Μπορεί να σας φανεί περίεργο, αλλά αυτή ίσως είναι και μια πραγματική ιστορία. Την άκουσα πριν από λίγο καιρό στο σχολείο μου από έναν δάσκαλο πολεμικών τεχνών, που ήρθε να μας μιλήσει για την ιαπωνική φιλοσοφία.
Θα σας μιλήσω για δύο ηλικιωμένους, την κυρία Βέττα και τον κύριο Μπομπ. Η κυρία Βέττα είναι μια απλή νοικοκυρά από την Ελλάδα και ζει μαζί με τον άντρα της, τον κύριο Μπομπ, στο Μαϊάμι. Έχει πάντα πιασμένα τα γκρίζα μαλλιά της σε έναν κότσο, που τον κρατούν δύο κινέζικα ξυλάκια, φοράει πάντα τα χρυσά σκουλαρίκια που της πήρε ο άντρας της στον γάμο τους και για να μην την υποψιάζονται, κρατάει πάντα ένα μπαστούνι. Ο κύριος Μπομπ, από την άλλη, είναι ένας απλός λογιστής που φοράει καφέ γυαλιά και πάντα τα ίδια πορτοκαλί παπούτσια. Γνωρίστηκαν σε ένα ταξίδι τους στην Κίνα, όπου ο δάσκαλος Γουόνγκ τους έμαθε ό,τι ξέρουν για τις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες. Μόλις παντρεύτηκαν, συμφώνησαν να μείνουν στο σπίτι του κυρίου Μπομπ στο Μαϊάμι.
Έχουν ένα κρυφό μυστικό: τα βράδια μεταμορφώνονται σε νίντζα. Φοράνε μαύρες ολόσωμες φόρμες, μαύρες κουκούλες που κρύβουν ολόκληρο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια και φυσικά παίρνουν μαζί και τα όπλα τους, σπαθιά και κρόταλα. Τα άλλα όπλα που έχουν πάντα πάνω τους είναι το μπαστούνι της κυρίας Βέττας, τα κινέζικα ξυλάκια και τα παπούτσια του κυρίου Μπομπ. Είναι δηλαδή μία ομάδα που πολεμά τους κακοποιούς .
Η πρώτη τους αποστολή ξεκίνησε κάπως έτσι: καθώς έτρωγαν σε μία πιτσαρία, τη γνωστή «Πιτσονοστιμιά», που είναι και το στέκι τους, άκουσαν μια τσιριχτή φωνή από τον Ντέιβιντ, το παιδί του γείτονά τους, ένα κοντό αγοράκι εννιά χρονών με μαύρα μαλλιά και καφέ μάτια. Έτρεξαν γρήγορα προς το μέρος απ’ όπου ακούστηκε η φωνή και τον είδαν να κλαίει. Ένας άντρας του τραβούσε το πορτοφολάκι του. Μόλις ο κλέφτης είδε την κυρία Βέττα και τον κύριο Μπομπ, άφησε το πορτοφόλι και έφυγε τρέχοντας. Μετά ο Ντέιβιντ είπε με λυγμούς:
«Κυρία Βέττα, πιάστε τον κακό, σας παρακαλώ!»
«Μην ανησυχείς, Ντέιβιντ, θα πιάσουμε τον κακοποιό το βράδυ, στο υπόσχομαι!» είπε η κυρία Βέττα και τον πήρε αγκαλιά.
Μόλις ήρθε το βράδυ, ακριβώς στις έντεκα η ώρα, το αντρόγυνο είχε μεταμορφωθεί σε νίντζα.
«Ήρθε η ώρα!» είπε ο κύριος Μπομπ και κοίταξε στα μάτια την κυρία Βέττα.
«Ναι, ήρθε!» απάντησε η κυρία Βέττα και με ένα σάλτο πήδηξαν από το παράθυρο. Το μπαστούνι της έγινε ανεμόπτερο και τα σούπερ παπούτσια του κυρίου Μπομπ έβγαλαν φωτιά και τον σήκωσαν ψηλά.
Πριν φτάσουν στο στέκι του κλέφτη, τον είδαν να προσπαθεί να διαρρήξει ένα σπίτι. Ήταν μπροστά από ένα παράθυρο και με μια βαριοπούλα το χτυπούσε να το σπάσει. Αμέσως η κυρία Βέττα έβγαλε τα ξυλάκια από τα μαλλιά της και τα μαλλιά της ανέμιζαν σε αργή κίνηση. Μετά τα πέταξε στον κλέφτη που τον πέτυχαν στο μπράτσο και τον κοίμισαν, γιατί στην πραγματικότητα ήταν υπνωτικά βελάκια. Ο κύριος Μπομπ τον έπιασε με το ένα δάχτυλο και τον πήγε ως το σπίτι τους. Εκεί πληκτρολόγησαν στον υπολογιστή τους έναν μυστικό κωδικό, το κρεβάτι τους άνοιξε στα δύο και εμφανίστηκε μία σκάλα, που οδηγούσε στο υπόγειο.
Όταν ο ληστής ξύπνησε, προσπάθησε να κουνηθεί, αλλά κατάλαβε ότι ήταν δεμένος. Τότε είδε την κυρία Βέττα και τον κύριο Μπομπ πάνω από το κεφάλι του και τρόμαξε.
«Λύστε με γρήγορα!» φώναξε φοβισμένος.
«Γιατί να σε λύσουμε μετά από όσα έχεις κάνει;» είπαν και οι δύο με μία φωνή.
«Γιατί σπαταλάς τη ζωή σου κλέβοντας, ενώ μπορείς να τη ζεις χαρούμενα με την οικογένειά σου; Μίλα γρήγορα!»
«Διότι με αναγκάζουν! Αν δεν κάνω ό,τι μου λένε, θα σκοτώσουν την οικογένειά μου!»
«Ποιος σου τα λέει αυτά;» ρώτησε η κυρία Βέττα εξαγριωμένη, ενώ προσπαθούσε να ξαναφτιάξει τον κότσο της με τα υπνωτικά βελάκια.
«Τρία στενά πιο κάτω μένει ο Τόνι, ένας Ιταλός νονός της νύχτας που φοράει πάντα μαύρο κουστούμι και καπνίζει τα πιο ακριβά πούρα.»
«Λες αλήθεια;»
«Ναι, το ορκίζομαι!»
«Άμα μάθουμε πως λες ψέματα, θα φωνάξουμε την αστυνομία!»
«Όχι, δε λέω ψέματα!»
«Ωραία, λοιπόν, θα σε αφήσουμε να φύγεις, αλλά δεν θα ξανακλέψεις. Όσο για τον Τόνι μην ανησυχείς, θα φροντίσουμε να μη σε ξαναενοχλήσει.»
Το άλλο βράδυ, στις έντεκα ακριβώς, φόρεσαν κάτω από τα κανονικά τους ρούχα τις μαύρες ολόσωμες φόρμες και ξεκίνησαν για το Ιταλικό εστιατόριο του Τόνι. Κάθισαν σε ένα τραπέζι, παρήγγειλαν σπαγγέτι και δύο κρύες λεμονάδες, που τους άρεσαν πολύ, και δεν τον έχασαν καθόλου από τα μάτια τους. Ώσπου μια στιγμή τον είδαν να κατεβαίνει τη σκάλα που οδηγούσε στις τουαλέτες, τον ακολούθησαν προσέχοντας να μη τους καταλάβει και τον είδαν να μπαίνει σε μία πόρτα όπου έγραφε «ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ».
Η κυρία Βέττα κουβαλούσε πάντα μαζί της ένα ποτήρι από το καλό της το σερβίτσιο για τέτοιες περιπτώσεις. Βέβαια, η κυρία Βέττα πάντα είχε μέσα στην τσάντα της πολλά πράγματα, για παράδειγμα χαρτί τουαλέτας, ένα τηγάνι, δύο μικρά σάντουιτς και τα χάπια για την πίεση του κυρίου Μπομπ. Πήρε, λοιπόν, το ποτήρι και το ακούμπησε στην πόρτα για να ακούσει καλύτερα. Ο κύριος Μπομπ δεν χρειαζόταν ποτήρι, γιατί φορούσε ένα ακουστικό βαρηκοΐας, παρόλο που ο ίδιος δεν ήτανε βαρήκοος.
Μέσα στο δωμάτιο ο Τόνι μιλούσε για ένα σχέδιο, που το είχαν ονομάσει «το πορτοκάλι». Σχεδίαζαν να κλέψουν την τράπεζα που βρισκόταν δίπλα στον οίκο ευγηρίας «Ο Γεράκος». Θα πήγαιναν τα μεσάνυχτα με το φορτηγάκι του Μπερτίνο, του συνεργού του Τόνι και μάγειρα του μαγαζιού, για να μη τους δει κάνεις. Ξαφνικά άκουσαν τα βήματα των μαφιόζων να πλησιάζουν την πόρτα και αμέσως κρύφτηκαν. Πέντε άντρες με μαύρα κουστούμια, που βγήκαν καπνίζοντας ακριβά πούρα και μιλώντας σχετικά με «το πορτοκάλι», ανέβηκαν τη σκάλα.
Ο Τόνι ζήτησε από τον Λουίτζι τον σερβιτόρο να κρατήσει για λίγο το μαγαζί και έφυγε μαζί με τους υπόλοιπους άντρες. Η κύρια Βέττα και ο κύριος Μπομπ, αφού έμειναν με τις μαύρες φόρμες τους, τους ακολούθησαν κάνοντας παρ κουρ. Πηδώντας από ταράτσα σε ταράτσα έφτασαν έξω από την τράπεζα και είδαν ότι ο Μπερτίνο και ο Τόνι προσπαθούσαν να διαρρήξουν την κεντρική πόρτα.
Ο κύριος Μπομπ με το σύγχρονο κινητό του ειδοποίησε την αστυνομία. Σε λίγα λεπτά τέσσερα περιπολικά περικύκλωσαν τους μαφιόζους και τους συνέλαβαν. Αν και αυτοί προσπαθούσαν να βρουν δικαιολογίες, ότι τάχα είχαν κάτι ξεχάσει μέσα στην τράπεζα, οι αστυνομικοί δεν τους πίστεψαν και τους έβαλαν μέσα στο περιπολικό. Ένας από αυτούς τους είπε να μην παραπονιούνται, γιατί θα έμπαιναν στο ίδιο κελί.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι λίγα μέτρα μακριά χαμογελούσε ικανοποιημένο, καθώς έφευγε για το σπίτι τους.
«Χαχα, Μπερτίνο, τι όνομα! Ζήσαμε να το ακούσουμε και αυτό!» είπε η κυρία Βέττα.
Η ιστορία αυτή τελειώνει με γέλια. Άραγε, και οι υπόλοιπες περιπέτειές τους θα έχουν το ίδιο τέλος;
Η Χριστίνα Κουρλή γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και είναι μαθήτρια της ΣΤ΄ τάξης στο 15ο Δημοτικό Σχολείο Καλαμαριάς. Σε μικρότερη ηλικία ασχολήθηκε με το μπαλέτο και τον στίβο, αλλά την κέρδισαν τελικά οι τέχνες. Παρακολουθεί για 2η συνεχή χρονιά μαθήματα ζωγραφικής στη ΧΑΝ Καλαμαριάς. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται ακόμη με την κατασκευή κοσμήματος, τις χειροτεχνίες και το γράψιμο. Έχει αδυναμία στα ζώα και ιδιαίτερα στα σκυλιά.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης