Η Ζωή είχε βαθιά νιώσει στο πετσί της εδώ και καιρό τη στέρηση, την απώλεια. Από την ώρα που παντρεύτηκε τον Βαγγέλη στερήθηκε όλα τα εγώ της, ακολουθώντας τον στο άγονο και απόμακρο νησί που διορίστηκε. Όλα τα σκέπαζε η αγάπη. Δύσκολα στην αρχή, μακριά από τους δικούς τους, σιγά-σιγά έστησαν το σπιτικό τους. Έναν χρόνο αργότερα συμπλήρωσε την ευτυχία τους ένα όμορφο ροδαλό μωράκι, η Μαρία τους.
Μετρημένα, συνετά αλλά όχι στερημένα ζούσαν έχοντας δημιουργήσει έναν φιλικό κύκλο στο ξένο μα όχι αφιλόξενο νησί του Β. Αιγαίου. Ο άντρας της έλειπε συχνά πυκνά σε στρατιωτικές ασκήσεις και είχε συνηθίσει την παρεούλα της Μαριγώς, όπως έλεγε τη μικρή μπουμπού της. Τα χρόνια περνούσαν και η κορούλα τους προόδευε και άνθιζε. Ευγενική ψυχή, άψογος χαρακτήρας, καλή μαθήτρια. Βλέπεις, ο Θεός δεν τους χάρισε άλλο παιδί, άλλα τον ευγνωμονούσαν για το δώρο που τους έδωσε.
Ήρθαν δύσκολα χρόνια: μείωση μισθών των ένστολων, φόροι, υποχρεώσεις, φουρτούνες. Μικρά και μεγάλα προβλήματα υγείας, αλλά όλα περαστικά. Εκεί που ερχόταν η απελπισία, χάραζε η ελπίδα μ’ ένα «Δόξα σοι, Κύριε!». Φέτος ο Βαγγέλης το πήρε απόφαση, δεν πήγαινε άλλο. Θα κατέθετε τα χαρτιά του για σύνταξη. Η Μαρία τους πάλι, τελευταία τάξη Λυκείου, θα ’δινε πανελλαδικές εξετάσεις με στόχο την Ιατρική Θεσσαλονίκης. Αν το καλοσκεφτόταν κάποιος, είχε βάλει ψηλά τον πήχη, γιατί δεν είχε βοήθεια από κάποιο φροντιστήριο. Τα οικονομικά της οικογένειας –ο μισθός του πατέρα βασικά– δεν επέτρεπε καμιά οικονομική υπέρβαση. Το καταλάβαινε, ένιωθε, δεν ζητούσε. Έδινε τον δικό της αγώνα, βίωνε στιγμές ανέχειας, πίστευε όμως σ’ ένα καλύτερο αύριο. Συχνές βόλτες για ρούχα στα μαγαζιά, κινητά τηλέφωνα, τάμπλετ ήταν πράγματα που ίσως λαχταρούσε η νεανική της ψυχή, αλλά δεν τολμούσε να ζητήσει. Δεν ήθελε να πικράνει ό,τι πολυτιμότερο είχε, τους γονείς της. Έτσι, κάθε φορά σκαρφιζόταν περίτεχνες δικαιολογίες στις φίλες της, όταν της πρότειναν μια έξοδο.
Η κολλητή της φίλη, η Μυρτώ, περνούσε πάνω κάτω την ίδια οικονομική κατάσταση με την οικογένειά της. Κτηνοτρόφοι οι γονείς της, νύχτα ξεκινούσαν την ημέρα τους, νύχτα τελείωναν. Τις δυο φίλες πού τις έβρισκες πού τις έβλεπες, στον ελεύθερο χρόνο τους σκαρφάλωναν στο ξωκλήσι του Αϊ-Νικόλα και αγκάλιαζαν με την ματιά τους το απέραντο Αιγαίο. Άλλοτε φιλόξενο και γαλήνιο, ηρεμούσε την ταραγμένη τους ψυχή και άλλοτε ταραγμένο τις έριχνε στην αγκαλιά του Αγίου, του Χριστού και της Παναγίας, ζεσταίνοντας την καρδιά τους, γεμίζοντάς τες πίστη να συνεχίσουν.
Αρχές άνοιξης ο Βαγγέλης θα έβγαινε σε μια τελευταία ετήσια στρατιωτική άσκηση πριν την συνταξιοδότησή του, τον «Αίσιο Οιωνό». Στην καρδιά της Ζωής όμως υπήρχε ένα κακό προαίσθημα. Δεν μίλησε, τον φίλησε, τον σταύρωσε και τον ξεπροβόδισε στο καλό. Η Μαρία πάλι δεν σήκωνε κεφάλι από τα βιβλία, παρά μόνο δεχόταν τις απανωτές περιποιήσεις της μάνας της. Πότε ένα ποτήρι χυμό, πότε ένα φρούτο… Όμως την καρδιά της Ζωής μια ατέλειωτη σιωπή την βάραινε, βυθίζοντάς την σε μια ανεξήγητη απελπισία. Άναβε το καντηλάκι της, προσευχόταν, ένιωθε πάλι δυνατή. Η άσκηση θα κρατούσε μια βδομάδα. Ο Βαγγέλης επικοινωνούσε καθημερινά, συνήθως απόγευμα.
Ήταν η πέμπτη μέρα και το τηλέφωνο δεν χτύπησε. «Ίσως δεν πρόλαβε», καθησύχασε την αγωνία της, «ίσως οι γραμμές ήταν χάλια, ίσως… ίσως…» μα η καρδιά της σφίχτηκε. Πήγε να κοιμηθεί και προσευχήθηκε ο Θεός να τον έχει καλά. Άργησε να την πάρει ο ύπνος. Το μυαλό της στριφογύριζε σε παλιές θύμησες, μέχρι τα χαράματα που αποκαμωμένη ψευτοκοιμήθηκε. Πετάχτηκε τρομαγμένη, όταν νόμισε πως κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Αφουγκράστηκε… σιωπή… μπα τίποτα. Μα νάτο ξανά. Ένα ξερό μονότονο χτύπημα. Έτρεξε, άνοιξε. Ο παπά-Ανέστης με έναν αξιωματικό βρίσκονταν στην πόρτα της. Έχασε τη γη από τα πόδια της. Όταν συνήλθε, ήταν ξαπλωμένη στο καναπέ του σπιτιού της. Η Μαρία της κρατούσε δακρυσμένη το χέρι.
«Ο μπαμπάς… έφυγε!» ήταν οι λέξεις που κατάφερε με κόπο να αρθρώσει.
Τις επόμενες μέρες η Ζωή ζούσε τα γεγονότα σαν θεατής. Τα χάπια του γιατρού βοηθούσαν. Όλα τα απαραίτητα έγιναν. Η κηδεία τελείωσε, πολλοί άνθρωποι παραβρέθηκαν, τους μίλησαν, τους στήριξαν και μετά μόνες. Έπρεπε να βρει τη δύναμη να διαχειριστεί την απώλεια, έπρεπε να στηρίξει το παιδί της. Σε λίγο οι εξετάσεις θα ξεκινούσαν. Η παγερή σιωπή, αποτέλεσμα της αναπάντεχης απώλειας απομόνωσε τη Μαρία στα βιβλία. Ανάσαινε μέσα απ’ αυτά, ήταν η παρηγοριά της. Την αποσπούσαν από την ανάμνηση του πατέρα της, που κάθε επανάληψή της χαράκωνε το πρόσωπό της με ασταμάτητα δάκρυα.
Ο καιρός περνούσε μαλακώνοντας τη στερημένη ψυχή της Ζωής, που αναζητούσε λίγη χαρά που δεν άργησε να ’ρθει. Με αγωνία περίμενε την κορούλα της. Όλο κοίταζε και ξανακοίταζε έξω από το παράθυρο. Η Μαρία της είχε βγάλει φτερά. Μόλις έγιναν γνωστά τ’ αποτελέσματα ήρθε τρέχοντας.
«Μαμά, τα κατάφερα!» φώναξε σχεδόν τσιριχτά. Για τη Ζωή ήταν τα πιο γλυκά, τα πιο όμορφα λόγια που είχε ακούσει μετά τον χαμό του άντρα της. Αγκαλιάστηκαν κι έκλαιγαν, αυτή τη φορά από ευτυχία.
Το καλοκαίρι πέρασε γρήγορα, φορτωμένο με τις προετοιμασίες της Μαρίας για το πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί θα την περίμενε ο θείος της ο Γιάννης –ο αδερφός της μητέρας της– ο οποίος θα την είχε έννοια τα επόμενα χρόνια. Η Μαρία θα έμενε πάλι πίσω, στερούμενη τη μόνη χαρά της, αλλά μόνο για λίγο. Στο νου της έφερνε την κόρη της τελειωμένη γιατρό να προσφέρει βοήθεια σε αρρώστους στο όμορφο νησί τους. Ο παπά-Ανέστης, η γειτονιά, όλοι στη μικρή κοινωνία μοιράστηκαν κάποτε τον πόνο της. Τώρα μοιράζονται και τη μοναξιά της.
Τα χρόνια κυλούσαν γρήγορα στην ανέμη του χρόνου. Η κόρη της την επισκεπτόταν σπάνια και όσο πλησίαζε στο πτυχίο σπανιότερα. Όταν ερχόταν, είχαν Ανάσταση, όταν έφευγε, πάντα χειμώνα. Έβλεπε το παιδί της να απομακρύνεται και όλο τη δικαιολογούσε. Ίσως τα διαβάσματα, ίσως το κουραστικό ταξίδι, ίσως… Ένα συνεχόμενο ίσως τριβέλιζε στο μυαλό της. Η δυνατότητα να πάει αυτή στη Θεσσαλονίκη έμοιαζε απίθανη. Η λιγοστή σύνταξη του συχωρεμένου συζύγου της δεν επέτρεπε τέτοιες πολυτέλειες. Όσα χρήματα μπορούσε να μαζέψει τα έστελνε στον αδελφό της για τις ανάγκες του παιδιού της.
Όμως, η πολυπόθητη μέρα ήρθε. Η Μαρία της ορκίσθηκε και σε λίγο καιρό θα ερχόταν στο νησί, όπου θα έκανε το αγροτικό της. Η χαρά της Ζωής θα ’πρεπε να την έπνιγε, όμως, διαισθανόταν πως κάτι είχε μπει ανάμεσα σ’ αυτήν και την κόρη της. Το πλοίο θα ’φτανε σε δυο ώρες, όμως δεν την πείραζε να περιμένει μέσα στο λιοπύρι. Το αινιγματικό τηλεφώνημα του αδελφού της την έβαλε σε σκέψεις. Η αγωνία της μετατράπηκε σε ανησυχία. Άραγε τι ήταν αυτό που της φύλαγε ως έκπληξη η Μαρία; Κι ο αδελφός της… σφίγγα, δεν μπόρεσε να του βγάλει κουβέντα. Τι κι αν του ’ταξε τραπέζια, χειροποίητες λιχουδιές, δωρεάν διακοπές στο νησί. Τίποτα. Αυτό ήταν αρκετό για να σκέπτεται και πάλι να αρχίσει τα χάπια για την πίεση. Από την άλλη, η αγαπημένη της κορούλα κρατούσε σιγήν ιχθύος. Μόνο για το πτυχίο μιλούσε κι αυτή ετοίμαζε την κορνίζα κι ας μην ήξερε τις διαστάσεις. Ψιλοπράγματα. Εξάλλου, το καμάρι της αρίστευσε κι αυτή μοιράστηκε τη χαρά της με τη φωτογραφία του άντρα της στο σαλόνι, αλλά και με όλο το χωριό. Μέρες έπλαθε κουλουράκια και τους κερνούσε όλους. Ακόμα και στην κυρα-Κώσταινα έστειλε, που τα είχαν τσουγκρίσει κάποτε. Όλοι της εύχονταν τα καλύτερα και γρήγορα να τη δει νυφούλα. Αυτό το τελευταίο την πάγωνε. Ήταν άραγε έτοιμη να την χάσει και πάλι; Όχι, όχι, ας γύριζε με το καλό, ας έκανε δυο χρόνια το αγροτικό της, κοντά της, και μετά βλέπουμε.
Από τις σκέψεις της την έβγαλε το σφύριγμα του φουγάρου. Το πλοίο έδεσε και σε λίγο άρχισαν να κατεβαίνουν οι πρώτοι επιβάτες. Οι στιγμές τής φαίνονταν αιώνες. Δεν πίστευε στα μάτια της. Επιτέλους! Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Την έσφιξε στην αγκαλιά της και την γέμισε φιλιά. Δίπλα της διέκρινε ένα παλικάρι ντυμένο στρατιωτικά.
«Πέρασε, πέρασε, μη σε σταματάμε!» του είπε ασυναίσθητα.
«Όχι, μητέρα, αυτός είναι ο Γιώργος, ο αρραβωνιαστικός μου!» απάντησε η Μαρία.
Έμεινε αποσβολωμένη, αμίλητη. Λίγο αργότερα της εξηγούσαν πως είχαν συμβεί όλα γρήγορα και δεν πρόλαβαν να την ειδοποιήσουν. Η αλήθεια ήταν πως η Μαρία φοβόταν μια αρνητική αντίδραση από τη μητέρα της.
«Γνωριστήκαμε στα εργαστήρια του Πανεπιστημίου. Ο Γιώργος είναι στρατιωτικός γιατρός» είπε.
Έναν μήνα κράτησε η γνωριμία τους και αποφάσισαν να δεθούν οριστικά μαζί. Έμοιαζε τόσο πολύ στον Βαγγέλη. Αποφασιστικός αλλά και γλυκομίλητος ταυτόχρονα. Την κοιτούσε στα μάτια και τα δικά του έλαμπαν, ενώ αυτή κρεμόταν από τα χείλη του. Η Ζωή έπρεπε πάλι να κάτσει στην άκρη θεατής, μα της έφτανε που ήταν ευτυχισμένη η κόρη της.
Έναν χρόνο αργότερα τους πάντρευε στο ξωκλήσι του Αϊ-Νικόλα. Κουμπάρα η φίλη της η Μυρτώ. Αν και ήταν τέλη Οκτώβρη, ο Άγιος κρατούσε τη θάλασσα ήρεμη. Εκείνη την Κυριακή ο ήλιος έλαμπε στα μάτια των δύο παιδιών. Κι αυτή χαιρόταν, γιατί θα έχανε, θα στερούνταν ένα κομμάτι του εαυτού της, τη μονάκριβη κόρη της…
Η Αγγελική Πολίτη ζει στη Γέφυρα Θεσσαλονίκης. Σπουδάζει αγγλικά και γερμανικά, ασχολείται με τις πολεμικές τέχνες και της αρέσει η λογοτεχνία (κυρίως ελληνική) και τα μαθηματικά. Συμμετείχε στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Μαθηματικών και Φυσικής (2012-13) και διακρίθηκε με έπαινο στα Μαθηματικά και την 50ή θέση στη Φυσική, καθώς και στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Μαθηματικών (2013-14), όπου έλαβε διάκριση με έπαινο.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης