Ένα ζεστό πρωινό του Ιουλίου σε μια απόμερη γειτονιά της Χίου όλα τα παιδιά από τα γύρω σπίτια είχαν μαζευτεί μαζί και συζητούσαν για το τι θα παίξουν.
«Εγώ λέω να παίξουμε κρυφτό», πετάγεται ο Κώστας.
«Μπα, εγώ λέω να παίξουμε κυνηγητό. Το κρυφτό το βαρέθηκα!» απαντά η μικρότερη της παρέας, η Μυρτώ.
«Καλά, εγώ λέω να παίξουμε μπάσκετ. Ζήτησα από τον μπαμπά μου να βάλει τα στεφάνια στις μπασκέτες που έχουμε στο σπίτι», λέει ο Γιώργος, ο αδελφός της Μυρτώς, που μόλις τελείωσε να τρώει το κρουασάν του.
«Σήμερα παίζουμε ό,τι θέλετε. Αύριο, όμως, θα πάμε για εξερεύνηση στο παλιό αρχοντικό στην κορυφή του λόφου. Πώς σας φαίνεται η ιδέα;» παίρνει τον λόγο ο Μιχάλης, ο πιο μεγάλος της παρέας, που του αρέσει πολύ η περιπέτεια.
«Φοβερή ιδέα!» είπαν με ένα στόμα όλα τα παιδιά.
Και ο Μιχάλης ένιωθε περήφανος που μόνο αυτός το είχε σκεφτεί.
«Λοιπόν, αύριο το πρωί στις έντεκα όλοι εδώ!» λέει ο Μιχάλης και γυρίζοντας την πλάτη του έφυγε.
Το άλλο πρωί όλοι ξύπνησαν νωρίς, ακόμα και ο Γιώργος, που ήταν υπναράς, ήταν στο πόδι από τις οχτώ και ετοίμαζε τα πράγματά του
Ο λόφος δεν ήταν πολύ μακριά. Μισή ώρα με τα πόδια. Από τις δέκα όλα τα παιδιά είχαν μαζευτεί σε μια μικρή αλάνα στη γειτονιά. Πρώτος πήρε τον λόγο ο Μιχάλης:
«Λοιπόν, επειδή θα πάμε κάπου που δεν είναι πολύ κοντά στο σπίτι μας και με τα πόδια, θέλω όλοι να με ακούτε. Ελέγξτε αν στα σακίδιά σας έχετε νερό και κάτι για φαγητό, γιατί μπορεί να αργήσουμε».
Τα παιδιά έλεγξαν τα σακίδιά τους και, αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν τους λείπει τίποτα, ξεκίνησαν για να εξερευνήσουν το παλιό κτήριο.
Έφτασαν στον λόφο και έμειναν για λίγο στην βρυσούλα δίπλα από το σπίτι, για να δροσιστούν, μιας και ο Ιούλιος είχε μπει για τα καλά. Συνέχισαν μπαίνοντας στη μεγάλη αυλή του αρχοντικού. Το σπίτι ήταν πολύ μεγάλο με κιόσκια και πολλά λουλούδια. Μια μεγάλη τριανταφυλλιά αγκάλιαζε ένα μέρος από το όμορφο σπίτι. Ήταν διώροφο και υπήρχε και μια σοφίτα με μπαλκόνι. Τα παιδιά πέρασαν τη βάρια δρύινη πόρτα και μπήκαν στο καθιστικό, όπου υπήρχαν τέσσερις κόκκινοι καναπέδες από μετάξι, που στα μπράτσα τους υπήρχε χαραγμένο ένα χρυσό λιοντάρι. Στο κέντρο του σαλονιού υπήρχε ένα μεγάλο κόκκινο χαλί με διάφορα μοτίβα και πάνω στο χαλί υπήρχε ένα τραπέζι σκαλιστό.
«Λοιπόν, παιδιά, ακούστε!» έσπασε τη σιωπή ο Μιχάλης και συνέχισε «Τριγυρίστε λίγο στο σπίτι, να το εξερευνήσετε και μετά μαζευόμαστε όλοι μαζί να παίξουμε τα παιχνίδια που μας ετοίμασε ο Μάνος.»
Όλοι άρχισαν να φωνάζουν και να τρέχουν πάνω κάτω στο σπίτι. Ο Γιώργος, η Μυρτώ, ο Κώστας και ο Σωτήρης ανέβηκαν στον επάνω όροφο από μια στριφογυριστή σκάλα και από εκεί στην σοφίτα. Το τι υπήρχε στην σοφίτα δεν λέγεται. Μπάλες, τραπέζια, καρέκλες και πολλά μεγάλα μπαούλα.
«Απίστευτο! Τι είναι όλα αυτά;» απόρησε η Μυρτώ, πιάνοντας στα χέρια της μια κούκλα.
«Πόσα πράγματα υπάρχουν εδώ πέρα!» θαύμασε ο Σωτήρης, χωρίς να πάρει τα μάτια του από κάτι σκαλιστά στρατιωτάκια.
Έπαιξαν ώρα πολλή, ώσπου ο Σωτήρης πέταξε μια μπάλα στον Γιώργο, που την απέφυγε πέφτοντας στο πάτωμα, με αποτέλεσμα η μπάλα να πέσει σε έναν σωρό με κουτιά. Το πόσος θόρυβος έγινε δεν λέγεται!
Τα κουτιά έπεσαν όλα κάτω και κάποια άδειασαν. Στο τέλος μόνο ένα έμεινε όρθιο. Η Μυρτώ πρώτη το πλησίασε και φώναξε και τους άλλους.
«Ελάτε γρήγορα να δείτε τι βρήκα! Γρήγορα, σας λέω! Άντε, κουνηθείτε!» τους φώναξε και πήγε το κουτί κάπου που να μπορέσει να το ανοίξει.
Όλοι μαζεύτηκαν γύρω από το κουτί. Η Μυρτώ το άνοιξε και ήταν γεμάτο με βιβλία. Πολλά και όμορφα βιβλία. Αλλά το πιο όμορφο ήταν ένα με χρυσαφί δερμάτινο εξώφυλλο. Το άνοιξαν και ήταν γραμμένο σε ελληνικά λίγο διαφορετικά από τα δικά μας.
Το βιβλίο έγραφε: «Αγαπητοί μου φίλοι, θέλω να ξέρετε πως ό,τι διαβάσετε σ’ αυτό το βιβλίο είναι πέρα για πέρα αληθινό. Στη ζωή μου είδα πράγματα πολλά και παράξενα και έμαθα πολλά για τον κόσμο. Αλλά, ας αρχίσω από το όνομά μου. Ονομάζομαι Ιάσων. Το άλλο μου όνομα δε νομίζω να το γνωρίζετε, οπότε δεν σας το λέω. Γεννήθηκα στην Χίο το 1464.
Κατάγομαι από οικογένεια εμπόρων και όλοι στην οικογένεια, εκτός από την μητέρα μου, έχουν αναλάβει το εμπόριο και πλέουν σε όλο το Αιγαίο. Η μητέρα μου είναι γιατρός και πάντα μου άρεσε αυτό που έκανε. Έτσι, έμαθα πολλά γιατροσόφια και πολλά χρήσιμα πράγματα που με βοήθησαν στη ζωή μου.
Εμένα μου άρεσε η αστρονομία και ήμουν σίγουρος ότι η γη είναι στρογγυλή. Πολλές φόρες ακολουθούσα τον πατέρα μου στα ταξίδια του και έτσι ήξερα καλά τη θάλασσα. Με ήθελαν στα πλοία τους αρκετοί έμποροι, αλλά εγώ είχα άλλα στο μυαλό και ο πατέρας μου θύμωνε. Όταν ο πατέρας μεγάλωσε, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα ότι θα ταξιδέψω, κάποιος χτύπησε την πόρτα μας.
Ήταν κάποιος που φώναξε το όνομά μου και είχε μια επιστολή για μένα. Η επιστολή έλεγε:
«Αγαπητέ μου φίλε, Ιάσωνα. Είμαι ο Νικόλας. Αυτήν την στιγμή που σου γράφω βρίσκομαι στην Ισπανία και κάποιος εν ονόματι Χριστόφορος θέλει έμπειρο πλήρωμα για ένα ταξίδι έως τις Ινδίες. Έτσι σκέφτηκα να ζητήσω βοήθεια από την οικογένειά σας, μιας και είστε οι πιο ξακουστοί έμποροι της Χίου. Επειδή τα αδέλφια σου λείπουν σε ταξίδι και ο πατέρας σου είναι γέρος, σκέφτηκα εσένα. Θα ήταν μεγάλη μου τιμή, αν ερχόσουν έως εδώ μέχρι τον Μάρτιο του 1492, για να σε συστήσω στον Χριστόφορο και να τα πούμε από κοντά. Γράψε μου, εάν δέχεσαι.
Ο ΦΙΛΟΣ ΣΟΥ ΝΙΚΟΛΑΣ»
Με το που διάβασα το γράμμα δεν ήξερα τι να πω. Έτρεξα αμέσως να βρω τον πατέρα μου και του τα εξήγησα όλα. Στην αρχή δεν με πίστεψε και άρχισε να γελά. Αλλά όταν του έδειξα το γράμμα, με χτύπησε φιλικά στην πλάτη και μου είπε: «Να πας αγόρι μου, να πας και εγώ πάντα θα το λέω πως ο γιος μου έφυγε για τις Ινδίες. Θα σου ετοιμάσουμε η μητέρα σου και εγώ τα απαραίτητα για το ταξίδι και θα σου δώσω και τα χρήματα που φύλαγα για σένα.»
Αυτά τα λόγια μου είπε και συγκινήθηκα, είχα μπροστά μου άλλους δυο μήνες, δυο μήνες γεμάτους με εξάσκηση και προετοιμασία για το ταξίδι.
Η πολυπόθητη μέρα έφτασε. Ο πατέρας μού είπε να προσέχω και ενώ πήγε να φέρει τα τελευταία πράγματα, η μητέρα με αγκάλιασε και μου είπε ότι όταν γυρίσω με τη βοήθεια του Θεού, θα κάνει γιορτή προς τιμήν μου. Αυτά είπε και με αποχαιρέτησε.
Το ταξίδι για την Ισπανία δεν κράτησε τόσο όσο νόμιζα. Στο λιμάνι με περίμενε ο φίλος μου ο Νικόλας που μόλις με είδε, μ’ αγκάλιασε και χωρίς να χάσει στιγμή με πήγε στο σπίτι του Χριστόφορου, που άρχισε να μου κάνει διάφορες ερωτήσεις.
«Ώστε εσύ είσαι ο Ιάσωνας που κατάγεσαι από οικογένεια εμπόρων και ναυτικών;» με ρώτησε χαμογελαστά.
«Ναι, κύριε!» του απάντησα.
«Λοιπόν, εγώ ονομάζομαι Χριστόφορος. Χριστόφορος Κολόμβος. Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Έμαθα πολλά για εσένα από τον φίλο σου τον Νικόλα. Πιστεύω ότι θα μας είσαι απαραίτητος με τις γνώσεις σου. Τι λες, θα τα καταφέρεις;»
«Ναι, κύριε, είμαι σίγουρος!» του απάντησα και συμφωνήσαμε.
«Την άλλη κιόλας μέρα ξεκίνησε η προετοιμασία μου μαζί με άλλους ενενήντα ακόμα δόκιμους ναυτικούς. Κατά τη διάρκειά της κάναμε πολλή εξάσκηση στην ανάγνωση του χάρτη, τον προσανατολισμό, το πώς να χειριζόμαστε τα διάφορα όργανα του καραβιού και άλλες τέτοιες δεξιοτεχνίες. Κατάφερα να τις περάσω με μεγάλη επιτυχία. Ώσπου, στις 2 Αύγουστου του 1492, το ταξίδι ξεκίνησε. Επιβιβάστηκα μαζί με τον Νικόλα στο «Πίντα», μια από τις τρεις γαλέρες υπό τις διαταγές του Κολόμβου, για να εξερευνήσουμε τις Ινδίες. Όλοι λένε πως το ταξίδι κράτησε περίπου δυο μήνες. Κανείς δεν έμαθε τι έγινε στα αλήθεια και αργήσαμε.
Η αλήθεια είναι η εξής: αφού φύγαμε από τα Κανάρια νησιά και η στεριά δεν φαινόταν πια στον ορίζοντα, ένα μεγάλο κύμα εμφανίστηκε μπροστά μας και μέσα από αυτό ξεπετάχτηκαν κάτι σαν δυο μεγάλα καράβια κλειστά από επάνω και με γυάλινα παράθυρα. Αυτά τα παράξενα καράβια είχαν κάτι, σαν κανόνια μου φάνηκαν, που πετούσαν ηλιαχτίδες και έκαψαν τα πανιά του πλοίου μας. Όλοι άρχισαν να φωνάζουν πανικόβλητοι. Οι άλλες γαλέρες κατάφεραν να ξεφύγουν, ενώ η δική μας έμεινε ακίνητη πάνω στα γαλανά νερά σαν να μας κρατούσαν εκεί πολλά αόρατα σκοινιά. Κάποια στιγμή βγήκαν από το παράξενο καράβι άνθρωποι που κρατούσαν όπλα πολύ εξελιγμένα, μας έπιασαν και μας πήγαν στο καράβι τους. Εκεί άρχισαν να μας λένε διάφορα. Κάποια από αυτά που κατάλαβα είναι ότι είναι οι κάτοικοι της Ατλαντίδος και άρχισαν να μας διηγούνται την ιστορία τους. Μας είπαν ότι πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια έφτιαξαν μια μεγάλη σφαίρα, που με πολύ μπαρούτι την έκαναν να εκτοξευτεί στο διάστημα. Εκεί συγκρούστηκαν με έναν μετεωρίτη που τον έστειλαν κατευθείαν στην γη. Η σύγκρουσή του με την Γη δημιούργησε ένα πελώριο κύμα που σκέπασε όλη την Ατλαντίδα. Έτσι αναγκάστηκαν να βρουν έναν άλλο τόπο. Άρχισαν να ψάχνουν κολυμπώντας, επειδή όλος ο εξοπλισμός τους είχε καταστραφεί, ώσπου έμαθαν να αναπνέουν στο νερό και κατάφεραν να βρουν ένα βουνό κούφιο μέσα στην θάλασσα. Εκεί ζουν μέχρι και σήμερα. Επίσης, μας είπαν ότι αυτό το καράβι το έλεγαν «Υποβρόχιον» ή κάπως έτσι και μας πήραν μαζί τους.»
Εκείνη την στιγμή έσπασε την σιωπή η Μυρτώ και είπε: «Υπήρχαν υποβρύχια τόσο παλιά; Απίστευτο!»
«Ναι. Έτσι φαίνεται», λέει ο Σωτήρης.
«Άντε, συνέχισε!» τον παρακάλεσε ο Κώστας με λαχτάρα.
«Αυτό το κατασκεύασμα έτρεχε πολύ γρήγορα και αμέσως φτάσαμε. Εκεί μας κατέβασαν και είδαμε απίστευτα πράγματα. Σπίτια με χρυσές σκεπές, ταμπέλες από πελώρια διαμάντια, και σκαλιά από λυόμενο ασημί και πολλά πράγματα ακόμα, αλλά δεν μπορώ να σας τα πω όλα. Ήταν πολύτιμο το καθετί εκεί πέρα. Από μια οδοντογλυφίδα έως ένα σπίτι.
Εκεί συναντήσαμε έναν άνθρωπο που φορούσε ένα δαχτυλίδι με ένα τεράστιο σμαράγδι σαν αυγό και στην κορόνα του είχε διαμάντια μεγάλα σαν μανταρίνι. Καταλάβαμε πως πρόκειται για τον βασιλιά. Ο βασιλιάς μας πλησίασε και μας είπε ότι μας χρειάζονταν, επειδή δεν μπορούσαν να θυμηθούν πώς φτιάχνονται τα στέμματα και το συγκεκριμένο σφυρηλατήθηκε πριν από δώδεκα χιλιάδες χρόνια. Ο Νικολής βγήκε μπροστά και είπε ότι με χαρά θα φτιάχναμε ένα στέμμα για τον βασιλιά και εκείνος μας ευχαρίστησε λέγοντάς μας ότι, αν τα καταφέρουμε, θα μας δώσει στον καθένα από ένα βαρέλι με χρυσό και δώδεκα διαμάντια στο μέγεθος μιας γροθιάς. Όλοι μείναμε άφωνοι και αρχίσαμε αμέσως δουλειά. Όταν το στέμμα τελείωσε, ήταν πανέμορφο. Ακόμα και ο βασιλιάς παραδέχτηκε ότι δεν είχε δει πιο ωραίο πράγμα στη ζωή του και, αφού μας ευχαρίστησε, μας έδωσε την ανταμοιβή μας. Είπε, επίσης, ότι μπορούσαμε να μείνουμε όσο θέλαμε, όμως, εμείς θέλαμε να φύγουμε, γιατί οι υπόλοιποι θα μας έψαχναν. Ο βασιλιάς διέταξε να τοποθετήσουν στο πλοίο μας ένα εργαλείο για να πάει πιο γρήγορα.
Τα υπόλοιπα πλοία δεν είχαν απομακρυνθεί γρήγορα και έτσι τα προλάβαμε εύκολα. Είπαμε για τις περιπέτειές μας, αλλά κάνεις δεν μας πίστεψε. Όλοι όμως μετά από μερικές ημέρες άρχισαν να ξεχνούν τι είχε συμβεί. Φαίνεται πως ήταν το ποτό που μας είχαν δώσει, αλλά εγώ ευτυχώς δεν ήπια και έτσι τα θυμάμαι όλα καθαρά. Γι’ αυτό τα έγραψα όλα αυτά, για να μπορούν και οι άλλοι να μάθουν την αλήθεια».
Όλα τα παιδιά στη σοφίτα κοιτάχτηκαν έκπληκτα μεταξύ τους. Αυτό που είχαν διαβάσει ήταν μια συναρπαστική ιστορία και τώρα πια ήξεραν την αλήθεια
«Αχ, να ’ναι καλά αυτός ο άνθρωπος που έγραψε όλα αυτά και έτσι δεν θα χρειαστεί να διαβάσω, όταν πάμε στην ιστορία στο μάθημα με τον Κολόμβο», λέει ο Κώστας και όλοι άρχισαν να γελούν.
«Καλύτερα να μην πούμε τίποτα γι’ αυτό το θέμα, άμα δε χρειαστεί, συμφωνείτε;» λέει ο Σωτήρης, αλλά κάνεις δεν τον άκουσε.
«Σας λέω, συμφωνείτε;» επαναλαμβάνει και πηγαίνει να δει τι κάνουν και δεν τον ακούν. Όταν είδε και αυτός αυτό που έβλεπαν και οι άλλοι στην κυριολεξία έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν ένα διαμάντι από αυτά της ιστορίας και πάνω είχε κολλημένο ένα σημείωμα: «Για να σιγουρευτείτε ότι ό,τι σας λέω είναι αλήθεια. ΙΑΣΩΝ»
«Τώρα ξέρουμε ότι όλα είναι αληθινά!» λέει η Μυρτώ.
Τα χρόνια πέρασαν και οι φίλοι ξαναβρέθηκαν όλοι μαζί σε μια παραλία και καθώς έβλεπαν τα αστέρια θυμήθηκαν τον Ιάσωνα που ήταν αστρονόμος και νόμιζαν πως τον είδαν στον ουρανό να τους χαμογελά και να τους κλείνει το μάτι σαν να τους λέει: «Ψάξτε, εξερευνήστε, αναζητήστε, το μέλλον σας βρίσκεται στο παρελθόν.»
Ο Πέτρος Ρουκάς είναι μαθητής της ΣΤ΄ τάξης του 9ου Δημοτικού Σχολείου Κατερίνης. Πάντα του άρεσε η ιστορία και τον μαγεύει ακόμη και σήμερα η προσωπικότητα του Μ. Αλέξανδρου και του Αχιλλέα. Η «Ιλιάδα» είναι το αγαπημένο του έπος, αλλά και οι περιπέτειες του Οδυσσέα τον «απασχολούν» από το νηπιαγωγείο. Του αρέσει να σκιτσάρει και να γράφει διηγήματα και φανταστικές περιπέτειες. Ύστερα από παρότρυνση του δασκάλου του Αθανάσιου Θεοδωρή, έγραψε και πέρσι μια ιστορία για τον 1ο Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό Διηγήματος, που βραβεύτηκε με το 2ο βραβείο.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης