευταία φορά τον ήλιο απ’ το παράθυρό μας και πίστεψα σε αυτό το νέο ξεκίνημα.
Κεφάλαιο 2
Κάναμε όμως λάθος. Μας ξεγέλασαν.
Μετά από ταξίδι δύο ημερών φτάσαμε στην Κατερίνη. Δεν βρήκαμε απολύτως τίποτα. Ούτε δουλειά ούτε σπίτι. Θα μέναμε στον δρόμο. Η μαμά κράτησε την ψυχραιμία της, για να μην μας αναστατώσει, αλλά εγώ είδα ένα μικρό δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό της. Αναστέναξα βαθιά και την αγκάλιασα. Γύρισα την πλάτη μου στην ανατολή. Με πρόδωσε. Με παράτησε.
Για βδομάδες ζούσαμε σε παγκάκια. Κοιμόμασταν αγκαλιά, για να ζεσταθούμε και ζητιανεύαμε. Ψάχναμε στα σκουπίδια για φαγητό, ενώ όσοι περνούσαν από δίπλα μάς σχολιάζανε και μας περιφρονούσαν. Μισούσα όλο τον κόσμο. Μισούσα τα πάντα. Τρέχαμε βρόμικοι να ξεφύγουμε από αυτούς που μας έδιωχναν, επειδή ανακατεύαμε τα σκουπίδια τους. Ήξερα πως εγώ ήμουν υπεύθυνος για όλους. Έπρεπε να τους προστατεύσω και αυτό έκανα.
Έτσι, αφού οι αδερφές μου μεγάλωναν και δεν ήξεραν τίποτα από γράμματα, τα βράδια πριν ξαπλώσουμε στα άβολα ξύλα από τα παγκάκια, τις μάθαινα μερικά. Τις έλεγα την αλφαβήτα τραγουδιστά και γράφαμε με κομμάτια από κεραμίδια λέξεις στα πεζοδρόμια. Μάθανε να γράφουν το όνομά τους και η μαμά έλεγε πως, όταν βγουν στην κοινωνία, θα είναι μορφωμένες. Πίστευε ακόμα πως θα τα καταφέρουμε. Εγώ προσποιούμουν, για να είναι χαρούμενη, αλλά κατά τ’ άλλα δεν ήλπιζα για τίποτα. Δεν ήθελα να νιώθω έτσι, μα δεν μπορούσα να αλλάξω, όταν όλοι γύρω μας μας απέφευγαν σαν να είμαστε κοινωνικά απόβλητοι.
Μια μέρα κατάλαβα σε πόσο άθλια κατάσταση βρισκόμασταν. Πλησιάζοντας έναν κάδο για να πάρω φαγητό που μόλις είχαν πετάξει, είδα μια ομάδα παιδιών να έρχονται προς εμένα. Δεν τους έδωσα σημασία, αλλά όταν πήγα να πάρω το φαγητό, άρχισαν να με φωνάζουν. Συνέχισα αυτό που έκανα, αλλά πριν καν πάρω τα αποφάγια, ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει δυνατά από πίσω και να με πετάει στον τοίχο. Άρχισαν να γελάνε καθώς ένας έπαιρνε το φαγητό και οι άλλοι δύο με χτυπούσαν. Μετά από λίγο λιποθύμησα νιώθοντας τη μεταλλική γεύση του αίματος να κυλά στα χείλη μου.
Ξύπνησα, όταν είχε σχεδόν νυχτώσει. Είχα ένα κόψιμο στα χείλη και μελανιές στο μάτι και τα χέρια. Δεν πρόκειται να πήγαινα στη μαμά έτσι, χτυπημένος και χωρίς φαγητό. Δεν θα το άντεχε που με χτύπησαν και εγώ δεν θα άντεχα που τους άφησα νηστικούς. Οπότε πήγα σε μια κοντινή βρύση, έπλυνα τις πληγές μου και άρχισα να περιπλανιέμαι. Στην αρχή ζητιάνεψα λίγο αλλά βλέποντας πως δεν έδιναν τίποτα και η ώρα περνούσε, πήγα πάλι σε κάδους. Από μικρούς και μεγάλους πέρασα, αλλά δεν υπήρχε κάτι. Απελπίστηκα και πριν το καταλάβω, βρισκόμουν σε ένα στενό κλαίγοντας, επειδή πονούσα. Κλαίγοντας για τη μαμά και τις αδερφές μου που ανησυχούσαν. Κλαίγοντας για τον τάφο του μπαμπά, που τον παρατήσαμε. Ένιωθα ότι τους απογοήτευσα όλους και ότι ήμασταν πια χαμένοι.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου και γύρισα να δω ποιος ήταν. Είδα τη μαμά με μάτια κόκκινα από το κλάμα και τις αδερφές μου από πίσω της. Με πήρε με τα ζεστά της χέρια αγκαλιά, ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Έλεγε πως ό,τι και να γίνει, ακόμα και νηστικοί να μείνουμε, αυτή μας θέλει όλους δίπλα της. Μόνο να είμαστε μαζί και όλα θα τα αντέξουμε. Αγκαλιαστήκαμε όλοι σφιχτά και η μαμά μου έδειξε ένα αστέρι. Είπε πως ο μπαμπάς είναι εκεί και μας προσέχει. Δεν χρειάζεται να είμαστε στην Αλβανία για να είναι δίπλα μας.
Κοίταξα το αστέρι και ευχήθηκα να πάνε όλα καλά. Να είμαστε όλοι μαζί.
Κεφάλαιο 3
Μετά από αρκετό καιρό ταλαιπωρίας και περιπλάνησης μας βρήκαν δύο γυναίκες. Η μαμά στην αρχή δίστασε να τους μιλήσει, αλλά όταν είπαν πως ήταν από έναν σύλλογο τους πλησίασε. Μίλησαν για λίγη ώρα και ύστερα η μαμά μάς είπε πως όλα τελείωσαν πια. Πως θα αποκτούσαμε σπίτι και φαγητό. Στην αρχή δεν μπόρεσα να το πιστέψω, μα όταν είδα τις αδερφές μου να χαίρονται και τις δύο γυναίκες να μου χαμογελούν, αγκάλιασα τη μαμά και τις ακολουθήσαμε.
Μας πήγαν σε ένα κτήριο όπου τους είπαμε την ιστορία μας και υπήρχαν κάποιοι ψυχολόγοι που μας μίλησαν τον καθένα ξεχωριστά. Είπαν πως μπορούμε να ερχόμαστε όποτε θέλουμε για να συζητάμε. Μετά πήγαμε σε μια πολυκατοικία όπου τα διαμερίσματα δίνονταν δωρεάν σε άστεγους και μετανάστες. Είχαμε και εμείς ένα δικό μας. Ένα αληθινό σπίτι για εμάς. Πήραμε τα κλειδιά και είπαν στη μαμά πως θα έχουμε δωρεάν τροφή από το κοινωνικό παντοπωλείο μέχρι να βρει δουλειά και επίσης ότι την επόμενη μέρα θα έκανε τα χαρτιά μας για να είμαστε νόμιμοι μετανάστες.
Ήμασταν τόσο χαρούμενοι που τρέξαμε στο σπίτι. Ήταν τόσο όμορφο που αρχίσαμε να κλαίμε. Καθιστικό, δύο δωμάτια και κουζίνα με ψυγείο γεμάτο φαγητό. Τώρα πια όλα είχαν τελειώσει. Ήμασταν σώοι και αβλαβείς.
Μετά από έναν χρόνο είχαμε προσαρμοστεί αρκετά. Μάθαμε όλοι πιο καλά ελληνικά από ό,τι πριν που ξέραμε μόνο τα στοιχειώδη και ξεκίνησα το σχολείο μαζί με τις αδερφές μου. Πριν πάμε φοβηθήκαμε πολύ για όλα, όμως μετά από λίγες μέρες ήταν καλύτερα. Επίσης η μαμά βρήκε δουλειά και είμαστε πια νόμιμοι κάτοικοι Ελλάδας.
Τώρα κάθε πρωί κοιτάω την ανατολή και δέχομαι το φως της. Περιμένω να με γεμίσει με ελπίδα για το μέλλον και της ζητάω συγγνώμη που πίστεψα πως μας παράτησε. Γιατί ξέρω πως, ό,τι και αν είπα, αυτή μου το συγχωρεί και μου δίνει τη δύναμη να προχωρήσω ακόμη και αν όλοι με περιφρονούν.
Η Φρειδερίκη Μαρμαρίδου γεννήθηκε τον Μάρτιο του 2000 στη Θεσσαλονίκη, αλλά μεγάλωσε στην Κατερίνη του νομού Πιερίας. Πάντα την ενδιέφεραν τα φιλολογικά μαθήματα. Ασχολήθηκε με το μπαλέτο για 5 χρόνια, ενώ τώρα είναι αθλήτρια του μπάσκετ. Φοιτά στο 5ο Γυμνάσιο Κατερίνης, ενώ παράλληλα ασχολείται με τη συγγραφή διηγημάτων και ποιημάτων ερασιτεχνικά. Διαβάζει πολλά βιβλία και η πρώτη της απόπειρα να δείξει τις ικανότητές της στη συγγραφή ήταν σε έναν διαγωνισμό του εκδοτικού οίκου Πατάκης.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης