«Μια βόλτα στο πάρκο, αυτό είναι η ζωή. Ένας περίπατος μια ανοιξιάτικη μέρα μετά τη βροχή. Με τον ήλιο να ξεπροβάλλει μέσα απ’ τα σύννεφα και τη μυρωδιά από το βρεγμένο χορτάρι να γαργαλάει τα ρουθούνια σου που λαχταράνε μια νότα φρέσκιας ζωής. Με τις λάσπες να κολλάν στα κυριακάτικα μαύρα λουστρίνια σου και το αντίδωρο να αναπαύεται καρτερικά στην αριστερή τσέπη του μοντγκόμερί σου».
«Κι η φτώχεια; Η πείνα; Ο πόνος κι ο θάνατος; Είναι κι αυτά βόλτα στο πάρκο, γιαγιά;»
«Αυτά παιδάκι μου είναι οι λάσπες στα καλογυαλισμένα παπούτσια σου. Μια έτσι να τα τρίψεις στο φρέσκο υγρό γρασίδι και φύγανε. Κι αν δεις ότι δεν καθαρίζουν, πέτα τα παπούτσια και τρέχα ξυπόλητος. Νιώσε τη γη να χτυπά στα πέλματά σου και τον αέρα να μαστιγώνει το πρόσωπό σου. Κι άλλο μην πεθυμάς τίποτα πια.»
Η γιαγιά μου ήταν γεννημένη αγωνίστρια. Το πρόσωπό της είχε τη γλύκα του σμυρνιώτικου σύκου και τα γαλανά της μάτια μαρτυρούσαν πως κοιμήθηκε με τον θάνατο μα ξύπνησε αγκαλιά με τη ζωή. «Δεν είμαστε φτιαγμένοι για θάνατο, παιδούδι μ’. Μας σκιάζει ο θάνατος, τον αποφεύγουμε, κάνουμε ότι δεν τον βλέπουμε. Από ζωή είμαστε πλασμένοι και μ’ αυτήν πορευόμαστε μέχρι το τέλος.»
Γεννήθηκε στη δική της παραμυθοχώρα, στο Κορδελιό, στις αρχές του περασμένου αιώνα. Κόρη ευκατάστατου Σμυρνιού εμπόρου, μεγαλωμένη με αρμένισσες νταντάδες και τούρκους υπηρέτες, περπάτησε το στρατί των πρώτων παιδικών της χρόνων πατώντας σε ροδοπέταλα. Πορφυρογέννητη. «Το σπίτι μας χώραγε τον κόσμο ολάκερο», συνήθιζε να λέει, εννοώντας τις τέσσερις αδερφάδες και τους δυο μεγαλύτερους αδερφούς της, τον πατέρα της, τον Παναγή, έναν λεβέντη αρχοντάνθρωπο ίσα με εκεί πάνω και τη μάνα της, τη Μαργιόλα, μια γυναίκα που είχε μια ζεστή αγκαλιά για όλη τη φαμίλια και συμπόνια για κάθε πλάσμα του Θεού.
«Γιαγιά, πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;»
«Όπως όλων των παιδιών, τζιγέρι μου, είτε είναι πλούσια είτε φτωχά, είτε γεννιούνται στη δύση είτε στην ανατολή. Για τα παιδικά μάτια το χρήμα είναι διάφανο. Για μένα όλος ο κόσμος ήταν η αυλή του σπιτιού μου, περικυκλωμένη από ψηλούς τοίχους έτσι που την κάνανε να μοιάζει με φρούριο, η οικογένειά μου και η φιλενάδα μου, η Σοφούλα. 15 χρονών ήμαστε δεν ήμαστε τότε, κορίτσια που γίνονταν γυναίκες. Κούκλες σωστές. Φοράγαμε λευκά ταφταδένια φορέματα με μεγάλους κόκκινους φιόγκους και μοσχοβολούσαμε γαλλικό πατσουλί, που κάλυπτε ακόμα και τα αρώματα από τις πασχαλιές στον επιτάφιο της Αγίας Φωτεινής.
Όλη μας η ζωή ένα ατελείωτο ξεποδάριασμα από τα ζαχαροπλαστεία της προκυμαίας στο μεγάλο παζάρι της Σμύρνης με τα εγγλέζικα κασμίρια, τα φίνα μετάξια και τα περσικά χαλιά. Με χάχανα και γέλια ανάμεσα σε μυρωδιές από λαχταριστό i Kfte και σερμπέτια που κατέκλυζαν κυριολεκτικά και μεταφορικά την κοριτσίστικη φύση μας κάθε φορά που κάποιο αυθάδικο αντρικό βλέμμα μάς λογάριαζε για γυναίκες ή κάποιο ταψί με σεκέρ παρέ μάς υπενθύμιζε ότι δεν ήμασταν τίποτε άλλο από δυο λαίμαργα κοριτσόπουλα. Το σούρουπο παίρναμε τα μικρά ατμόπλοια της γραμμής, για να μας πάνε πίσω στο Κορδελιό ή για βόλτα στα Πετρωτά, στο Γκιοζ-Τεπέ, στο Καρατάσι.
Εκείνες τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, ο πατέρας έλειπε από το σπίτι. Είχε πάει με τον Αποστόλη, τον μεγαλύτερο αδερφό μου, στον Τσεσμέ, για να εμπορευτούν Χιώτικα πορτοκάλια. Έξι γυναίκες κι ο Αντρέας στο σπίτι, ο άντρας κι αρχηγός της οικογένειας, που κορδωνόταν όλο καμάρι όταν τον άφηνε ο πατέρας στο ποδάρι του. Παιδί αμούστακο 16 χρονών. Εμένα το μυαλό μου ήτανε στους έρωτες και στη σχολική χρονιά που θα άρχιζε σε λίγες μέρες στο Ομήρειο Παρθεναγωγείο. Τελειόφοιτη πια και με λίγη τύχη ίσως του χρόνου να σπούδαζα δασκάλα στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όχι πως ήθελα να φύγω από το Κορδελιό, μα να, μ’ έτρωγε μέσα μου η ανάγκη να γίνω κάτι παραπάνω από καλή σύζυγος κάποιου ευυπόληπτου Σμυρνιού και μητέρα των παιδιών του.
Όταν μπήκαν οι Τσέτες στην πόλη, ξεκίνησε το μεγάλο κακό. Έλληνες κι Αρμένιοι σφάζονταν αδιακρίτως σαν τα σκυλιά σε δρόμους και σοκάκια. Από πίσω ο Τούρκικος στρατός, τσαντιρματζήδες και Τούρκοι πολίτες, άνθρωποι που μέχρι χθες μπαινόβγαιναν στα σπίτια και τις αυλές μας και τρώγανε από το πιάτο μας, λεηλατούσαν τα πάντα. Μαζευτήκαμε στην αυλή με τον τρόμο στα μάτια και έναν ανομολόγητο φόβο για την τύχη του πατέρα και του Αποστόλη. Όλοι μαζί, μια αγκαλιά, με χέρια που τρέμανε και μια μάνα λύκαινα έτοιμη να αγωνιστεί μέχρι τέλους για τα παιδιά της.
Κρύψαμε τα χρυσαφικά και τα όπλα του σπιτιού στο πηγάδι κατ’ εντολή του Αντρέα, πιστεύοντας πως ήταν μια παροδική αναμπουμπούλα λίγων ημερών και πως σύντομα θα ξαναγυρνούσαμε στις ζωές μας για να τις πιάσουμε από κει που τις αφήσαμε, σα να μην υπήρχε δύναμη στον κόσμο που θα μπορούσε να τις εκτρέψει από τη ρότα τους. Ο μαχαλάς είχε παραδοθεί στο μίσος και στη φωτιά. Τίποτα πια δε θα ήταν το ίδιο, το ξέραμε, το νιώθαμε, μα το να κάνεις σχέδια για το μέλλον εκείνη την ώρα ήταν μια εμφατική παραδοχή στην ύπαρξή του.
Η πόρτα της αυλής άξαφνα άνοιξε με βία και από το πέρασμα ξεχύθηκαν Τσέτες ιππείς. Τα μάτια μου πρόλαβαν να αντικρίσουν μόνο το κουφάρι του αδερφού μου, καθώς ακέφαλο και άψυχο έπεφτε στο χώμα, λίγα μόνο μέτρα από το παραθύρι του δωματίου που ξεκίνησε τη ζωή του στα χέρια μιας αρμένισσας μαμής. Οι γυναίκες τρέχανε αλαλάζοντας σαν σφαγμένα κοτόπουλα για να αποφύγουν τη μανία των διωκτών τους. Έδωσα μια και πήδηξα μέσα στο πηγάδι. Κρεμασμένη από το σκοινί και πατώντας πάνω στον ξύλινο κουβά έμεινα ασάλευτη για ώρες, μέχρι ο θάνατος να σφραγίσει τα χείλη και του τελευταίου μέλους της οικογένειάς μου, σχεδόν λυτρωτικά μετά τον εξευτελισμό του βιασμού. Κάθε κραυγή της δικής τους απελπισίας ατσάλωνε τη δική μου θέληση για ζωή, κάθε θάνατος ήταν ένας δικός μου όρκος για επιβίωση. Δάκρυ δε μούσκεψε τα μάγουλά μου κι ας ήταν η καρδιά μου μαύρη σαν την πίσσα.
Τρία μερόνυχτα πέρασα μέσα στο πηγάδι. Δεν είχα τρόπο να βγω στην επιφάνεια, μα δείλιαζα κιόλας. Δεν είχα κανέναν πια, δεν ήξερα πού να πάω, μα πιο πολύ φοβόμουνα για ό,τι θα αντίκριζα εκεί πάνω. Η αποφορά της αποσύνθεσης είχε αρχίσει να γίνεται αποπνικτική, ειδικά στην πρωινή αυγουστιάτικη ζέστη.
Το σούρουπο της τρίτης μέρας αποφάσισα πως δε θα αφήσω το θάνατο να στομώσει την ψυχή μου. Ήμουν εκεί και ήμουν ζωντανή για κάποιο λόγο, ή ίσως πάλι και για κανέναν. Προσπάθησα απεγνωσμένα να σκαρφαλώσω το σκοινί για να βγω στην επιφάνεια σαν ένας άλλος Λάζαρος που αναζητά το φως για να ζήσει μια δεύτερη ζωή. Μάταια.
Μέσα στη σιωπή του δειλινού άκουσα έναν πνιχτό θρήνο. Σήκωσα το κεφάλι και στο ασήμισμα του αποσπερίτη μού φανερώθηκε η μορφή του αγαπημένου μου Αποστόλη, που γύρισε, άγνωστο πώς, στην πατρογονική του εστία για να μου δώσει μιαν ανείπωτη χαρά και να πάρει μιαν αβάσταχτη πίκρα. Τη στιγμή που εγώ ξανάβρισκα απροσδόκητα τον αδερφό μου, αυτός έχανε ολάκερη σχεδόν τη φαμίλια του.
Ο πατέρας είχε χαθεί κι αυτός, καθώς μου είπε όταν τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου στον δρόμο της επιστροφής από το Τσεσμέ. Από το Κορδελιό ίσα με τη Σμύρνη δεν έβλεπες άλλο από ορφάνια, πόνο, θάνατο. Έκλαψε, από το πένθος που έσφιγγε σαν θηλιά το λαιμό του, κι απ’ την ενοχή για τη δική του επιβίωση.
—Μη κλαις, πιάσε με από το χέρι και πάμε, του ψέλλισα.
—Και θα αφήσουμε άταφη τη μάνα μας, τα αδέρφια μας;
—Αυτοί σβήστηκαν απ’ τα κιτάπια της ζωής. Τώρα πια η δική σου ζωή έχει νόημα. Ζήσε για σένα, ζήσε για μένα, ζήσε και γι’ αυτούς…
Ήταν φανερό πως δεν είχα μάθει τίποτε από τη θυσία της Αντιγόνης, μα ο δικός μου Κρέοντας κρατούσε γιαταγάνι και δε θα του χάριζα τόσο εύκολα τη ζωή μου. Έπρεπε να ζήσω, να ζήσουμε. Αλλιώς θα ’τανε σαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να μην πέρασαν ποτέ απ’ αυτό τον κόσμο. Άφησα πίσω λοιπόν τα κορμιά τους και έβαλα προσεκτικά στις προθήκες του μυαλού μου το γέλιο τους στα κυριακάτικα τραπέζια, τον ήχο από το πρώτο κλάμα τους, το φιλί της μάνας μας, το ασικλίκι του πατέρα, την αγκαλιά του νεκρού αδερφού μου. Αυτά ήταν τα κληροδοτήματά τους τώρα κι ήταν δική μου η υποχρέωση να τα κρατήσω ζωντανά.
Πήραμε το στρατί για την Αγιά Μαρίνα. Ο Αποστόλης είχε ακούσει πως εκεί συγκεντρώνονταν οι Έλληνες του Κορδελιού, προκειμένου να κατέβουν στη Σμύρνη για να τους μαζέψουν τα συμμαχικά πλοία και να τους πάνε στη μάνα Ελλάδα. Στην εκκλησιά εκατοντάδες, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, θρηνώντας γι’ αυτούς που χάσανε, καταριόντουσαν τη ζωή τους και την κακή τους μοίρα. Τα κορίτσια κρύβανε τα πρόσωπά τους με μαντήλες, έκαιγαν τα φρύδια τους με σπίρτα και παραμόρφωναν τα χαρακτηριστικά τους για να γλιτώσουν από τους βιασμούς των Τούρκων, που άρπαζαν κάθε καλοστεκούμενη κοπέλα και δεν την έβλεπες ποτέ πια.
Με το πρώτο φως πήραμε έναν καρόδρομο για να μας πάει στη Σμύρνη. Μια πομπή ζωντανών νεκρών που θαρρείς πως βάδιζε συντεταγμένα προς τον θάνατο στον ρυθμό κάποιου πένθιμου μινόρε. Κυλίστηκα στις λάσπες και τις σβουνιές από τις προπορευόμενες βοϊδάμαξες και τράβηξα τη μαντίλα μου χαμηλά, για να κρύβει την, έτσι κι αλλιώς, τρομακτική, όψη μου. Οι ξανθές μου κοτσίδες και τα καλογραμμένα μου φρύδια ήταν ένα ακόμα θύμα σ’ αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο. Περπατούσα σιωπηλά κρατώντας σφιχτά το χέρι του Αποστόλη ανάμεσα στα στήθια μου.
Μπήκαμε στη Σμύρνη σχεδόν μεσημέρι. Εμπρός μας τα συμμαχικά πλοία και πίσω οι πρώτες φλόγες που καίγανε ήδη τον Αϊ Γιώργη. Κινήσαμε για την προκυμαία ανοίγοντας το βήμα μας, αναζητώντας τη λύτρωση από μια κόλαση που μας είχε ήδη στοιχειώσει. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα.
—Προχώρα, του φώναζα, και κράτα μου το χέρι, ο κόσμος πολύς και δε θα αντέξω να σε χάσω.
Καθώς διασχίζαμε την πλατεία Φασουλά το βήμα του βάρυνε απότομα. Ένιωσα να τον σέρνω καθώς με κρατούσε από το μπράτσο. Γύρισα τη ματιά μου πάνω του. Ένα αδέσποτο βόλι είχε πάρει το μισό του κεφάλι. Λουσμένος στο αίμα ξεψυχούσε. Ξέσφιξα το χέρι του, το φίλησα και προχώρησα. Δε γύρισα να κοιτάξω πίσω, δεν υπήρχε πίσω, δεν είχα χρόνο να τον κλάψω κι ήταν αργά για να τον σώσω. Αντίο αδερφέ, εις το επανιδείν…
Χιλιάδες άνθρωποι στην προκυμαία, στοιβαγμένοι, απελπισμένοι, στην αναμονή για τη σωτηρία που δεν ερχόταν. Από τη μια οι Τούρκοι στρατιώτες και από την άλλη οι Άγγλοι. Στη μέση συρματοπλέγματα οριοθετούσαν τη ζωή και τον θάνατο. Έκανα να περάσω, μα μια Τούρκικη ξιφολόγχη μου ’κλεισε τον δρόμο. Την έσπρωξα με αποφασιστικότητα και μου τρύπησε πέρα-πέρα το στήθος. Τα πόδια μου λύγισαν μα ήδη έβλεπα τα ποδοπατημένα πτώματα και ήξερα πως αν έπεφτα τώρα θα είχα την τύχη τους. Το χέρι ενός άγγλου στρατιώτη με τράβηξε απότομα και με έσυρε σχεδόν μέχρι την άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος. «Ο Θεός να σ’ έχει καλά», του είπα. Δεν άκουσε, δεν κατάλαβε. Δεν πειράζει…
Μόνο όταν ανέβηκα στη βάρκα γύρισα το κεφάλι μου και είδα τη Σμύρνη παραδομένη στις φλόγες. Η πληγή στο στήθος μου πονούσε, μα ήξερα πως αυτή τουλάχιστον θα κλείσει κάποια μέρα. Έβγαλα έναν βαθύ αναστεναγμό που νόμισα πως ακούστηκε μέχρι την αυλή του σπιτιού μου στο Κορδελιό. Ήταν ένας αναστεναγμός ανακούφισης για ό,τι άφηνα πίσω μου και τρόμου για ό,τι θα ’βρισκα εμπρός μου.
Καληνύχτα, γλυκιά μου πατρίδα, καλημέρα κόσμε…»
O Λάμπρος Ε. Δερμεντζόγλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον προηγούμενο αιώνα. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και φιλοτέχνησε το γραφείο του με αμφιβόλου αισθητικής και πληθωριστικής αξίας κορνίζες μεταπτυχιακών και διδακτορικών διπλωμάτων.
Πίστευε ότι το σύμπαν περιστρέφεται γύρω του. Μετά έκανε οικογένεια και διαπίστωσε ότι το σύμπαν περιστρέφεται πάντα, γύρω από ό,τι εσύ θεωρείς πολυτιμότερο.
Γράφει ερασιτεχνικά. Το διήγημά του με τίτλο “Santa Claus is not coming to town” ήταν ένα από τα διακριθέντα του 1ου Διαγωνισμού Αστυνομικού Διηγήματος και αναπαύεται φιλήδονα στις σελίδες του συλλογικού έργου “15 σφαίρες αναζητούν θύματα” των εκδόσεων Άπαρσις.
Είναι εμπνευστής και διαχειριστής της ανοιχτής πλατφόρμας λογοτεχνίας microstory.gr.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης