Στο όνειρό του πάντα ήταν άνοιξη κι όλα ήταν ανθισμένα. Ένας παράδεισος… Παρακαλούσε τα βράδια που βασανιζόταν στο κρεβάτι του να δει πάλι εκείνο το συγκεκριμένο όνειρο. Βρισκόταν λέει μέσα σε ένα λιβάδι γεμάτο μαργαρίτες και χαμομήλια. Ο ήλιος έλαμπε κι όλα μοσχοβολούσαν. Ήταν πάλι δεκαοχτώ χρονών, λεβέντης με τα όλα του! Χωρίς αρθριτικά, χωρίς πρεσβυωπία. Έτρεχε στο λιβάδι να τη συναντήσει… Παιδούλα κι εκείνη, με τα μακριά μαλλιά της ξέπλεκα. Την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Τόσο δυνατά που έλεγες πως θα τη λιώσει! Ήταν τόσο ευτυχισμένος! Τρελός από χαρά, γεμάτος ζωή.
Κι ύστερα κάτι τον ξυπνούσε. Κάτι τον τραβούσε πίσω στην άχαρη ζωή του. Κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Ο ήχος ενός αυτοκινήτου στον δρόμο, το γάβγισμα κάποιου σκύλου… Δεν άνοιγε αμέσως τα μάτια. Πάλευε μάταια να κρατηθεί στον παράδεισο. Ύστερα σηκωνόταν, κάθε φορά και πιο κακόκεφος. Έτοιμος να κάνει φόνο. Ήθελε λίγα λεπτά να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν. Το δωμάτιο μύριζε ακόμα άνοιξη και τα χέρια του ήταν ζεστά από τη θέρμη του κορμιού της.
Μπροστά στον καθρέφτη όμως τον περίμενε άλλη μια φορά ο εξηνταπεντάρης που ήταν στην πραγματικότητα. Με λίγα γκρίζα μαλλιά, σκευρωμένη πλάτη και βαθιές ρυτίδες. «Δεν μπορούσα να μείνω για πάντα στο λιβάδι; Τι θέλω και ξυπνώ; Ας πεθάνω τουλάχιστον με την εικόνα της στα μάτια μου…» γκρίνιαζε κάθε φορά κι ύστερα τραβούσε στην κουζίνα να ψήσει τον καφέ του.
Στον δρόμο τη συναντούσε καμιά δεκαριά φορές. Η φωτογραφία της ήταν πάνω στο τραπέζι, πάνω στο κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας, στο σαλόνι, στους τοίχους του διαδρόμου, στην κουζίνα… Παντού εκείνη, εκείνη η κοπέλα στο λιβάδι. Εκείνη που παντρεύτηκε στα είκοσι πέντε του. Εκείνη που έχασε ξαφνικά πριν πέντε χρόνια… Ούτε κατάφερε να το χωνέψει ακόμα. Απόμεινε μαγκούφης μετά από τριάντα πέντε χρόνια γάμου. «Μια ολόκληρη ζωή…» μονολογούσε με τη φωτογραφία της στα χέρια του, την ώρα που έπινε τον καφέ του.
Έβγαινε λίγο στο μπαλκόνι. Κοίταζε τη γειτονιά. Όλους τους ήξερε κι όλοι τον ήξεραν εκεί. Νιόπαντροι είχαν μετακομίσει στην περιοχή. Μα δεν του ’κανε κέφι να μιλήσει σε κανέναν πια. Ούτε να συναναστραφεί μαζί τους. Κλείστηκε στον εαυτό του, στη θλίψη του, στο πένθος που τον έπνιγε σαν θηλιά… Ήθελε την ησυχία του. Οι φίλοι του προσπάθησαν στην αρχή. Και κάποιοι γείτονες έκαναν ό,τι μπορούσαν, μα στάθηκε αδύνατο να τον συνεφέρουν. Στο τέλος τους έκανε πέρα όλους. «Τι καταλαβαίνουν αυτοί; Πώς ξέρουν τι είναι να χάνεις το μοναδικό δικό σου πρόσωπο και να μένεις μετά έρημος, άτεκνος, ζωντανός νεκρός;»
Στο μπαλκόνι είχε την πολυθρόνα του. Ακριβώς απέναντι από τη δική της. Εκεί διάβαζε τα απογεύματα τα αγαπημένα του βιβλία, εκεί αφουγκραζόταν τον αχό της πόλης που γελούσε κάτω από τον ήλιο την άνοιξη, που βογκούσε τα φορτωμένα έγνοιες πρωινά, όταν ο κόσμος έτρεχε στις δουλειές του. Κοίταζε τα αυτοκίνητα να πηγαινοέρχονται στον δρόμο, να κορνάρουν, να μαρσάρουν, να ξεσηκώνουν το σύμπαν… Τους ανθρώπους που βιάζονταν να προλάβουν, ένας Θεός ξέρει τι… «Ευτυχώς εδώ έχω την ησυχία μου…» έλεγε μέσα του κι έπιανε το βιβλίο.
Αυτή την ησυχία όμως την είχε χάσει εδώ και λίγους μήνες μέσα στο ίδιο του το σπίτι! Στο διπλανό διαμέρισμα μετακόμισε μια οικογένεια μετανάστες ούτε κι εκείνος ήξερε από πού. Ο διαχειριστής έλεγε μόνο «οι ξένοι» κάθε φορά που αναφερόταν σε αυτούς και στραβομουτσούνιαζε ξινισμένα. Κανείς δεν ήξερε από πού ήταν ούτε τι δουλειά έκαναν. Εκείνος όμως άκουγε τον άντρα να φεύγει πάντα πολύ πρωί και να γυρίζει αργά το απόγευμα. Άκουγε και τις φωνές των παιδιών, δύο ή τρία, δεν ήταν σίγουρος, που πιλαλούσαν μέσα στο σπίτι, έπαιζαν, γελούσαν ή τσακώνονταν ζωηρά.
«Αυτό μου έλειπε… είχα την ησυχία μου… την ηρεμία μου…» έλεγε δυνατά τα απογεύματα που καθόταν να διαβάσει στο μπαλκόνι. Λίγα μέτρα μακριά του, έπαιζαν στο δικό τους μπαλκόνι τα παιδιά των «ξένων». Ένα γυάλινο διαχωριστικό μόνο τους χώριζε κι εκείνο δεν μπορούσε να εμποδίσει τα γέλια και τα πειράγματα. «Τώρα, από τη φασαρία, διαβάζω δέκα φορές την ίδια λέξη!» μουρμούραγε κι ύστερα σηκωνόταν και κλεινόταν στο σαλόνι. Μέχρι και τα στόρια κατέβαζε, για να συγκεντρωθεί, όπως έλεγε, κι έκλεινε τη ζωή απ’ έξω.
Να συγκεντρωθεί σε τι; Εκείνα τα βιβλία τα είχε διαβάσει τόσες φορές. Ήταν τα αγαπημένα της γυναίκας του. Γι’ αυτό τα διάβαζε. Για να τη νιώθει κοντά του. Να την ακούει πάλι να τα σχολιάζει, να γελά, να λυπάται με τις ιστορίες τους. Άλλοτε πάλι διαφωνούσαν έντονα. «Δε μου άρεσε, σου το είπα, το βρήκα βαρετό», της έλεγε καμιά φορά, όταν εκείνη υποστήριζε πως κάποιο μυθιστόρημα ήταν εξαιρετικό. Εκείνος επέμενε για το αντίθετο, μόνο και μόνο για να την εκνευρίσει. Για να δει τα μάγουλά της να κοκκινίζουν και τα μάτια της να φουρτουνιάζουν. Του άρεσε τόσο το χρώμα των ματιών της όταν ήταν θυμωμένη!
Μα τώρα είχε απομακρυνθεί κι από τα βιβλία της. Η φασαρία στο διπλανό μπαλκόνι δεν τον άφηνε να την αισθανθεί κοντά του κι αυτό τον έκανε έξω φρενών. Πολλές φορές σηκωνόταν και έβγαινε στο μπαλκόνι έτοιμος να διαμαρτυρηθεί, έτοιμος για καβγά! «Αυτά τα νεύρα να μην είχες, τι καλός που θα σου ’να!» άκουγε τη φωνή της μέσα στο μυαλό του. Τα ίδια του έλεγε όποτε τον έβλεπε να θυμώνει. Δεν της άρεσε θυμωμένος. «Χαμογέλα! Είσαι πιο όμορφος…» Έτσι γύριζε πίσω στην πολυθρόνα του. Για κείνη. Για να της κάνει το χατίρι… όπως πάντα!
Ο χειμώνας περνούσε εξαιρετικά δύσκολα, αργά και βασανιστικά. Οι δείχτες του ρολογιού σα να έκαναν απεργία και αρνούνταν να κινηθούν μπροστά. Η τηλεόραση έδειχνε όλο τα ίδια. «Ποια ηθοποιός φόρεσε τι… ηλιθιότητες!» Ο παλιός διαχειριστής, με τον οποίο αντάλλασσε καμιά λέξη όταν έβγαινε για ψώνια, μετακόμισε στο χωριό του και με τον καινούργιο δεν ήθελε πολλά πάρε δώσε. Ούτε στο μπαλκόνι του μπορούσε να κάτσει. Το κρύο ήταν απαγορευτικό. «Θα αρπάξεις καμιά πνευμονία και μετά…» την άκουγε να του λέει. Αλήθεια, τι θα γινόταν αν αρρώσταινε; Ποιος θα γύριζε να τον κοιτάξει; Δεν ήθελε να το σκέφτεται. «Να πεθάνω ξαφνικά, Θεέ μου, να μη βασανιστώ!»
Πάλι την είχε δει στον ύπνο του εκείνο το βράδυ. Πάλι δεν ήθελε να επιστρέψει στην πραγματικότητα. Την κρατούσε αγκαλιά σ’ εκείνο το ανθισμένο λιβάδι, οι μαργαρίτες μύριζαν υπέροχα, ο ήλιος ζέσταινε τα κορμιά τους, ήταν νέοι! Τόσο νέοι κι ερωτευμένοι! Κι ύστερα άνοιξε τα μάτια του ξανά στην πραγματικότητα… «Γιατί; Γιατί να μην κρατάν για πάντα τα όνειρα; Τι στο καλό κάνω εδώ, στο τίποτα;» Έκατσε στο κρεβάτι. Το άρωμα του λιβαδιού διάχυτο παντού. Βρέθηκε στο σαλόνι να παλεύει να ανοίξει τα στόρια. Έφτιαξε τον συνηθισμένο μέτριο καφέ. Του φάνηκε πικρός φαρμάκι!
Βγήκε στο μπαλκόνι. Το κρύο είχε υποχωρήσει. Από τα σύννεφα ξέφευγαν ντροπαλά κάποιες ακτίνες του ήλιου. Σε λίγο η γη θα άρχιζε να αναγεννιέται. «Σήμερα ίσως μπορέσω να διαβάσω στο μπαλκόνι…» χάρηκε δειλά. Έτριψε με την παλάμη το αξύριστο μάγουλό του κι έκανε να μπει στο σπίτι, όταν με την άκρη του ματιού έπιασε μια κίνηση. Δίπλα από το διαχωριστικό των μπαλκονιών πρόλαβε ένα παιδικό κεφάλι. Ένα μελαχρινό, αγορίστικο, σγουρομάλλικο κεφαλάκι με δυο λαμπερά μάτια, κάρβουνα αναμμένα. Σάστισε. Είχε πολύ καιρό να βρεθεί μπροστά σε παιδί. Έμεινε να το κοιτάζει απλά. Δεν είπε τίποτα, δεν ήξερε τι να πει!
Γρήγορα δίπλα από τον μικρό μαζεύτηκαν και τα αδερφάκια του. Ένα πιο μικρό κι ένα πιο μεγάλο αγόρι, φτωχοντυμένα μα καθαρά. Κάτι του φώναζαν σε μια άγνωστη γλώσσα και χαμογελούσαν φαφούτικα. Το μεσαίο αγόρι, που τον είχε εντοπίσει πρώτο, άπλωσε το χέρι του πάνω από το κάγκελο του μπαλκονιού. Κρατούσε μια κόλλα χαρτί με κάτι ζωγραφισμένο πάνω. Το έτεινε προς το μέρος του και χαμογέλασε.
Άπλωσε κι εκείνος το χέρι του. Δεν είχε άλλη επιλογή. Πήρε την κόλλα και εμβρόντητος έκατσε στην πολυθρόνα πίσω του. Το παιδάκι, εκείνο το μελαχρινό αγγελάκι που δεν ήξερε λέξη ελληνικά, τον είχε συγκλονίσει βαθιά. Πάνω στο χαρτί είχε ζωγραφίσει ένα λιβάδι, ένα ανθισμένο λιβάδι γεμάτο μαργαρίτες. Δυο άνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα κρατιόντουσαν χαμογελαστοί από το χέρι κι ο ήλιος έλαμπε πάνω απ’ το κεφάλι τους!
Έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες κι έκλαψε. Πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό έκλαψε σαν μωρό. Με λυγμούς, απελπισμένα. Ξέσπασε σ’ εκείνο το κλάμα όλο του τον θυμό, τη μοναξιά, την πίκρα του που τον έπνιγε χρόνια ολόκληρα. Έκλαψε ως τη στιγμή που ένιωσε κάποια μικρά χεράκια πάνω του, τρεις μικρές αγκαλιές να τον κλείνουν μέσα.
Τα παιδιά είχαν περάσει το διαχωριστικό, σκαρφάλωσαν με κίνδυνο της ζωής τους το κάγκελο και βρέθηκαν στο μπαλκόνι του. Τον κάλυψαν με τα κορμάκια τους, τον τύλιξαν μες στην αγάπη. Τρεις μικρές, νιόβγαλτες ψυχούλες τον υιοθέτησαν εκείνη τη μέρα. Έγιναν οι γονείς, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Του μετάγγισαν ζωή και χαμόγελο. Και λίγες ώρες μετά, όταν στέγνωσαν τα δάκρυά του, τους έμαθε την πρώτη ελληνική λέξη.
ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ (7Ο ΒΡΑΒΕΙΟ)
Η Ειρήνη Παππά γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1971.
Σπούδασε Θεολογία και Ελληνική Παλαιογραφία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια ζει και εργάζεται στην Κύπρο ως εκπαιδευτικός. Ασχολείται με τη συγγραφή πεζών και ποιημάτων.
Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων «Το πράσινο λεωφορείο», ενώ σύντομα θα κυκλοφορήσει και το πρώτο της μυθιστόρημα «Η νεράιδα στο ποτάμι».
Είναι παντρεμένη και μητέρα τριών παιδιών.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης