Σηκώθηκε από την πανάκριβη δερμάτινη περιστρεφόμενη πολυθρόνα του και πήγε στο μεγάλο γυάλινο παράθυρο. Η θέα του Τάμεση και των ψηλών κτηρίων γύρω του δεν τον είχε συγκινήσει ποτέ, αλλά την προτιμούσε, σήμερα τουλάχιστον, από τις οθόνες των υπολογιστών –τέσσερις παρακαλώ– που είχε πάνω στο τεράστιο γραφείο του, για να παρακολουθεί τις συνεδριάσεις των Χρηματιστηρίων όλου του κόσμου. Χάζεψε για λίγο. Μαούνες στο ποτάμι, αυτοκίνητα στην απέναντι όχθη, ανθρώπινες κουκκίδες στα πεζοδρόμια. Αυτοκίνητα, μαούνες, άνθρωποι.. Όλα αυτά κάτω και εκείνος πάνω. Εδώ και κάμποσα χρόνια ο κόσμος είχε διαιρεθεί. Στους Πάνω και στους Κάτω. Όπως παλιά. Δύσκολη η ζωή των Κάτω, εύκολη των Πάνω. Αρκεί να μπορούσες να κρατηθείς εκεί. Επάνω.
Γύρισε στο γραφείο του, φόρεσε την καμπαρντίνα του, χαιρέτησε τη γραμματέα του και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Σήμερα, μετά από καιρό, θα περνούσε το μεσημέρι του με τους Κάτω. Ήθελε να πάρει λίγη μυρωδιά του κόσμου τους. Ο δικός του ήταν άοσμος.
Και όμως, όταν ξεκίνησε, δεν σκεπτόταν έτσι. Ούτε τον ένοιαζαν οι Πάνω και οι Κάτω. Είχε άλλα όνειρα. Ήθελε να ασχοληθεί με τα αυτοκίνητα και μάλιστα τα ηλεκτρικά. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα θα ήταν το μέλλον κι αυτός ήθελε να συμμετέχει σε αυτό. Έτσι σπούδασε ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και έφυγε για την Αμερική. Πρώτα θα έκανε μεταπτυχιακά και μετά θα υλοποιούσε το όνειρο. Ήταν κάπου στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα.
Στην Αμερική, κανείς δεν ενδιαφερόταν πια για αυτοκίνητα. Τα καλά μυαλά κατευθύνονταν είτε στις Νέες τεχνολογίες –την Πληροφορική, την Βιοτεχνολογία, την Ρομποτική– είτε στην Νέα Οικονομία, την Οικονομία των Αριθμών. Δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό, μέχρι που ο καθηγητής Πήτερσον τού εξήγησε: «Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα θα τα παράγουν στο μέλλον άλλοι, όχι η Αμερική. Η Αμερική εγκαταλείπει την παραγωγή, γίνεται χώρα κατανάλωσης. Θα αφήσει τους άλλους να παράγουν. Θα αναπτύξει μόνο τις Νέες Τεχνολογίες και τη Νέα Οικονομία και θα τις χρησιμοποιήσει για να ελέγχει τον κόσμο».
Χρειάστηκε λίγο χρόνο να το χωνέψει, αλλά κάποια στιγμή το πήρε απόφαση. Νέες Τεχνολογίες, Νέα Οικονομία· αυτά θα ήταν το μέλλον. Και αυτός ήθελε να έχει μια θέση σε αυτό το μέλλον. Ξέχασε τα αυτοκίνητα και άλλαξε πορεία. Τρία χρόνια αργότερα τελείωσε τις σπουδές του στα χρηματοοικονομικά και έπιασε δουλειά στη Νορθ Μπανκ, τη μεγάλη επενδυτική τράπεζα.
Βγήκε από το κτήριο και πήρε την Όξφορντ Στριτ. Περπάτησε στον μεγάλο εμπορικό δρόμο τον πάντα γεμάτο κόσμο και έστριψε δεξιά προς το ποτάμι. Σταμάτησε στο Κόβεντ Γκάρντεν, για να χαζέψει τα υπαίθρια θεάματα και τους Ασιάτες τουρίστες με τις φωτογραφικές μηχανές και τα κινητά, και φεύγοντας κατευθύνθηκε ανατολικά. Πέρασε μέσα από την καρδιά του Χρηματοοικονομικού κέντρου της πόλης, του Σίτυ, και κατέληξε στο παλιό του στέκι, την παμπ “Το Πλοίο”, εκεί που σύχναζε όταν ήταν νέος. Στην ηλικία και στο Λονδίνο. Εκεί που πήγαινε όταν ήταν ακόμα στους Κάτω.
“Το Πλοίο” είναι παραδοσιακή παμπ και βρίσκεται σε ένα μικρό πλακόστρωτο εσωτερικό δρόμο, ανάμεσα σε δυο στοές. Η θέση της την κάνει δυσπρόσιτη στους τουρίστες, που γεμίζουν τις γύρω παμπ, για να πάρουν γεύση από τη ζωή του Σίτυ, άρα κατάλληλη για τους ντόπιους.
Μπήκε στην παμπ, παρήγγειλε μια μπίρα, κάθισε σε ένα σκαμπό και άρχισε να κοιτάζει γύρω. Δεν είχε ακόμα κόσμο, ήταν νωρίς. Ο χαμός γινότανε όταν έκλειναν οι εταιρίες του Σίτυ και οι εργαζόμενοι –χρηματιστές, ασφαλιστές, τραπεζικοί, λογιστές, άνθρωποι της οικονομίας γενικότερα– περνούσαν για μια μπίρα και λίγη κουβέντα, πριν γυρίσουν στα σπίτια τους. Δεν είδε κανέναν γνωστό. Οι τωρινοί του γνωστοί σύχναζαν σε ιδιωτικές λέσχες στο Μέιφεαρ και όχι στις πολύβουες παμπ του Σίτυ. Μη έχοντας τι άλλο να κάνει, το έριξε στις αναμνήσεις.
Στον τρίτο χρόνο του στη Νορθ, του πρότειναν να μετακομίσει στο Λονδίνο, στη διεύθυνση μεγάλων πελατών. Η μετάθεση ήταν καλή, δέχτηκε. Δύο χρόνια αργότερα οι γονείς του σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ήταν και μοναχοπαίδι, ξαφνικά έχασε τις ρίζες του. Αποφάσισε να ζήσει μόνιμα στο Λονδίνο. Πούλησε το πατρικό του σπίτι και άφησε για πάντα την Ελλάδα. Τριαντακάτι χρόνια και δεν είχε ξαναγυρίσει.
Στη δουλειά, ανέβαινε γρήγορα. Όχι τόσο στην ιεραρχία, όσο στην εκτίμηση των πελατών του, που όλοι ανήκαν στους Πάνω. Αυτό, γιατί δεν ακολουθούσε τη γραμμή της τράπεζας που ήταν: “καλές επενδύσεις είναι αυτές που φέρνουν μεγάλες προμήθειες”. Γι’ αυτόν καλές επενδύσεις ήταν αυτές που έφερναν κέρδη στους πελάτες. Αυτοί το έβλεπαν, το εκτιμούσαν και τον εμπιστεύονταν. Γρήγορα απέκτησε πιστούς πελάτες, που θα τον ακολουθούσαν ακόμα και αν έφευγε, όπου και αν πήγαινε. Η τράπεζα το ανεχόταν, φοβόταν μη τους χάσει. Αυτός είχε το σχέδιο του. Ήθελε να φτιάξει δικό του φάουντ.
Φάουντ είναι μια συγκέντρωση ιδιωτικών κεφαλαίων κάτω από κοινή διαχείριση. Τα κεφάλαια αυτά επενδύονται οπουδήποτε, χωρίς περιορισμούς, αρκεί να μυριστούν κέρδος. Την διοίκηση του φάουντ έχει ένας μάνατζερ που έχει αποδείξει την αξία του και τον εμπιστεύονται οι κεφαλαιούχοι. Συνήθως παίρνει το 20% των κερδών, χωρίς να έχει βάλει τίποτε. Μόνο τη γνώση.
Όταν θεώρησε ότι είχε έρθει η κατάλληλη ώρα, το πρότεινε σε κάποιους από τους ισχυρότερους πελάτες του. Αυτοί το είδαν πολύ θετικά, τον στήριξαν. Έξι μήνες αργότερα παραιτήθηκε από την τράπεζα και ίδρυσε το φάουντ «Περλάιτ» (περλίτης).
Ο περλίτης είναι ένα πέτρωμα πού όταν ζεσταθεί διογκώνεται. Έτσι ήθελε να διογκωθεί και το φάουντ του. Έτσι και έγινε. Λίγα χρόνια αργότερα, το «Περλάιτ» ήταν ένα από τα μεγαλύτερα φάουντ και αυτός πάμπλουτος. Είχε μπει πια στους Πάνω.
Όσο περνούσε η ώρα, η παμπ γέμιζε. Ο καιρός ήταν καλός και οι περισσότεροι πελάτες έπαιρναν τα ποτά τους και έβγαιναν έξω, στον δρόμο. Εκεί, όρθιοι, κάνανε πηγαδάκια, συζητούσαν, έπιναν, μάλωναν, ξέδιναν. Παρήγγειλε και αυτός μια δεύτερη μπίρα, την πήρε και βγήκε έξω. Μόνος.
Πήγε και στάθηκε σε μια γωνιά. Όλοι γύρω του άγνωστοι, οι περισσότεροι νέοι. Παρατήρησε ότι κάποιοι τον κοιτούσαν. Επίμονα. Τον είχαν αναγνωρίσει! Στη ζωή του διατηρούσε χαμηλό προφίλ, δεν ήταν στα κοσμικά, δεν φωτογραφιζόταν, δεν ήταν της επίδειξης. Και όμως τον είχαν αναγνωρίσει. Μάλιστα άκουσε κάποιον να λέει στην παρέα του: «παιδιά, ο Νεκροθάφτης!»
Το παρατσούκλι “Νεκροθάφτης” του το είχανε κολλήσει μετά τη δουλειά με τα σπίτια στην Αμερική. Δεν τον πείραζε, μόνο που δεν το εύρισκε και τόσο εύστοχο.
Το 2008 κατάλαβε πως η Αμερικανική κρίση των στεγαστικών δανείων θα χτυπήσει και στην Ευρώπη και άρχισε να πουλάει Ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα. Πούλησε και περίμενε. Τρία χρόνια αργότερα επένδυσε σε ακίνητα, στις μεσοδυτικές πολιτείες της Αμερικής.
Πρώτα πήγε επιτόπου. Πίκρα και απογοήτευση. Κανείς δεν αγόραζε. Σε καμιά τιμή. Άρχισε να παίρνει μαζικά χιλιάδες σπίτια, από τράπεζες, από ιδιώτες, από οποιονδήποτε. Η αγορά ανάσανε. Βλέποντάς τον ακολούθησαν και άλλοι. Μέσα σε ένα χρόνο οι τιμές είχαν ανέβει είκοσι τα εκατό. Πούλησε όπως αγόρασε. Μαζικά, σε άλλα φάουντ. Διπλασίασε τα λεφτά του, γιατί μικρό μόνο μέρος της επένδυσης ήταν χρήματα του Περλάιτ. Τα υπόλοιπα τα είχε πάρει από τις τράπεζες.
Στις αγορές υπάρχουν “δολοφόνοι”, που καταστρέφουν οικονομίες ολόκληρες για το κέρδος. Υπάρχουν και “κοράκια”, που τρέφονται από τα πτώματα που αφήνουν πίσω τους οι δολοφόνοι. Όταν ολοκληρωθεί η καταστροφή, όλοι περιμένουν τον “νεκροθάφτη”, να καθαρίσει τον τόπο, για να αρχίσει το νέο ξεκίνημα. Κάπως έτσι πρέπει να σκέφτηκαν αυτοί που του έβγαλαν το παρατσούκλι.
Σκεφτόταν να φύγει, όταν εμφανίστηκε ο Μπιλ.
Ο Μπιλ ήταν ασφαλιστής στους Λόιντς, παλιός του φίλος. Είχε χρόνια να τον δει, χάρηκε. Εκεί που συζητούσαν, τους πλησίασε ένας γελαστός σαρανταπεντάρης, γνωστός του Μπιλ. Ο Μπιλ τούς σύστησε:
«Ο κύριος Κάλας, ο κύριος Μπάρνες.»
Ο Μπάρνες εξεπλάγη:
«Ο κύριος Κάλας; ο κύριος Γκρεγκ Κάλας;»
«Ναι», απάντησε αυτός.
«Κύριε Κάλας, μεγάλη μου τιμή.»
«Χάρηκα πολύ, κύριε Μπάρνες.»
«Ο Τζιμ είναι διευθύνων σύμβουλος μιας μεγάλης κατασκευαστικής εταιρίας, της Μπάρκο», παρενέβη ο Μπιλ.
«Δεν ξέρω αν μας έχετε ακούσει», είπε ο Μπάρνες.
«Ωραία, πολύ ωραία. Βεβαίως και σας έχω ακούσει.»
«Και πάνω στην ώρα, κύριε Κάλας. Στη Μπάρκο σχεδιάζουμε ένα νέο πρότζεκτ και σκεπτόμαστε να απευθυνθούμε σε σας για να…»
Τον διέκοψε:
«Τα θέματα αυτά στην εταιρία μας τα χειρίζεται ο κύριος Άλλεν, κύριε Μπάρνες. Τηλεφωνήστε του και κλείστε του ένα ραντεβού.»
«Ευχαριστώ πολύ, θα το κάνω το συντομότερο.»
Λίγο αργότερα αποφάσισε να φύγει. Χαιρετώντας τον Μπάρνες ρώτησε:
«Και πού θα γίνει αυτό το νέο πρότζεκτ, κύριε Μπάρνες;»
«Στην Ελλάδα. Σε μια περιοχή πού λέγεται Δίον, κύριε Κάλας.»
Γύρισε στο γραφείο του απορημένος. Ανάπτυξη στο Δίον! Μα το Δίον, από ό,τι θυμόταν, ήταν αρχαιολογικός χώρος, τι ανάπτυξη θα κάνανε αυτοί εκεί; Και τόσο μεγάλη που να χρειάζονται το «Περλάιτ»; Και πρώτα από όλα, που ακριβώς ήταν το Δίον;
Μπήκε στο γκουγκλ, πήγε στους χάρτες και έγραψε «Dion Greece».. Το Δίον εμφανίστηκε κάπου ανάμεσα στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη, μακριά από τη θάλασσα. Μεγέθυνε το χάρτη να το προσδιορίσει καλύτερα. Λίγο πιο πάνω από το Δίον ήταν μια πόλη, η Κατερίνη. Κατερίνη; Κατερίνη; Τι του θύμιζε η Κατερίνη; «Ρε, συ», είπε στον εαυτό του, «από εκεί δεν ήταν ο Πιερικός;» Ο Πιερικός...
Όταν ήταν παιδί, είχε έναν ξάδερφο, πολλά χρόνια μεγαλύτερο, που ζούσε και δούλευε στην Αφρική. Έμενε στην Ελλάδα δυο μήνες τον χρόνο, κάθε χειμώνα. Ο ξάδερφος ήταν Ολυμπιακός και τις Κυριακές πήγαινε στο γήπεδο. Μερικές φορές τον έπαιρνε μαζί του και ας ήτανε μικρός. Πρωτοπήγε στο Καραϊσκάκη πέντε χρονών, είχε ξάδερφο Ολυμπιακό, ήταν να μη γίνει και αυτός Ολυμπιακός;
Σε ένα ταξίδι, ο ξάδερφος τού έφερε δώρο ένα μικρό ραδιόφωνο, τρανζίστορ τα λέγανε τότε. Τι χαρά που έκανε! Κάθε Κυριακή, μετά το φαγητό, έπαιρνε το ραδιοφωνάκι του και περίμενε πώς και πώς να ακούσει τη μετάδοση των αγώνων. Αχ, και να γινότανε να νικούσε ο Ολυμπιακός και να έχανε ο Παναθηναϊκός! Όμως ο Παναθηναϊκός ήταν δυνατός τότε και δεν του έκανε συχνά τη χάρη.
Εκείνη τη χρονιά είχε ανέβει στην πρώτη εθνική κατηγορία μια νέα ομάδα, ο Πιερικός. Ήταν από μια πόλη που δεν την είχε ξανακούσει, την Κατερίνη. Ο Πιερικός ξεκίνησε καλά και, από ό,τι μάθαινε από το ραδιόφωνο, έπαιζε και καλά. Ακόμα και όταν έχανε, καλά έπαιζε. Πολύ του άρεσε ο Πιερικός. Είχε ακούσει και την ιστορία του Δαβίδ με τον Γολιάθ και κάπως σαν τον Δαβίδ τον έβλεπε τον Πιερικό. Βέβαια ο Πιερικός δεν κέρδιζε μόνο, έχανε κιόλας, αλλά και ο Δαβίδ μια φορά είχε μονομαχήσει με τον Γολιάθ, άμα παλεύανε πάλι, δεν ξέρουμε αν θα ξανακέρδιζε.
Κάποια Κυριακή, ο Πιερικός έφερε ισοπαλία με τον Παναθηναϊκό. Μετά και από αυτό αποφάσισε ότι ο Πιερικός θα γίνει η δεύτερη ομάδα του. Πρώτα Ολυμπιακός και μετά Πιερικός. Είχε μάθει και τη σύνθεση της ομάδας απ’ έξω. Δεν ήξερε από ποιον αγώνα ήτανε, δεν ήταν σίγουρος αν περιλάμβανε μόνο βασικούς παίκτες ή και κάποιους αναπληρωματικούς, όμως αυτός, αυτήν ήξερε σαν σύνθεση του Πιερικού. Τη θυμόταν πολλά χρόνια μετά, ακόμα και όταν είχε φύγει από την Ελλάδα.
Είχε νυχτώσει και ήταν ακόμα στο γραφείο. Πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του. «Θα αργήσω λίγο, μη με περιμένεις για φαγητό», είπε. Χαμήλωσε τα φώτα, έβαλε δυο δάχτυλα ουίσκι, άναψε και ένα τσιγάρο –κάτι που έκανε σπάνια πια– βυθίστηκε στην πολυθρόνα του και αναρωτήθηκε: «για να δούμε, θυμάμαι ακόμα;».
Προς μεγάλη του έκπληξη, η άμυνα τού ήρθε στο μυαλό αμέσως: «Δρανδάκης, Κεφαλίδης, Πορτοκαλίδης, Μυστακίδης.» Χαμογέλασε. Στα χαφ δυσκολεύτηκε. «Πώς τον λέγανε εκείνον με το μικρό όνομα που ήταν και αρχηγός; Παυλίδης; Όχι! Μαυρίδης; Όχι!» Παίδεψε το μυαλό του, τίποτα. Είχε κολλήσει. Σηκώθηκε απογοητευμένος: «Καλύτερα να πηγαίνω, έχω και ταξίδι αύριο», σκέφτηκε. «Ταξίδι; Νάτο! Ταξίδης! Ταξίδη τον λέγανε!»
Ξανακάθισε. Με τον άλλο χαφ, τον Σιδηρόπουλο, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου. Τον θυμόταν πάντα. Βλέπεις το όνομα του χαλούσε την ομοιομορφία, την ομαδικότητα. Όλων των άλλων τελείωνε σε –ιδης –ο τερματοφύλακας δεν μετρούσε, αυτός φορούσε και άλλο χρώμα φανέλα– αλλά αυτός ο Σιδηρόπουλος; Τέλος πάντων.
Για τη συνέχεια δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια: «Αμανατίδης, Θεοδωρίδης, Φουλίδης». Στον μέσα-αριστερά κόλλησε λίγο: «Φελεκίδης; Οχι Φελεκίδης, ο άλλος... Ορφανίδης! Ναι, Ορφανίδης.» Αφού ξεπέρασε και αυτό τον σκόπελο, του έμενε μόνο ο έξω αριστερά. «Χριστοφορίδης! Χριστοφορίδης και τελειώσαμε».
Μισό αιώνα μετά και τους θυμήθηκε όλους! Χρόνια είχε να νιώσει τέτοια χαρά!
Την άλλη μέρα πετάχτηκε στη Ζυρίχη, ταξίδι αυθημερόν, να συναντήσει κάποιους τραπεζίτες. Στην επιστροφή στο αεροπλάνο έκλεισε τα μάτια να χαλαρώσει. Ξαφνικά ένα όνομα του ήρθε στο μυαλό: Κυζίρογλου. Χαμογέλασε. «Τι παίκτης κι αυτός! Έπαιζε πολλά χρόνια, μπορεί να έπαιξε και στη νίκη με τον Ολυμπιακό».
Δυο-τρία χρόνια μετά την άνοδο του στην Α΄ Εθνική, ο Πιερικός νίκησε για πρώτη φορά τον Ολυμπιακό, σε έναν αγώνα στην Κατερίνη. Δεν στενοχωρήθηκε καθόλου. Ίσως και να χάρηκε. Σίγουρα όμως ντράπηκε, που δεν στενοχωρήθηκε.
Το επόμενο πρωί φώναξε τον Άλλεν στο γραφείο του:
«Σε πήραν αυτοί από την Μπάρκο;»
«Μάλιστα, κύριε Κάλας. Ήρθε μάλιστα ένας από τους ανθρώπους τους εδώ χτες και μου παρουσίασε ένα πρότζεκτ που έχουν ετοιμάσει. Αφορά έναν αρχαιολογικό χώρο στην Ελλάδα, το Δίον.»
«Περί τίνος πρόκειται;»
«Η ελληνική κυβέρνηση ιδιωτικοποιεί κάποιους αρχαιολογικούς χώρους. Ένας από αυτούς είναι το Δίον. Μας προτείνουν να τον αγοράσουμε.»
«Στάσου, Άλλεν, τι εννοείς; Πώς είναι δυνατόν να ιδιωτικοποιεί η Ελλάδα αρχαιολογικούς χώρους; Αλλά και να το κάνει, εμείς τι σχέση έχουμε; Τι θέλουνε στην Μπάρκο; Να αναλάβουμε την εκμετάλλευση ενός αρχαιολογικού χώρου; Και αυτοί πού μπαίνουνε; Αυτοί, κατασκευαστική εταιρία είναι, τι συμφέρον έχουν από μια τέτοια ιστορία;»
«Και εγώ παραξενεύτηκα στην αρχή, κύριε Κάλας, όμως αυτό που θέλουν είναι άλλο: να αγοράσουμε τον χώρο και αυτοί να τον μετατρέψουν σε αντίγραφο αρχαίας πόλης. Θα κτίσουν μέσα στον χώρο. Θέλουν να φτιάξουν μια κανονική πόλη, με ναούς, λουτρά, δρόμους, μαγαζιά, τα πάντα. Ένα αρχαιολογικό πάρκο. Κάτι σαν Ντίσνεϋλαντ.»
«Τι λες, Άλλεν; Πώς μπορούν να κτίσουν μέσα στην αρχαία πόλη; Δεν θα τους αφήσουν.»
«Θα τους αφήσουν, αφού τον πουλάνε το χώρο.»
«Τι εννοείς πουλάνε;»
«Δεν δίνουν μόνο την εκμετάλλευση. Πουλάνε όλο τον χώρο, σαν οικόπεδο.»
Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Στην Ελλάδα πουλούσανε τους αρχαιολογικούς χώρους! Πόσο χαμηλά είχαν πέσει πια;
«Και πού μείνατε;»
«Τους είπα ότι θα σας ενημερώσω και θα τους ειδοποιήσουμε.»
«Κανόνισε λοιπόν μια συνάντηση μαζί τους. Εδώ.»
Ο Άλλεν ήξερε ότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για το Περλάιτ και παραξενεύτηκε. Δεν είχε υπολογίσει την περιέργεια του Κάλας.
Ο Μπάρνες και οι συνεργάτες του έφτασαν στα γραφεία του Περλάιτ, Παρασκευή απόγευμα, λίγο πριν τις τρεις. Ο Άλλεν τους οδήγησε στην αίθουσα συσκέψεων. Πήραν τις θέσεις τους και περίμεναν τον Κάλας. Ο Μπάρνες, που ήξερε πώς δραστηριοποιείται το Περλάιτ, δεν είχε πολλές ελπίδες να τους πείσει, μια προσπάθεια όμως άξιζε τον κόπο. Και αυτό γιατί ο Νεκροθάφτης ήταν μεγάλο όνομα και, αν ακουγόταν ότι ενδιαφέρεται για αρχαιολογικά πάρκα, θα ακολουθούσαν πολλοί, θα άνοιγαν δουλειές. Αλλά και για έναν άλλο λόγο. Φοβόταν πολύ τις αντιδράσεις των κατοίκων. Του είχαν πει από την ελληνική πρεσβεία ότι οι κάτοικοι της περιοχής ήταν κάπως ατίθασοι. Είχαν οργανώσει εθελοντικές ομάδες και παρενέβαιναν σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής. Αυτό δεν του άρεσε. Μια πιθανή οργανωμένη αντίδραση θα ήταν ό,τι το χειρότερο. Γι’ αυτό ήθελε τον Κάλας. Κάπου είχε μάθει ότι ήταν Έλληνας και ήταν βέβαιος ότι ένας τόσο ισχυρός άνθρωπος θα είχε άκρες στη χώρα του.
Έφτασε στις τρεις ακριβώς και αφού χαιρέτησε μπήκε κατευθείαν στο θέμα:
«Λοιπόν, κύριε Μπάρνες, τι σκέπτεστε να κάνετε;»
Ο Μπάρνες εξήγησε το σχέδιο. Θα έφτιαχναν την πόλη όπως ακριβώς ήταν παλιά. Τα κτήρια, από μπετόν φυσικά, θα είχαν εξωτερικά την ίδια μορφή και σχήμα με τα αρχαία, αλλά στο εσωτερικό τους θα διέθεταν όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Οι δρόμοι θα ασφαλτοστρώνονταν, τα λουτρά θα γίνονταν σπα και το στάδιο θα αποκτούσε ταρτάν και πλαστικές καρέκλες. Οι ναοί θα εξυπηρετούσαν ο καθένας και μία θρησκεία. Τα μικρότερα κτήρια θα μετατρέπονταν σε σύγχρονα καταστήματα. Προβλέπονταν κομμωτήρια με οικολογικές βαφές μαλλιών φυσικά, εστιατόρια γρήγορης εστίασης –σε μορφή αρχαίου καπηλειού– και μπουτίκ, με ρούχα τελευταίας μόδας αλλά και χλαμύδες. «Θα κάνουμε το πάντα για να νομίζει ο επισκέπτης πως βρίσκεται σε μια αρχαία πόλη», κατέληξε.
«Θα τα δεχθεί όλα αυτά η κυβέρνηση;» ρώτησε ο Αλλεν.
«Τα έχει δεχτεί ήδη», είπε με νόημα ο Μπάρνες.
«Και με τους κατοίκους τι θα γίνει;» ρώτησε ένας άλλος.
«Θα αντιδράσουν, δεν μπορεί να μην αντιδράσουν. Λίγο να μοιάζουνε στους παλιούς του Πιερικού, θα αντιδράσουν», σκέφτηκε.
«Θα το δεχτούν, γιατί να μην το δεχτούν; Τόσες νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν», είπε ο Μπάρνες.
«Ναι, θα σε ρωτάνε πού δουλεύουν τα παιδιά σου και συ θα λες η κόρη μου είναι κομμώτρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ο γιος καντηλανάφτης στο βουδιστικό ναό. Αν έχουνε καντήλια εκεί».
Ο Μπάρνες συνέχισε στο ίδιο μοτίβο. Μετά από λίγο, βλέποντάς τον συνοφρυωμένο, διέκοψε.
«Μήπως πρέπει να εξηγήσω καλύτερα κάτι, κύριε Κάλας;»
«Όχι, όχι! Συνεχίστε, συνεχίστε κύριε Μπάρνες», είπε αυτός. Άλλο τον βασάνιζε: «Εκείνο τον παιχταρά τον Φελεκίδη, γιατί δεν τον έχω στην ενδεκάδα; Μήπως ήρθε αργότερα στην ομάδα;»
Ο Μπάρνες συνέχισε με οικονομικά στοιχεία, αλλά αυτός δεν άκουγε πια. Ό,τι ήταν να ακούσει, το είχε ακούσει. Το μυαλό του πετούσε αλλού: «Καιρός είναι να πάω στην Ελλάδα. Θα περάσω και από την Κατερίνη. Κάποιος θα ξέρει να μου πει για τον Φελεκίδη.»
Ο Μπάρνες τελείωσε. Τότε αυτός σηκώθηκε όρθιος και είπε:
«Κύριε Μπάρνες, τα συγχαρητήριά μου για τη θαυμάσια παρουσίαση, αλλά η δουλειά, όπως και εσείς πιθανόν να υποψιάζεστε, δεν είναι στο αντικείμενό μας. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να συμμετάσχουμε.»
Ο Μπάρνες, που το περίμενε, τους ευχαρίστησε για τον χρόνο τους και σηκώθηκε κι αυτός. Το ίδιο έκαναν και οι συνεργάτες του. Δεν ήταν απογοητευμένος. Τουλάχιστον είχε κάνει μια καλή γνωριμία.
Λίγο πριν βγει από την αίθουσα, άκουσε να τον φωνάζουν. Γύρισε. Ήταν ο Κάλας. Τον πήγε λίγο παράμερα και του είπε:
«Κύριε Μπάρνες, αν πάτε στο Δίον και δεν συναντήσετε αντιδράσεις, έχει καλώς. Αν όμως οι κάτοικοι εναντιωθούν, θα έχετε και εμένα απέναντι σας.»
Ο Μπάρνες δεν το περίμενε αυτό. Τι τον έπιασε τον Κάλας; Και αυτό το “απέναντι σας” ήταν ό,τι το χειρότερο. Κανείς δεν ήθελε να έχει απέναντι του τον “Νεκροθάφτη”. Ρώτησε:
«Μα γιατί, κύριε Κάλας, τι λόγους έχετε για κάτι τέτοιο;»
«Έχω πολλούς, αλλά και να στους πω δεν θα καταλάβεις.»
«Δοκιμάστε με!»
Τον κοίταξε στα μάτια και έπειτα αργά, τελετουργικά, άρχισε να απαγγέλλει. Οι λέξεις έπεφταν σαν σφυριές σε τοίχο:
«Δρανδάκης. Κεφαλίδης. Πορτοκαλίδης. Μυστακίδης. Ταξίδης. Σιδηρόπουλος. Αμανατίδης. Θεοδωρίδης. Φουλίδης. Ορφανίδης. Χριστοφορίδης.»
Ο Μπάρνες έμεινε άγαλμα. Άγνωστη η γλώσσα, παράξενες οι λέξεις, βαρύς ο ήχος. Σαν επίκληση σε κάποιους ξεχασμένους θεούς τού φάνηκε. Και εκείνη η κατάληξη -ιδης; Τον φόβιζε αυτό το -ιδης. Όμως, επέμεινε:
«Τι σημαίνει αυτό, κύριε Κάλας;»
Αυτός, σαν να μην άκουσε, συνέχισε:
«Και Κυζίρογλου, βάλε και τον Κυζίρογλου. Και Φελεκίδης. Βάλε και τον Φελεκίδη και ας μην είμαι σίγουρος.»
Με την ευκαιρία της επικοινωνίας μας θα ήθελα να πω δυο πράγματα:
Ο «Γκρεγκ Κάλας» δεν γράφτηκε για να λάβει μέρος σε έναν οποιονδήποτε Διαγωνισμό Διηγήματος. Γράφτηκε για να συμμετάσχει σε μια εκδήλωση της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης. Αν ο διοργανωτής ήταν άλλος, ο «Γκρεγκ Κάλας» δεν θα είχε υπάρξει ποτέ. Ο «Γκρεγκ Κάλας» γεννήθηκε για να τιμήσει, όχι για να τιμηθεί.
Σε αυτές τις συλλογικές δράσεις νομίζω ότι περισσότερη σημασία έχει το "Τι" παρά το "Ποιος" Αν πρέπει να γραφτεί κάτι για μένα, ας γραφτούν τα εξής:
Ο Σταύρος Λάβδας γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στην Αθήνα και το Παρίσι. Ασχολείται με το Εμπόριο και την Οικονομία. Μικρός, ήταν φίλος του Πιερικού.
Ελπίζω να έχω στο μέλλον τη δυνατότητα να συναντήσω τόσο εσάς, όσο και άλλα μέλη της Ομάδας, συμμετέχοντας με πιο άμεσο τρόπο σε κάποια από τις δράσεις σας.
Φιλικά
Σταύρος Λάβδας
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης