Καταχωνιασμένος μέσα στην αποθήκη ένας άδειος πίνακας δίχως χρώματα δίχως μολυβιά.
Ποτέ δεν τον έβγαλε από την αποθήκη του σπιτιού η οικογένεια Στεφάνου. Προτιμούσαν άλλους πίνακες, με θάλασσες, με λιβάδια, με τις τέσσερις εποχές και αλλά πολλά πράγματα. Αλλά αυτό, χωρίς να βγάζει μιλιά, χωρίς να λαμπιρίζει από χρώματα ήταν ένα άσπρο, λευκό δίχως θέμα πινακάκι.
Μια μέρα, όταν άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε ένα μικρό κοριτσάκι με δυο μακριές καστανές πλεξούδες, γύρω στα οχτώ. Είδε μετά από τόσα χρόνια το φως, που άναψε ξαφνικά και φωτίστηκε όλο το δωμάτιο. Το κοριτσάκι έψαχνε μέσα σε κούτες κάτω από τη σκόνη να βρει κάτι. Τι πράγμα να ήταν αυτό; Μήπως θυμήθηκαν ότι το μικρό πινακάκι ήταν στην αποθήκη ή μήπως όχι; Αυτή η ερώτηση το βασάνιζε μέχρι που έφτασε η ώρα που περίμενε. Το μικρό κορίτσι πήρε τον λευκό πίνακα στα χέρια του και βγήκε έξω από το σκονισμένο δωμάτιο. Όλα έλαμψαν γύρω απ’ το πινακάκι. Οι καρέκλες, τα τραπέζια, παιχνίδια και τόσα μικροπράγματα τοποθετημένα στην τεράστια βιβλιοθήκη του σπιτιού.
«Ιφιγένεια, πού πας τον πίνακα;»
«Πάνω, μαμά, στο δωμάτιό μου.»
Τώρα το ήξερε. Ιφιγένεια έλεγαν το κορίτσι. Καθώς προχωρούσε το πινακάκι στην αγκαλιά της Ιφιγένειας, τόσο περισσότερο τα πάντα τριγύρω γίνονταν πιο φωτεινά. Μέχρι που έφτασαν στο δωμάτιο της μικρής ιδιοκτήτριάς του. Εκεί αντίκρισε άλλα χρώματα, άλλα έπιπλα, άλλα μικροπράγματα.
Το δωμάτιο ήταν μωβ-λιλά με σκούρα μωβ λουλούδια φτιαγμένα με στένσιλ. Όλα τα έπιπλα ήταν ξύλινα. Πάνω από τη συρταριέρα είχε έναν μεγάλο καθρέφτη και επειδή ήταν οι μέρες κοντά στα Χριστούγεννα, να και ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αλλά αυτό ήταν περίεργο και το πινακάκι παραξενεύτηκε, γιατί ήξερε δέντρα πράσινα, καφέ ή άσπρα χιονισμένα. Όμως, αυτό ήταν ροζ με μωβ μπάλες. Ξαφνικά, ακούστηκε η φωνή της κυρίας Άννας, της μαμάς.
«Ιφιγένεια! κατέβα για το μεσημεριανό. Πέρασε η ώρα!»
Η Ιφιγένεια κατέβηκε και το πινακάκι έμεινε μόνο του, ολομόναχο στο μεγάλο φωτεινό δωμάτιο. Φανταζόταν σχέδια και χρώματα επάνω του. Όμορφα σχέδια και λαμπερά χρώματα. Για να περάσει η ώρα, πλησίασε στο παράθυρο. Έξω χιόνιζε και με τη δύναμη του μυαλού του σήκωσε ένα πινέλο και αυτό μόνο του ζωγράφισε ένα χιονισμένο τοπίο με ένα καλυβάκι στη μέση, με φώτα αναμμένα και ο καπνός της καμινάδας να ανεβαίνει αργά στον ουρανό. Ξαφνικά, ακούστηκαν βήματα. Ήταν η Ιφιγένεια. Μόλις μπήκε, αντίκρισε μπροστά της το λευκό πινακάκι.
«Θα σου βρω ένα όνομα. Θα σε λένε… θα σε λένε… Λευκούλη. Μέχρι να ζωγραφιστείς, τουλάχιστον. Ξέρεις, τώρα πρέπει να φύγω. Θα πάω με τον μπαμπά μου σε μία φίλη. Αντίο!» είπε.
Η μικρή του φίλη έφυγε και έμεινε πάλι μόνος. Είχε σταματήσει να χιονίζει. Όμως, όλα κάτω ήταν σκεπασμένα με ένα άσπρο σεντόνι. Δεν πέρασε πολλή ώρα και βήματα ακούστηκαν ξανά. Η κυρία Άννα μπήκε στο δωμάτιο, πήρε το πινακάκι και κατέβηκε στην κουζίνα. Εκεί, αντί για το ωραίο χριστουγεννιάτικο τραπεζομάντιλο, που είχε πρωτοδεί στρωμένο στο τραπέζι, τώρα είχε ένα παλιό γεμάτο πιτσιλιές. Υπήρχαν πινέλα και η κυρία Άννα φορούσε μια ολόσωμη ποδιά. Ο Λευκούλης είχε καταλάβει πως η κυρία Άννα ήθελε να τον ζωγραφίσει. Εκείνος όμως δεν ήθελε. Ήθελε να τον ζωγραφίσει η Ιφιγένεια. Έτσι σκέφτηκε. Το σχέδιό του άρχισε να μπαίνει σε εφαρμογή. Η κυρία Άννα το ζωγράφιζε και το ζωγράφιζε και όταν σχεδόν πήγαινε να τελειώσει, σηκώθηκε να αλλάξει το νερό για τα πινέλα. Τότε, ο Λευκούλης έσβησε γρήγορα αυτό που είχε πάνω του. Η κυρία Άννα παραξενεύτηκε. Δεν πίστευε στα μάτια της. Πώς γινόταν να σβηστεί ό,τι είχε ζωγραφίσει;
«Μα τι γίνεται, επιτέλους, μ’ αυτόν τον πίνακα; Για τα σκουπίδια είναι!» σκέφτηκε και λίγο πριν τον βάλει στον κάδο σκουπιδιών, άκουσε το αυτοκίνητο του άντρα της. Η πόρτα άνοιξε και η Ιφιγένεια μπήκε στο δωμάτιο.
«Μαμά, γιατί πετάς τον πινάκα στα σκουπίδια;»
«Αγάπη μου, δεν ξέρω τι έχει πάθει. Πάντως δεν μπορώ να ζωγραφίσω σ’ αυτό το πράγμα.»
«Τι λες, βρε μαμά. Πίνακας είναι.»
«Καλά καλά, δοκίμασε και εσύ!»
«Θα δοκιμάσω. Όμως στο δωμάτιό μου.»
Στο δωμάτιό της η Ιφιγένεια, έβαλε τον μικρό λευκό φίλο της απέναντι από το φως και άρχισε να ζωγραφίζει. Ξεκίνησε με μια παραλία, όμως ο Λευκούλης είχε διαφορετική γνώμη.
«Ιφιγένεια, δεν είναι κατάλληλη εποχή για ήλιο και ζέστη. Έξω χιονίζει. Συμφωνείς;»
Έκπληκτη η μικρή σταμάτησε και …
«Μπορείς και μιλάς;»
«Ναι, μπορώ.»
«Αφού δε σ’ άρεσε η ζωγραφιά, θα την αλλάξω.»
«Όχι, θα τη σβήσω εγώ.»
Και με ένα φσσστ η παραλία σβήστηκε.
«Θέλεις να σε πάω κάπου μαγικά;»
«Ναι, αλλά πού;»
«Εκεί που θα ζωγραφίσεις.»
Μετά από λίγο…
«Τελείωσα, πάμε!»
«Τι ζωγράφισες;»
«Ζωγράφισα μια μαγική χώρα που την ονόμασα "Ζαχαροχώρα". Εκεί τα δέντρα είναι από γλειφιτζούρια και τα λουλούδια από ζαχαρωτά. Λίμνες από σοκολάτες και ποτάμια από σιρόπι. Τα βουνά είναι από ζελέ που πάνω έχουν μεγάλες μπάλες παγωτού, δρομάκια είναι φτιαγμένα από πολύ μεγάλα μπισκότα που για περίφραξη έχουν καραμέλες. Ψηλά στο μεγαλύτερο ζελοβουνό υπάρχει ένα μεγάλο κάστρο. Εκεί θέλω να πάμε.!»
«Κρατήσου γερά, Ιφιγένεια! Φύγαμε!»
Και με ένα φσσς το μικρό κορίτσι προσγειώθηκε με το μικρό πινακάκι στην αγκαλιά, πάνω σε ένα καρό πάτωμα που έδειχνε να είναι φτιαγμένο από χρωματιστές σοκολάτες!
«Είμαστε στη "Ζαχαροχώρα";»
«Ναι, μέσα στο μεγάλο κάστρο.»
«Πω πω! Είναι υπέροχα!»
«Καλωσορίσατε στο σπίτι μας!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, τόσο γλυκιά και τόσο απαλή.
«Βολευτείτε όπου θέλετε» ακούστηκε μια αντρική φωνή.
Ήταν η κυρία Γλυκερία και ο κύριος Ζαχαρίας, οι ιδρυτές αυτής της χώρας.
«Καθίστε όπου θέλετε, στο μπισκοτένιο, στο ζελεδένιο, στο τουρτένιο, στο σοκολατένιο ή στο γλειφιτζουρένιο σαλόνι!» είπε η Γλυκερία.
«Στο μπισκοτένιο», απάντησε η Ιφιγένεια.
«Ωραία, καθίστε, παρακαλώ. Θέλετε να σας διαβάσω το βιβλίο που γράψαμε μαζί με τον Ζαχαρία;»
«Εγώ, όμως, την έχω διαβάσει την ιστορία σας στο παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά, αλλά θα ήθελα πολύ να την ξανακούσω, κύρια Γλυκερία.»
«Μην με λες κυρία, με κάνεις να αισθάνομαι μεγάλη. Ξεκινάω: Μια φορά κι έναν καιρό, η Γλυκερία και ο Ζαχαρίας γνωρίστηκαν μέσα σ’ ένα ζαχαροπλαστείο με γλυκά, ζαχαρωτά φανταχτερά. Εκείνος της είπε: «Θέλεις έναν κουραμπιέ;»
«Εσύ θέλεις ένα κομματάκι από σουφλέ;» ρώτησε εκείνη.
«Ναι, θέλω.»
«Ναι, κι εγώ.»
«Πάμε στο πάρκο για ένα παγωτό;»
«Πάμε και για αμυγδαλωτό;»
Της χάρισε γλειφιτζουράκι και αυτή του ’δωσε ένα φιλάκι.
«Αχ Ζαχαρία μου, σ’ αγαπώ πολύ.»
«Κι εγώ. Παντρευόμαστε την άλλη Κυριακή;»
«Φυσικά! Θα τα μαγειρέψουμε όλα εμείς.»
«Ναι, και θα γίνει της τρελής.»
«Τι πειράζει; Θα γελάσουμε.»
«Ναι, και θα διασκεδάσουμε.»
«Να φτιάξουμε μια γαμήλια τούρτα.»
«Με σαντιγί, καραμελάκια και λίγη τρούφα.»
«Με είκοσι ορόφους.»
«Ζηλευτούς, μοναδικούς.»
«Έφτασε η μέρα η καλή και ο γάμος άρχισε στη στιγμή. Η νύφη και ο γαμπρός έφτασαν στην εκκλησιά, χαρούμενοι, καλοντυμένοι με ωραία φορεσιά. Τέλειωσε ο γάμος. Η ευτυχία ήταν μοναδική. Πάμε τώρα για το γλέντι. Τριαντάφυλλα πετούσαν από ’δω και από κει. Προφιτερόλ, πουτίγκες, κουφέτα και γλυκά πάνω στα τραπέζια βρίσκονταν πολλά. Και η τούρτα η μεγάλη βγήκε κει μπροστά και όλοι τη θαύμασαν με επιφωνήματα πολλά. Καραμελάκια, λουκουμάκια και κεκάκια, ζελεδάκια. Όλοι έφαγαν με χαρά στα τραπέζια από ζάχαρη, παιδιά. Τελείωσε το γλέντι τα ξημερώματα αργά, όλοι έφυγαν ευτυχισμένοι, με χαμόγελα πλατιά. Γύρισαν στο σπιτάκι τους το μικρό, που η στέγη ήταν από φρουΐ γλασέ και οι τοίχοι από ζελέ».
ΤΕΛΟΣ
Η Γλυκερία τελείωσε την ιστορία της αγάπης της με τον Ζαχαρία και κοίταξε τους επισκέπτες της.
«Τέλειο, υπέροχο!» είπε η Ιφιγένεια.
«Θαυμάσιο!» είπε ο Λευκούλης
«Όμως, τι κρίμα, τώρα πρέπει να φύγουμε, Λευκούλη. Πραγματικά πραγματοποιήθηκε μια ευχή μου να ζήσω κοντά στους ήρωες του αγαπημένου μου παραμυθιού».
«Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη» είπε ο Ζαχαρίας και η Γλυκερία με μια φωνή.
«Αντίο!»
«Αντίο!»
Η Ιφιγένεια βρέθηκε στο δωμάτιό της μπροστά στο παράθυρο να θαυμάζει το χιονισμένο τοπίο και ο Λευκούλης στα χέρια της ξανά λευκός, άδειος.
«Πολύ ωραία δεν περάσαμε, Λευκούλη;»
«Ναι, υπέροχα, Ιφιγένεια, πάντα περνάμε υπέροχα!»
Έτσι, λοιπόν, για την Ιφιγένεια ξεκίνησε μια ζωή γεμάτη περιπέτεια, γιατί με τη βοήθεια του μικρού της φίλου ταξίδευε σε χώρες μακρινές, σε χώρες ονειρεμένες, χώρες, που είχε διαβάσει στα παιδικά βιβλία και όπου μπορούσε να φτάσει η μεγάλη της φαντασία. Παρέα με τον Λευκούλη της πήγε στην «Disneyland» και στην «Euro Disney» στην Γαλλία και σ’ όλα τα χωριά του Αϊ-Βασίλη στη Λαπωνία. Συνάντησε την Κοκκινοσκουφίτσα, τη μικρή γοργόνα Άριελ, τη Χρυσομαλλούσα και τις τρεις αρκούδες, τη Ραπουνζέλ, την Πεντάμορφη και το τέρας και την Μαίρη Πόππινς να πετάει με την ομπρέλα της. Και για όλα αυτά έφτανε να ζωγραφίσει πάνω στον μικρό της φίλο. Κάθε μέρα η Ιφιγένεια πήγαινε κάπου αλλού, διαφορετικά και ξεχωριστά.
Οι μέρες περνούσαν. Γίνονταν μήνες, χρόνια. Η Ιφιγένεια μεγάλωσε μέχρι που έκανε δική της οικογένεια. Και τα παιδιά της έκαναν δικά τους παιδιά και έγινε γιαγιά. Ποτέ, όμως, δεν ξέχασε τον Λευκούλη της. Τον έβλεπε, όταν καθόταν στην κουνιστή της καρέκλα στο περβάζι του τζακιού, άσπρο, λευκό, άδειο, καθώς διηγούνταν σαν παραμύθι στα εγγόνια της τις περιπέτειες που είχαν περάσει μαζί. Ο Λευκούλης από τη μεριά του πάντα ζούσε με την ελπίδα να τον ζωγραφίσει ένα παιδί, για να περάσουν μαζί άλλες νέες ιστορίες.
Η Ιφιγένεια μέσα της λαχταρούσε να μείνει όσο γίνεται περισσότερο με τον αγαπημένο φίλο της. Αυτό ήξερε πως δεν μπορούσε να συμβεί. Ήθελε όμως ο μικρός Λευκούλης να έχει μια καλή συνέχεια στη ζωή του με ένα άλλο παιδάκι. Ένα παιδί με τόση αθωότητα και φαντασία, που θα μπορούσε να τον ξαναγεμίσει με χρώματα και όταν ένιωθε μοναξιά να τραγουδάει ένα τραγούδι που η Ιφιγένεια είχε γράψει πάνω στον καμβά του.
«Με της ελπίδας χρώματα
τον κόσμο ζωγραφίζω για περιπέτειες, χαρά
τη ζωγραφιά στολίζω, τη ζωγραφιά στολίζω.
Είμαι παιδί που ξεκινώ
κι ανοίγω τα φτερά μου.
Θέλω έναν κόσμο χρωματιστό
να κτίσω τα όνειρά μου,
τα όνειρά μου, τα όνειρά μου.»
Ακόμη κι όταν έφυγε η Ιφιγένεια, δεν ένιωθε ποτέ μόνος. Ακόμα και όταν ήταν στο περβάζι του τζακιού αζωγράφιστος. Όμως, μια ηλιόλουστη μέρα μια από τις εγγόνες της Ιφιγένειας πήρε το πινακάκι και ζωγράφισε πάνω του πολλά δρομάκια. Ο Λευκούλης πήρε το μικρό κορίτσι και ακολούθησαν ένα δρομάκι για το άγνωστο. Πέρα, εκεί στο τέλος υπήρχε ένα καλυβάκι που η πόρτα του άνοιξε και κάποιος βγήκε από μέσα.
«Ερμιόνη, τι κανείς εσύ εδώ;»
«Γιαγιά, επιτέλους, εσύ είσαι στα αλήθεια;»
«Αχ! πόσα χρόνια έχω να σε δω; Πώς ήρθες ως εδώ;»
«Θυμήθηκα τις περιπέτειες που μας έλεγες κοντά στο τζάκι και σκέφτηκα πως αυτός ήταν ο πίνακας που ζωγράφιζες και επειδή λαχτάρισα να σε δω, ήρθα εδώ με τον Λευκούλη».
«Ο Λευκούλης πού είναι;»
«Εδώ, τον έχω μαζί μου.»
«Δεν ξέρεις πόση χαρά μου δίνεις.»
«Γιαγιά, σου τον έφερα για να τον κρατήσεις.»
«Όχι, θέλω να τον κρατήσεις εσύ, για να ταξιδέψεις, όπως εγώ και μετά να τον δώσεις και εσύ στα παιδιά σου και μετά αυτά στα δικά τους. Ο Λευκούλης πρέπει να συνεχίσει να χαρίζει στα παιδιά όνειρα, φαντασία και περιπέτειες. Τα παιδιά όλου του κόσμου με τις αθώες ψυχές τους να έχουν την δυνατότητα να ζουν τα παραμύθια και να πραγματοποιούν τις επιθυμίες τους.»
Ο Λευκούλης από γενιά σε γενιά χάρισε σε αμέτρητα παιδιά την χαρά της περιπέτειας, πραγματοποιώντας τις επιθυμίες τους. Ο ίδιος παρέμενε ένα λευκό δίχως θέμα πινακάκι.
Η Αποστολία Ρουκά είναι μαθήτρια της Ε΄ τάξης του 9ου Δημοτικού Σχολείου Κατερίνης. Από την ημέρα που γεννήθηκε, η μαμά της της διάβαζε διηγήματα και από πολύ μικρή αγαπούσε τα βιβλία και τις ιστορίες. Από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού έγραφε φανταστικές ιστορίες και παραμύθια. Το διήγημα «Ο μαγικός πίνακας» ήταν η πρώτη της συγγραφική εμπειρία. Έχει ασχοληθεί με την ενόργανη γυμναστική, το βόλεϊ, την κολύμβηση, όμως αυτό που πραγματικά λατρεύει είναι ο χορός. Μαθαίνει Αγγλικά, Γαλλικά και αργότερα θέλει να μάθει Ιταλικά και Ισπανικά.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης