Μια κοπέλα στέκεται έξω από μια άσπρη πόρτα και κρατάει στα χέρια της ένα χιλιοτσαλακωμένο χαρτί. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και μπαίνει. Κάθεται σε μια καρέκλα απέναντι από μια ηλικιωμένη κυρία.
Μεγάλωσα μαμά. Μεγάλωσα και ακόμα δεν έμαθα.
Ακόμα δεν έμαθα να μαγειρεύω… Θυμάσαι; Μου έλεγες πάντα να μπω στην κουζίνα μαζί σου, να λερώσω τα χέρια μου. Και τη μια φορά που προσπάθησα να σου φτιάξω μία τούρτα ως έκπληξη στα τεσσαρακοστά ένατα γενέθλιά σου παραλίγο να κάψω το σπίτι! Και γύρισες νωρίτερα από τη δουλειά και με βρήκες να κάθομαι στο πάτωμα, με τα δάκρυα να φτιάχνουν καινούργιους αγεωγράφητους χάρτες στο γεμάτο με αλεύρι πρόσωπό μου. Μου γέλασες και μετά έτσι απλά όλα έγιναν καλά.
Θα θυμάμαι για πάντα την υφή των δαχτύλων σου πάνω στα μαλλιά μου όταν τα έπλεκες έμπειρα και επιδέξια σε πλεξούδες. Ούτε πλεξούδες έμαθα να κάνω, μαμά. Η δικιά μου η κόρη θα με κοιτάει παραπονεμένη, όταν θα της πω ότι δεν μπορώ να φτιάξω τα μαλλιά της όπως τα θέλει. Και μετά θα της πω ιστορίες για εσένα και τα μόνιμα βαμμένα με κόκκινη όζα νύχια σου και με πόση αγάπη χάιδευες τα μεταξένια μαύρα μου μαλλιά.
Μαμά, ούτε να συγχωρώ έμαθα. Δεν συγχώρεσα ποτέ άτομα που με πλήγωσαν, δεν έδωσα ποτέ δεύτερες ευκαιρίες. Γιατί, μαμά; Εγώ πάντα ζητούσα δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες, γιατί λοιπόν φέρθηκα εγωιστικά και δεν έδωσα στους άλλους; Ποτέ δεν έμαθα να συγχωρώ και έχασα στιγμές από τη ζωή μου γι’ αυτόν το λόγο. Αλλά το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν έμαθα να συγχωρώ τον εαυτό μου. Και πιο πολύ από όλα με πληγώνει που δεν συγχώρεσα εσένα, όταν ακόμα μπορούσα.
Όταν με πήραν πρώτη φορά τηλέφωνο από το νοσοκομείο και με ενημέρωσαν ότι είχες εισαχθεί και ότι η ασθένειά σου ήταν σε προχωρημένο στάδιο, η ανάσα μου κόπηκε. Είχα σταματήσει στην άκρη το αμάξι μου και τα δάχτυλά μου είχαν ασπρίσει από την πίεση με την οποία έσφιγγα το τιμόνι. Γιατί, μαμά; Γιατί δεν μου το είχες πει; Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα σε επισκεφτώ. Τρίχες. Όλο έβρισκα δικαιολογίες, ότι είχα πιο σημαντικά πράγματα από το να πάω να επισκεφτώ την άρρωστη γυναίκα που με κουβαλούσε εννιά μήνες μέσα της. Ήμουν δειλή, μαμά. Φοβόμουν. Φοβόμουν εσένα και την αντίδρασή σου. Φοβόμουν ότι θα με κοιτούσες στα μάτια και θα με έφτυνες. Που δεν είχα τα κότσια να σηκώσω το τηλέφωνο και να ζητήσω μια καταραμένη συγγνώμη.
Μεγάλωσα, μαμά, και ακόμα δεν έμαθα να ζητάω συγγνώμη. Λέω να κάνω εδώ και τώρα την αρχή: «Συγγνώμη! Συγγνώμη!» Το ξέρω ότι ίσως να είναι πολύ αργά και ότι ίσως θα έχεις ήδη ξεχάσει ποια είμαι, αλλά «ΣυγγνώμηΙ»
Την ημέρα που έκλειναν έξι χρόνια από τον θάνατο του μπαμπά, αποφάσισα να έρθω να σε δω. Όταν έφτασα στο νοσοκομείο, η γιατρός μου είπε ότι το προηγούμενο βράδυ φώναζες το όνομά μου και ζητούσες απεγνωσμένα να με δεις. Αναγνώρισα μια ελπίδα στη φωνή της. Μια ελπίδα ότι ίσως το πρόσωπό μου θα σε κάνει να θυμηθείς και η ασθένειά σου θα σταματήσει να χειροτερεύει. Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω, μαμά. Έτσι θα επανόρθωνα. Μπήκα στο δωμάτιο με τους τέσσερις άσπρους τοίχους, που είχε γίνει το σπίτι σου για τους τελευταίες τέσσερις μήνες, γεμάτη αγάπη και ελπίδα. Κακό πράγμα η ελπίδα, μαμά. Είναι η μεγαλύτερη αδυναμία και συνάμα δύναμη του ανθρώπινου είδους. Θυμάμαι ότι σιγομουρμούριζες έναν σκοπό και σήκωσες τα μάτια σου και με κοίταξες. Είχα να σε δω πέντε χρόνια, αλλά μου φάνηκες σαν να μην είχε περάσει μέρα από πάνω σου. Μου χαμογέλασες, σηκώθηκες, άπλωσες τα χέρια σου και με τύλιξες στην αγκαλιά σου. Άρχισα να κλαίω από χαρά, με είχες ξανά στην αγκαλιά σου! Αυτήν την αγκαλιά που γιάτρευε τα πάντα, όταν ήμουν μικρή και χτυπούσα, και μετά έφηβη, και πληγωνόμουν από τα αγόρια που έπαιζαν με την καρδιά μου. Και εσύ πάντα με αγκάλιαζες και με έκανες να καταλάβω πως τίποτα και κανένας δεν αξίζει, αν δεν παλεύει να με κρατήσει στη ζωή του. Και τότε μαμά, μου πρόσφερες ένα μαντίλι. Ένα άσπρο μαντίλι με τα αρχικά σου ραμμένα με πράσινη κλωστή στην άκρη.
«Δεν ξέρω ποιανού είναι, πάρ’ το» μου είπες με ένα χαμένο βλέμμα. Και τότε κατάλαβα. Κατάλαβα ότι δεν με αναγνώρισες, μαμά. Εδώ τον ίδιο σου τον εαυτό δεν αναγνώριζες πια! Τα δάκρυα χαράς μετατράπηκαν σε δευτερόλεπτα σε δάκρυα λύπης. Έσφιξα το μαντίλι στο χέρι μου, έκανα μεταβολή και έφυγα. Έφυγα τρέχοντας, προσπαθώντας, όπως πάντα έκανα, να ξεφύγω από τις υποχρεώσεις μου και από τα δεινά και τα δύσκολα και τα ζόρικα. Αυτή ήμουν. Έτρεχα μακριά από τους ανθρώπους που με αγαπούσαν.
Μεγάλωσα, μαμά. Μεγάλωσα και ακόμα δεν έχω μάθει αυτά που προσπαθούσες να μου μάθεις. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να ξαναζήσω αυτά τα πέντε χρόνια–αλλά να τα ζήσω πραγματικά! Να πρωταγωνιστήσω και να μην κάθομαι πίσω από τις κουΐντες ως υποβολέας ή στην αναπαυτική, βελούδινη καρέκλα του θεατή. Να πρωταγωνιστήσω και να κάνω όλα όσα φοβόμουν να κάνω. Να τολμήσω!
Θυμάσαι τον Ιορδάνη, μαμά; Το πρώτο μου αγόρι. Δεν ήθελα να στο πω, γιατί φοβόμουν ότι θα με μαλώσεις, αλλά εσύ τα κατάλαβες όλα από μόνη σου! Τα ξεφούρνισα σε χρόνο ρεκόρ! Και όταν ο Ιορδάνης με χώρισε, δεν ήταν η κολλητή μου ή η ξαδέρφη μου που με παρηγόρησαν. Εσύ ήσουν, μαμά. Εσύ με αγκάλιασες και μου έδωσες έναν ώμο να κλάψω, δίχως να κάνεις ερωτήσεις. Εσύ ήσουν που μου μαγείρευες επί τρεις εβδομάδες τα αγαπημένα μου φαγητά και γλυκά. Και έτσι, με ένα σου γλυκό φιλί, εξαφανίστηκε ο Ιορδάνης.
Σ’ αγαπώ, μαμά. Νιώθω ότι δεν στο έλεγα ποτέ αυτό αρκετά. Σ’ αγαπώ πολύ. Και πίστεψέ με, αν μπορούσα, θα τα ξαναέκανα όλα από την αρχή. Ναι, όλα!
Ποια είμαι; Η κόρη σου είμαι. Ναι, έχεις μία κόρη! Τι; Όχι δεν είμαι η νοσοκόμα σου, το παιδί σου είμαι! Όχι, δεν σου λέω ψέματα, μαμά. Η κόρη σου είμαι… Απλώς δεν με θυμάσαι… Τι θέλεις; Να συνεχίσω; Α, σου αρέσει η φωνή μου; Εντάξει τότε.
Θα τα έκανα όλα από την αρχή, που λες. Όλα! Ακόμα και τους ατελείωτους καβγάδες που τέλειωναν με ένα ανόητο «Σε μισώ!» από το μέρος μου. Δεν σε μισώ, μαμά, ποτέ δεν μπόρεσα να σε μισήσω.
Α, μαμά! Δεν στο είπα! Αρραβωνιάστηκα! Ναι, έπρεπε να ήσουν από μια γωνιά, όταν μου πρότεινε να τον παντρευτώ. Δεν νομίζω πως υπήρξα ποτέ περισσότερο χαρούμενη, μαμά. Εχθές πήγα να δοκιμάσω νυφικά με την αδερφή του και θυμήθηκα το δικό σου! Έψαξα στις χάρτινες κούτες που έχουν το όνομα σου γραμμένο πάνω στο σπίτι του θείου και το βρήκα! Δεν θα το πιστέψεις, μου κάνει ακριβώς! Λες και έχει ραφτεί για μένα! Αχ, μακάρι να μπορούσες να έρθεις στον γάμο! Θα καμάρωνες τόσο πολύ για μένα. Αλλά, να πάρει, δεν σ’ αφήνουν να βγεις από αυτό το αισχρό δωμάτιο, πρέπει οπωσδήποτε να θυμηθώ να φέρω κάτι, να του βάλω λίγο χρώμα! Φοβούνται για την υγεία σου, λένε… Ξεχνάς απευθείας, λένε… Θα χαθείς, λένε….
Το ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι ανούσιο. Το ξέρω ότι με το που θα βγω από αυτή την πόρτα θα ξεχάσεις ότι ήμουν εδώ. Το ξέρω ότι δεν ξέρεις ποια είμαι.
Μεγάλωσα, μαμά.
Μεγάλωσα και ακόμα δεν έμαθα να αγαπάω όπως με αγαπούσες εσύ…
Τρεις το βράδυ. Το τηλέφωνο σπάει την ησυχία.
«…έπεσε στη μέση του δρόμου, καθώς ο οργανισμός της είχε ουσιαστικά ξεχάσει πώς να βάλει το ένα πόδι μετά το άλλο για να περπατήσει. Ήταν βαριά άρρωστη, το ξέρετε. Οι νοσοκόμες που είχαν βάρδια νωρίτερα ανέφεραν σοκαρισμένες ότι η μητέρα σας όλη τη ημέρα έλεγε ότι έπρεπε να φύγει, γιατί παντρευόταν η κόρη της... Το περίεργο είναι ότι μέχρι τώρα δεν φαινόταν να θυμάται ποτέ ότι είχε παιδί και μάλιστα…».
Η κοπέλα σήκωσε απότομα το κεφάλι της. Το επόμενο πράγμα που έσπαγε την ησυχία, ήταν η κραυγή της.
Η Άννα Μελίνα Χατζηλαζάρου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι 16 ετών και μαθήτρια της Β' Λυκείου στο 1ο Πρότυπο Πειραματικό ΓΕΛ Θεσ/νίκης "Μανόλης Ανδρόνικος". Θα ήθελε να σπουδάσει Βιολογία με ειδίκευση στις χρωμοσωματικές ανωμαλίες και στην Ιολογία. Στη συνέχεια θα ήθελε να κυνηγήσει το όνειρό της και να ασχοληθεί με το θέατρο και τη συγγραφή. Στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει να γράφει, να ακούει μουσική, να χάνεται στις σελίδες ενός βιβλίου, να μιλάει με τις καλύτερές της φίλες και να πηγαίνει για ψώνια. Έχει έναν αδερφό που σπουδάζει και δύο υπέροχους γονείς που την στηρίζουν σε κάθε βήμα της.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης